Βλάσσης Τρεχλής
Ανδρέας Κάλβος.
Το χαμένο πορτραίτο
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,
σελ. 584, τιμή 18 ευρώ

Ο Ανδρέας Κάλβος μπροστά στον Ούγο Φόσκολο στη Φλωρεντία. Εικοσαετής, λιπόσαρκος και φοβισμένος, στέκεται ενώπιον του διάσημου ιταλού ποιητή και πολεμιστή ευχόμενος να προσληφθεί στην υπηρεσία του. Ο Ανδρέας Κάλβος, δραστήριος επαναστάτης, παίρνει τον όρκο των Καρμπονάρων στη Γενεύη σε μυστικό τελετουργικό, παρουσία του ηγέτη του κινήματος Φίλιπο Μπουοναρότι. Ο Ανδρέας Κάλβος απαγγέλλει ενώπιον του Καποδίστρια την «Ωδή εις Ιερόν Λόχον» στην πολυτελή κατοικία του φιλέλληνα γαλλοελβετού τραπεζίτη Ζαν Εϋνάρ. Ο Ανδρέας Κάλβος, ενώπιον του Θεόκλητου Φαρμακίδη στο μετεπαναστατικό Ναύπλιο, θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της πατρίδας. Ο Κάλβος στην Κέρκυρα του Σολωμού, καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία. Ο Κάλβος διευθυντής παρθεναγωγείου στο Λονδίνο. Ο Κάλβος στη βρετανική κωμόπολη του Λάουθ ποζάρει απρόθυμα για το πορτρέτο του.

Μυθιστόρημα χαρακτηρίζει το Ανδρέας Κάλβος. Το χαμένο πορτραίτο (Κέδρος, 2014) ο Βλάσσης Τρεχλής. Ακριβέστερος θα ήταν όμως ο χαρακτηρισμός μυθιστορηματική βιογραφία, με έμφαση στη δεύτερη λέξη. Το βιβλίο του αιγιώτη συγγραφέα παρακολουθεί στενά τα βήματα του Κάλβου από το 1812, όταν ο νεαρός Κάλβος φτάνει από το Λιβόρνο στη Φλωρεντία για να γίνει προγυμναστής του ανιψιού του Φόσκολο, ως τον θάνατό του στο Λάουθ, στις 3 Νοεμβρίου του 1869, στην ιστορική τους διαδοχή τολμώντας παρεκκλίσεις από το διαθέσιμο βιογραφικό υλικό εκεί όπου τα πραγματολογικά δεδομένα δεν επαρκούν, όταν δεν μπορούν να διαπεράσουν κλειστές πόρτες, να διαβάσουν σκέψεις, να εικάσουν επιθυμίες.
Δεν πρόκειται για την πρώτη μυθιστορηματική βιογραφία για τον αινιγματικό Κάλβο. Προηγήθηκαν η Ανδρέας Κάλβος ο αγέλαστος (Εκδόσεις 20ός αιώνας, 1962) του ζακύνθιου ιστοριοδίφη Κ. Πορφύρη και η βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών Στη σκιά του πεπρωμένου (Αστήρ, 1996) του γιατρού και συγγραφέα Νίκου Σκαράκη. Μεταγενέστερη πολλών ανακαλύψεων που διεύρυναν τον καλβικό ορίζοντα, ετούτη η μυθιστορηματική βιογραφία ενσωματώνει τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας: Στο πρώτο μέρος, στο οποίο παρακολουθούμε τη σταδιακή διαμόρφωση του φιλομαθούς νέου σε ποιητή, στο κεφάλαιο «Μια χούφτα αέρας», ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται τον θάνατο της γυναίκας και της κόρης του Κάλβου και τις συνθήκες μέσα στις οποίες συνέταξε το 1819 το πρώτο ελληνικό του ποίημα, την ωδή «Ελπίς πατρίδος» που ανακάλυψε ο Λεύκιος Ζαφειρίου το 2003. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Μαριέττα», όπου παρακολουθούμε τη γνωριμία του Κάλβου με τη νεαρή Βρετανίδα που θα γινόταν η πρώτη του σύζυγος, τη Μαρία-Τερέζα Τομάς, παρακολουθούμε τις ζυμώσεις για την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Ape Italiana των ιταλών εξόριστων στο Λονδίνο, το οποίο εντόπισε και παρουσίασε σε πρόσφατη μελέτη του ο Δημήτρης Αρβανιτάκης (Στον δρόμο για τις πατρίδες. Η «Ape Italiana», ο Ανδρέας Κάλβος, η ιστορία, Μουσείο Μπενάκη, 2010).
Ερασιτέχνες μελετητές του Κάλβου ο Πορφύρης και ο Σκαράκης, ερασιτέχνης και ο Βλάσσης Τρεχλής, τέως σύμβουλος Φυσικής Αγωγής, με προηγούμενες λογοτεχνικές καταθέσεις το μυθιστόρημα Ταξίδι στη Λευκή Θάλασσα (Αρμός, 2006) και τη μαρτυρία Το αρχαϊκό χαμόγελο του Μάνου Χατζιδάκι (Οδός Πανός, 2011). Βασιζόμενος στην πιο πρόσφατη διαθέσιμη βιογραφία του Κάλβου, στο βιογραφικό χρονολόγιο-λεύκωμα του Λεύκιου Ζαφειρίου (Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου, Μεταίχμιο, 2006) επιχειρεί να ζωντανέψει ημερομηνίες και γεγονότα με τη θέρμη της ανθρώπινης ανάσας.
Καταφέρνει να δώσει στην αφηρημένη ιδέα του εθνικού ποιητή τού «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» πραγματική υπόσταση; Δύσκολο να το πούμε. Παρότι ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στη στερεότυπη και λειψή σχολική εικόνα του ποιητή των Ωδών αλλά εμπλουτίζει την καλβική προσωπογραφία με τις ιδιότητες του αγωνιστή καρμπονάρου και του πολιτικού ακτιβιστή, του εξόριστου απάτριδος, του διχασμένου ανάμεσα στην αγαπημένη πατρίδα Ιταλία και στη φυσική πατρίδα Ελλάδα, του διαπρεπούς δασκάλου και του ανοιχτόμυαλου διανοούμενου και του εραστή των μαθηματικών και της φιλοσοφίας, του πιστού φίλου, του εραστή και του συζύγου, του διευρυμένου Κάλβου τον οποίο προσπαθεί να ψηλαφίσει και η νεότερη φιλολογική έρευνα, δεν καταφέρνει να αποδώσει έναν χαρακτήρα αληθοφανή και πειστικό, ίσως επειδή ο θαυμασμός του για το έργο του Κάλβου τον παρασύρει στην αγιοποίηση. Ο Κάλβος, όπως δηλώνει ο συγγραφέας στο αφτί του βιβλίου, στάθηκε για εκείνον «έμπνευση και οδηγός» και αυτή την οφειλή ξεπληρώνει το βιβλίο, ιδιαιτέρως στο δεύτερο μέρος, όπου ο συγγραφέας υμνεί τον επτανήσιο ποιητή και δάσκαλο πίσω από το προσωπείο του Ιάσονα Εκλεκτού, μαθητή του Κάλβου στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα.

Ο ποιητής μέσα στην εποχή του
Η αφήγηση διογκώνεται σε σημεία με κοινότοπους διαλόγους και σύντομες πραγματείες περί ποίησης, περί γλώσσας, περί φιλοπατρίας και φιλίας, η έκφραση δεν είναι απαιτητική –χωρίς όμως να υπολείπεται πολύ των επικών ιστορικών μυθιστορημάτων που κερδίζουν την εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού και ορισμένων κριτικών -, οι καλές ιδέες ξοδεύονται γρήγορα. Το υποτιθέμενα χαμένο πορτρέτο του απεικόνιστου Κάλβου αποτελεί αφορμή για την έναρξη της αφήγησης αλλά μένει αναξιοποίητο μυθοπλαστικά στη συνέχεια, όπως και οι έρευνες του κύπριου κριτικού Αντώνη Ιντιάνου στην Αγγλία το 1924 για τον εντοπισμό του τάφου του Κάλβου που καρποφόρησαν εν τέλει το 1938. Ενώ προοικονομούν, στο πρώτο κεφάλαιο, μια αστυνομικού τύπου συναρπαστική αναζήτηση του προσώπου του Κάλβου, το νήμα της πλοκής που αφορά τις έρευνες του Ιντιάνου –ο οποίος αποτελεί φυσιογνωμία στις καλβικές σπουδές και του οποίου το Αρχείο στην Κύπρο έχει μεταβληθεί σε μήλον της Εριδος μεταξύ καλβιστών –κόβεται απότομα. Το ενδιαφέρον του βιβλίου βρίσκεται αλλού: στην έντιμη διαχείριση του βιογραφικού υλικού και στην ένταξη του Κάλβου σε μια εποχή που ορίζεται από τους ναπολεόντειους πολέμους και την ήττα του Βοναπάρτη, την επαναστατική ορμή και τις εθνικές διεκδικήσεις που συγκλόνιζαν την Ευρώπη, τον ρομαντισμό που έθρεφε τους αγωνιστές και τη ματαίωση των οραμάτων τους, τα διπλωματικά παιχνίδια με έπαθλο την επαναστατημένη Ελλάδα, τη ζωή στην αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα και τις συγκρούσεις συμφερόντων στην Ιόνιο Ακαδημία. Το άψυχο πρόσωπο του Κάλβου καθίσταται ανθρωπινότερο γιατί τοποθετείται σε έναν χάρτη και σε μια καθημερινότητα σχέσεων και διαφορών που περιλαμβάνουν τον έρωτα με γοητευμένες μαθήτριες και την εκ του μακρόθεν συγκρατημένη αντιπάθεια με τον κόντε Σολωμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ