Γιάννης Ψυχάρης
Αντάρτης (από τη ζωή μου)
Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2010

Ο αφρικανικός παπαγάλος έφτασε στο τρικουπαίικο στο κλουβί του, δώρο φίλου, γιατρού στη Ζανζιβάρη. Ο Χαρίλαος Τρικούπης απαίτησε να αφεθεί ελεύθερος, γιατί ήθελε όλοι στο σπιτικό του, ακόμη και τα ζώα, να απολαμβάνουν την ελευθερία τους. Το εξωτικό πουλί έγινε ο πιο ενθουσιώδης υποστηρικτής του, επαναλαμβάνοντας τα εκλογικά τραγούδια των Αθηνών και του Μεσολογγίου και φωνάζοντας «Ζήτω ο κύριος Τρικούπης, ζήτω» ακόμη κι όταν Τρικούπης έχασε τις εκλογές. Την ιστορία του πρωθυπουργικού παπαγάλου διαβάσαμε σε ένα ανέκδοτο κείμενο της Σοφίας Τρικούπη (1838-1916), αδελφής του Χαρίλαου, τυπωμένο από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Είναι το τρίτο της σειράς «Μικρή Βιβλιοθήκη», η οποία αξιοποιεί και αναδεικνύει το αρχειακό απόθεμα της Βιβλιοθήκης της Βουλής.

Η σειρά εγκαινιάστηκε με ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του Γιάννη Ψυχάρη, εξ αφορμής της παρουσίασης του ταξινομημένου Αρχείου Ψυχάρη το 2010. «Γεννήθηκα στη Ρουσσία και πρωτόκλαψα ρούσσικα. (…) Δε γνώρισα τη μάνα μου. (…) Στην Πόλη, ο πατέρας μού έμαθε τα γαλλικά. Δε θυμούμαι να μεταχερίστηκα ποτές άλλη γλώσσα με τον μπαμπά παρά γαλλικά ή ρούσσικα» αποκαλύπτει με πολύ χιούμορ, σε γλώσσα χυμώδη και εύπλαστη, για τις πρώτες γλωσσικές εμπειρίες του ο «διαβόητος» δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης. «Πού τολοιπόν έμαθα τα ρωμαίικα;» απορεί και ο ίδιος. «Τάμαθα στο σπίτι μας του Γαλατά ή στης Πρίγκιπος το ξοχικό μας, τάμαθα με τα δουλικά, που ο Θεός και η ψυχή τους!». Αργότερα, καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας στο Παρίσι, έμαθε ότι «ξετυλίγουνται τα πράματα κι αλλάζουνε. Αλλάζουνε και οι γλώσσες. Λίγο λίγο, για λόγους ωρισμένους, θετικούς, επιστημονικούς, απαραβίαστους, ο πατήρ γίνεται πατέρας, ο άρτος γίνεται ψωμί».
Την πρώτη τριάδα συμπληρώνει ένα ακόμη ανέκδοτο κείμενο της Σοφίας Τρικούπη από το Αρχείο Κωνσταντίνου Σπ. Τρικούπη, στο οποίο αφηγείται την ιστορία της μητέρας της Αικατερίνης Τρικούπη, κόρης του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, μιας ελληνίδας καλλονής μεγαλωμένης με φιλελεύθερες ιδέες στην προεπαναστατική Πόλη. Διαβάζουμε για τους διασυρμούς των χριστιανών και τις απαγχονίσεις κατά τα έτη της Επανάστασης και για τις στερήσεις των φαναριώτικων οικογενειών, τις οποίες το σπίτι των Μαυροκορδάτων βίωσε σε ανεκτό βαθμό χάρη στις «μπιμπίλες», τις εξαιρετικές δαντέλες, και στα περίτεχνα εργόχειρα των αδελφών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που γίνονταν ανάρπαστα στα οθωμανικά χαρέμια. Ακολουθεί η γνωριμία της Αικατερίνης με τον νεαρό πολιτευτή Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο γάμος και η μετάβαση του διορισμένου πρέσβη στο Λονδίνο, όπου η εκλεπτυσμένη σύζυγός του εντυπωσιάζει στις ανακτορικές δεξιώσεις και στα αυλικά σαλόνια. Η πένα της Σοφίας συνθέτει έναν ύμνο προς τη μητέρα της, την καλλιεργημένη Φαναριώτισσα, την άψογη οικοδέσποινα, τη φιλεύσπλαχνη αρχόντισσα, την αφοσιωμένη σύζυγο, όπως στο «Ο Παπαγάλλος μου» πλέκει το εγκώμιο του αδελφού της.
Σοφία Τρικούπη
Η Μήτηρ μας. Αικατερίνη Τρικούπη,
το γένος Ν. Μαυροκορδάτου (1800-1871)
Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2012

Γόνος αγωνιστών, από την ιστορική οικογένεια των Τρικούπηδων, και αριστοκρατών, από τη φαναριώτικη οικογένεια των Μαυροκορδάτων, η Σοφία μιλάει με γλαφυρή δεξιοτεχνία για τη ζωή της και την οικογένειά της ξετυλίγοντας αναπόφευκτα το μπερδεμένο κουβάρι της δύσκολης ενηλικίωσης του νέου ελληνικού βασιλείου. Οι ιστορίες που αφηγείται καταγράφουν το ιδιωτικό, την οικιακή ζωή, αλλά νύξεις για συνωμοσίες, κινήματα, αντιπάλους, απόπειρες δολοφονίας είναι αποκαλυπτικές για τις προσωρινές συμμαχίες και τις συχνές μετακινήσεις της εύνοιας και της υποστήριξης στο πολιτικά ασταθές νεόκοπο βασίλειο: τη μια μέρα ο Καποδίστριας ενθαρρύνει την Αικατερίνη να βελτιώσει τα κοινωνικά προσόντα της για χάρη της καριέρας του συζύγου της και της δίνει συμβουλές για τη διοργάνωση επιτυχημένων συναναστροφών και την άλλη στέλνει τον Τρικούπη και την οικογένειά του εξορία στην Υδρα.

«Πρόκειται για ανέκδοτα αλλά όχι άγνωστα κείμενα βιογραφικού χαρακτήρα και μάλιστα από γυναικεία γραφίδα, που σχεδόν αυτόματα αναβαθμίζει την αξία τους καθώς λιγοστά είναι τα σωζόμενα τεκμήρια γυναικείου γραπτού λόγου» σχολιάζει η ιστορικός Ελλη Δρούλια, η οποία είχε τη γενική επιμέλεια των εκδόσεων, «και το ενδιαφέρον τους προσαυξάνει το γεγονός ότι η συγγραφέας των κειμένων αυτών παραδίδει προσωπικά στιγμιότυπα για γνωστά ιστορικά πρόσωπα». Κυρίως όμως, με την κυκλοφορία τους «γνωστοποιείται ότι ένα μέρος του αρχείου, της βιβλιοθήκης και των κειμηλίων της οικογένειας Τρικούπη απόκειται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής».

Η κλοπή των βιβλίων και οι κακές κυβερνήσεις

Σοφία Τρικούπη
Ο Παπαγάλλος μου
Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2013

Η σειρά, έκφραση μιας ιστορικής βιβλιοθήκης του Ελληνισμού η οποία δείχνει να σέβεται τους θησαυρούς της και την αποστολή της, στέλνει το μήνυμα ότι η Βιβλιοθήκη της Βουλής παραμένει ζωντανή και δραστήρια. Θα συνεχιστεί με κείμενα, ανέκδοτα ή από καιρό λησμονημένα «που σχετίζονται με τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, την ιστορία και τους ανθρώπους της». Τον Σεπτέμβριο θα τυπωθεί ένα κείμενο του Γεωργίου Τερτσέτη, πρωτοδημοσιευμένο το 1855. Σε αυτό ο αρχειοφύλαξ της Βουλής καλεί όσους έκλεψαν βιβλία από τη Βιβλιοθήκη –πολύτιμα χειρόγραφα Συνελεύσεων και εκλεκτά βιβλία συγγραφέων, τα οποία ρίχτηκαν ασυλλόγιστα στον δρόμο για να διασωθούν από την πυρκαγιά που είχε ζώσει το κατάστημα της Βουλής –να τα επιστρέψουν. Αναφερόμενος στο βιβλίο ως δημόσιο αγαθό βρίσκει την ευκαιρία να κάνει μια παρέκβαση και να μιλήσει για το δημόσιο συμφέρον και τα κοινά αγαθά, για το τι θεωρείται εθνικό και για τη συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στο κράτος, με τρόπο διαχρονικό: «Οταν είχαμεν τυραννικήν κυβέρνησιν, τα δημόσια εθεωρούνταν περιουσία του εχθρού∙ εκείνη έλειψε∙ αλλ’ επήραμε την κακή δίπλα. […] Δεν υψώθη ακόμη η συνείδησίς μας να ιδή ότι έχομεν κυβέρνησιν ελληνικήν, νόμους ελληνικούς, πατρίδα ελληνικήν; Ναι μεν, ίσως μου ειπή και κανένας, αλλ’ έχομεν κακήν κυβέρνησιν∙ ας ήναι, θα ιδούμεν∙ είναι όμως κυβέρνησις εθνική».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ