Αννα Μιχαλιτσιάνου
Τελευταία διορία
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014,
σελ. 232, τιμή 17 ευρώ

Ενας οικονομικός μετανάστης, ονόματι Ρίσκοπ, κρέμεται από μια αγχόνη σε ένα βρώμικο πλυσταριό μιας μικροαστικής πολυκατοικίας κοντά στην πλατεία Δαβάκη της Καλλιθέας. Πριν από λίγο καιρό είχε χάσει τόσο τη σύζυγό του, με την οποία είχαν έλθει μαζί στην Ελλάδα, όσο και τη δουλειά του. Ο Ρίσκοπ ήταν ένας «χαμάλης» γενικών καθηκόντων στον εκδοτικό αλλά και κατασκευαστικό όμιλο Leader, τον μεγαλύτερο της χώρας. Τι είδους απελπισία τον είχε οδηγήσει σε μια τέτοια πράξη;

Ο Μπίλη, ο αρχισυνδικαλιστής του ομίλου, έχει βαλθεί να πείσει τους πάντες, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως την κοινωνία, ότι ηθική αυτουργός αυτής της αυτοκτονίας είναι η ανάλγητη γυναίκα που έβαλε την υπογραφή της στην απόλυσή του, ότι δηλαδή αυτή που τον εξώθησε στο απονενοημένο ήταν η Ειρήνη, υψηλότατα ιστάμενη στον όμιλο, ένα μόλις σκαλοπάτι κάτω από τον πρόεδρο και ουσιαστικά ιθύνων νους της επιχείρησης.
Η ίδια βέβαια τυγχάνει, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς της, άσπονδη εχθρός του. Ο άλλος θέλει να τη δει να κατακρημνίζεται από το βάθρο της και, προκειμένου ν’ ανέλθει εκείνος σε αυτό, είναι αποφασισμένος να φθάσει στα άκρα. Ο λόγος είναι ότι εκείνη είχε φθάσει τόσο ψηλά ενώ εκείνος πάλευε ακόμη με το νέο πρόταγμα της εποχής, πάσχιζε να γίνει «στέλεχος», να αποκτήσει δηλαδή έναν «τίτλο τιμής και επιβεβαίωσης, αναγνωρισιμότητας και επιτυχίας, αφετηρία και τέρμα ζωής» όπως γράφει στο πρώτο της μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «Τελευταία διορία» η δημοσιογράφος Αννα Μιχαλιτσιάνου, ένα μυθιστόρημα ηθών αλλά βασικά χαρακτήρων, αντιπροσωπευτικών, θα λέγαμε, της ύστερης Μεταπολίτευσης, με το οποίο η ίδια, ιδρυτικό μέλος του Ελεύθερου Θεάτρου αλλά και του ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας – με αντιδικτατορική δράση) παλαιότερα, επικεντρώνεται στις παθογένειες και στις ματαιώσεις αυτής της περιόδου, με έναν μελαγχολικό αυτοσαρκασμό.
«Οι ήρωες του βιβλίου ανταποκρίνονται, ή θέλησαν να ανταποκριθούν, στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Τα ήθελαν όλα και τα ήθελαν εδώ και τώρα. Η δεκαετία του 1980 έκλεισε οριστικά την πόρτα του εικοστού αιώνα και την κλείδωσε κιόλας. Ηταν τότε που πολλοί, ακόμη και οι πιο ρομαντικοί, αντιμετώπισαν αίφνης το δίλημμα: μεζονέτα με πισίνα και αυτοκίνητο στην Εκάλη ή υπαλληλικό δυαράκι στην Κυψέλη; Είναι για τον καθένα μη συγκρινόμενα μεγέθη. Λογικό είναι, επομένως, που οι ήρωες στην «Τελευταία διορία» θέλουν να γίνουν στελέχη, αδιάφορο το πώς, ακόμη και ο Μπίλη που βγήκε από το Πολυτεχνείο.
Το λυπηρό και εκ των υστέρων οδυνηρό είναι ότι οι ήρωες εγκλωβίστηκαν σε μια ιδεολογία που αναγκάστηκαν να διαιωνίσουν –η ίδια η πραγματικότητα τους οδηγούσε προς τα εκεί -, η οποία εδραιώθηκε ερήμην τους» είπε η ίδια στο «Βήμα».
Ποια ήταν αυτή ιδεολογία; «Η ιδεολογία της δήθεν δημοκρατίας, του δήθεν διαλόγου, της δήθεν επικοινωνίας: όλα αυτά τα νομιμοποίησε η εποχή της κυριαρχίας των αγορών και εμείς» ανέφερε μιλώντας ευρύτερα για μια γενιά που κυνήγησε την ουτοπία, «το αποδεχθήκαμε, αφήσαμε να παραπλανηθούμε, παγιδευτήκαμε, παίξαμε και χάσαμε».
Η Ειρήνη, καταγόμενη από το χωριό Ρέμβη του Ολύμπου, εγκατέλειψε στη δεκαετία του 1970 το σπίτι των ηττημένων αριστερών γονιών της και αποφάσισε να μπει στη ζωή από την κύρια είσοδο «υιοθετώντας», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Αννα Μιχαλιτσιάνου, τον πλούσιο, ακροδεξιό γαιοκτήμονα της περιοχής ονόματι Χαρίλαο, έναν άνθρωπο που κατεδίωξε τους γονείς της, συνεργάστηκε ύστερα με τη Χούντα, και ο οποίος γίνεται αργότερα αντιπρόεδρος του συντηρητικού κόμματος της χώρας. «Το σημαντικό με την Ειρήνη είναι ότι είναι παιδί του 1957, ότι γεννήθηκε δηλαδή στη στροφή επάνω των καιρών, κατά τους οποίους οι απόψεις για τους αριστερούς ήταν συγκεκριμένες».
Η Ειρήνη οσμίζεται από νεαρή ηλικία την τροπή των πραγμάτων και μεταπηδά στην άλλη μεριά. Αλλά γιατί; «Είναι μια τολμηρή πράξη ενός αποκλεισμένου παιδιού. Αν η κοινωνία είχε συμπεριφερθεί αλλιώς στους γονείς της, και αν οι γονείς της είχαν συμπεριφερθεί αλλιώς σε αυτήν, ίσως και να είχε τραβήξει αλλιώτικο δρόμο. Η Ειρήνη αισθανόταν ότι οι γονείς της την αγαπούσαν λιγότερο από τις ιδέες τους» υπογράμμισε η συγγραφέας.
Καθώς, λοιπόν, η ηρωίδα ετοιμάζεται να παντρευτεί με έναν άλλον άνδρα και όχι με τον πρόεδρο του ομίλου –ανεκπλήρωτος εικοσαετής έρως, ο τελευταίος –το πτώμα ενός μετανάστη και μια σκευωρία που εξυφαίνεται γύρω της απειλούν να τη ρίξουν στο καναβάτσο, να την ενοχοποιήσουν και να την καταστρέψουν.
Εχει, όμως, τη Ματίνα δίπλα της, την έντιμη γραμματέα της, «τη μόνη αριστερή στο βιβλίο που παραμένει πιστή στις ιδέες της, κι ας τα έχει λίγο χαμένα».
Οταν πλέον οι εξελίξεις ανατρέπουν δεδομένα και στρατηγικές, όταν πλέον οι αποκαλύψεις για παρανομίες και εγκλήματα δεν μπορούν να συγκαλυφθούν, «ο παλιός κόσμος» και όσοι τον εκπροσωπούν σε τούτη την ιστορία μένει εκτός νυμφώνος.
«Το μυθιστόρημα είναι η πορεία αυτογνωσίας των ηρώων. Διαπιστώνουν ότι ήταν λάθος που εμπιστεύτηκαν όσα εμπιστεύτηκαν, ότι κάπου αλλού βρίσκεται ο πραγματικός εαυτός του καθενός. Η «Τελευταία διορία» μοιάζει γι’ αυτούς με μια τελευταία ευκαιρία να συναντηθούν με τους εαυτούς τους» κατέληξε η Αννα Μιχαλιτσιάνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ