Βάσω Νικολοπούλου
Καιρός ήταν.
Μικρές ιστορίες
Εκδόσεις Εστία,
σελ. 70, τιμή 8,99 ευρώ

Μια νουβέλα γραμμένη σε μονόλογο είναι το πρώτο βιβλίο της Βάσως Νικολοπούλου που κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο Βασιλική προ τετραετίας. Μια γυναίκα θα εξιστορήσει εδώ με δραματικό τρόπο τον βίο της, ο οποίος είναι όλος κι όλος ένα πράγμα: ο σκληρός και μοιραίος, ο μίζερος και ψωραλέος, ο υπέροχος και ωραίος εραστής της. Αυτός που συντάραξε το σώμα της και σκλάβωσε την ψυχή της, αυτός που την έκανε να αδιαφορήσει για παιδιά, αδελφό και μάνα, αυτός που θα την παρακινήσει στη χειρότερη (αλλά και την πιο δίκαιη) πράξη της ζωής της. Ο μονόλογος της Βασιλικής είναι απ’ αρχής μέχρι τέλους στανικός και υστερικός: μια γυναίκα που μέμφεται ωραιοπαθώς το πρόσωπό της, μια γυναίκα που πιάνεται από τις υψηλόφρονες εκφράσεις της όπως πιάνεται ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, μια γυναίκα που έχει πάντα μια κακή κουβέντα για τους άλλους, δεν έχει όμως ούτε μία λέξη να πει για τη δική της πολιτεία. Η Βασιλική είναι ένας ανάγλυφος, σαφώς αρνητικός χαρακτήρας, εφοδιασμένος με μεγάλη πειθώ και δύναμη.
Η Νικολοπούλου θα εφαρμόσει διαφορετική αφηγηματική στρατηγική στη δεύτερη πεζογραφική προσπάθειά της, που είναι ένα σύνολο σύντομων, πλην εξαιρετικά πυκνών κειμένων με ηθελημένα χαλαρή εσωτερική συνοχή αλλά και με αρκετά ποιητική (ευτυχώς όχι ποιητικίζουσα) διάθεση. Βρισκόμαστε πια μακριά από τον οργίλο ρεαλισμό της Βασιλικής, σε μια περιοχή όπου το πρώτο ενικό έχει περιορίσει δραστικά το μέγεθος της παρουσίας του και έχει σχεδόν εκμηδενίσει τις εξάρσεις του.
Η διαφορά ανάμεσα στον μοναδιαίο μονόλογο της Βασιλικής και στους πολλαπλούς μονολόγους των φωνών που παρακολουθούμε στο Καιρός ήταν (αν δεχθούμε πως υπάρχει διαφοροποίηση φωνών) έγκειται στην αλλαγή του σημείου από το οποίο παρακολουθούμε ως αναγνώστες την αφήγηση. Ενώ και στα δύο βιβλία η αφήγηση είναι εσωτερική (ό,τι ξέρουμε και ό,τι μαθαίνουμε αντανακλά την οπτική γωνία της ηρωίδας), στη μεν Βασιλική ο λόγος θέλει ευθύς εξαρχής να απευθυνθεί σε ακροατήριο (δεν είναι τυχαίο ότι το έργο ανέβηκε πριν από έναν περίπου χρόνο στο θέατρο), στο δε Καιρός ήταν κάθε αποστροφή του παραμένει εντός των τειχών αναβλύζοντας από τα βάθη του υποκειμένου.
Να συμπεράνουμε ότι η συγγραφέας θα χαράξει έτσι μια μετριοπαθέστερη γραμμή βάζοντας στη θέση της εκφραστικής διαστολής τη χαμηλότονη εξομολόγηση; Δεν είμαι σίγουρος. Το Καιρός ήταν δεν αντανακλά ένα ασκίαστο και ανέφελο τοπίο όπου το εγώ θα αποδεσμεύσει απλώς κάποιες φευγαλέες εντυπώσεις του από τον κόσμο. Τα πεζά της Νικολοπούλου δεν έχουν πάψει να αποτελούν αποτυπώσεις ενός σκοτεινού, σκληρού, κάποτε ακόμη και επίφοβου εαυτού που είναι έτοιμος να ανασύρει στην επιφάνεια τους φόβους και τα απωθημένα του χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Καμιά αθωότητα δεν θα εμπνεύσει τα κομμάτια που αναφέρονται στην παιδική ηλικία, η οποία θα εξαντληθεί σε εγωισμούς, ανταγωνισμούς και μικροσυμφέροντα. Κανένας πλούτος ψυχής δεν θα ξεπηδήσει από τα ερωτικά κομμάτια που θα επιμείνουν στην απουσία του άλλου, στο αίσθημα της εγκατάλειψης και στις παραλυτικές συνέπειες της άσκοπης σεξουαλικότητας. Καμιά παρηγοριά δεν θα υποσχεθούν και οι ιστορίες με τις αράχνες, τους λύκους και τις φούσες που θα εικονογραφήσουν ένα τρομώδες υποσυνείδητο (παρεμπιπτόντως, οι καλύτερες του βιβλίου). Με ελάχιστες εξαιρέσεις, που έχουν να κάνουν κυρίως με τις κατά τόπους ποιητικές τους εκλάμψεις, οι φωνές τού Καιρός ήταν θα εκβάλουν στην πραγματικότητα σε μία και μοναδική φωνή: τη φωνή μιας γυναίκας που παλεύει, όπως και η πρωταγωνίστρια της Βασιλικής, με τις ακυρώσεις και τις απωθήσεις της και σπεύδει να φορέσει σιδερένια πανοπλία προκειμένου να προστατευθεί από το εξωτερικό της περιβάλλον. Οπως ξέρει ωστόσο κι η ίδια καλύτερα από τον καθένα, το θηρίο είναι μέσα μας και δεν θα καταφέρει ποτέ να απεγκλωβιστεί από τον λαβύρινθό του. Μόνη διέξοδος ή διαφυγή, η τέχνη της κοινολόγησης και της επικοινωνίας. Τέχνη την οποία η Νικολοπούλου μοιάζει να έχει εξασφαλίσει και στα δύο βιβλία της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ