Ανδρέας Μήτσου
Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια
Εκδόσεις Καστανιώτη,
σελ. 157, τιμή 10,65 ευρώ

Το ερωτικό πάθος είναι ικανό για τις μεγαλύτερες θυσίες ή για τις πιο αποτρόπαιες πράξεις στην οικουμένη και οι ήρωες της καινούργιας συλλογής διηγημάτων του Ανδρέα Μήτσου το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους. Πιασμένοι στο δόκανο του έρωτα και έρμαια των τυφλών του παρορμήσεων, μπορεί να κατρακυλήσουν από τη μια στιγμή στην άλλη στην άβυσσο χωρίς να τους δοθεί η παραμικρή χειρ βοηθείας. Επειδή αυτό είναι το χαρακτηριστικό του έρωτα, ιδίως αν έχει προκύψει απρόσμενα και από το πουθενά: να οδηγεί τα θύματά του στις σκοτεινότερες ατραπούς, να τα δένει πισθάγκωνα μπροστά στο αντικείμενο του πόθου τους και να τα αφήνει δίχως μια σταλιά νερό για την ακατανίκητη δίψα τους.

Στα διηγήματα του Μήτσου πρωταγωνιστεί συχνά ένας άντρας μιας κάποιας ηλικίας (αν δεν τον έχουν ήδη πάρει τα χρόνια) ο οποίος βαδίζει στο ερωτικό πεδίο ως μαινόμενος ταύρος. Αποφασισμένος άλλοτε να κάψει με βενζίνη και το ελάχιστο, υλικό ή νοερό ίχνος της άκαρδης αγαπημένης του, άλλοτε να διαλύσει το σπιτικό και την περιουσία της, άλλοτε να σκοτώσει οτιδήποτε ζωντανό τη θυμίζει και άλλοτε να στρέψει τα όπλα εναντίον του με την επιμονή των αισθημάτων και της επιθυμίας του (ακόμα κι αν τα τελευταία αποτελούν προϊόν βαθιάς αδυναμίας και απόγνωσης), θα χάσει στο τέλος κάθε απαντοχή και θα παγιδευτεί σ’ ένα θανατηφόρο τέλμα. Ενας άντρας όμως μπορεί, ανεξαρτήτως ηλικίας, να ακολουθήσει και την ακριβώς αντίθετη πορεία: να μετατρέψει μια γυναίκα τρελά ερωτευμένη μαζί του σε σωρό από αποκαΐδια χωρίς στο μεταξύ ο ίδιος να έχει ιδέα για το τι έχει συμβεί εξαιτίας του.
Ο έρωτας που πλήττει άντρες και γυναίκες στο βιβλίο του Μήτσου είναι εξαιρετικά σκληρός και βίαιος. Η βία και η σκληρότητα ωστόσο δεν οφείλονται ποτέ σε ένα εγγενώς εκδικητικό πνεύμα, σε έναν φυσικό, ενστικτώδη σαδισμό ή σε μια μοιραία πορεία προς την αυτομαστίγωση και την αυτοκαταστροφή. Ο έρωτας αποκτά εδώ τόσο ανάλγητες μορφές επειδή ενδεχομένως δεν πρόκειται μόνο για έρωτα. Πίσω από την ερωτική μανία των ηρώων του Μήτσου αργοσαλεύει ένα μόνιμο υπαρξιακό άγχος, ένας απύθμενος φόβος ενώπιον του θηριώδους κενού το οποίο απειλεί (συνήθως χωρίς εμφανή λόγο) την καθημερινότητά τους, επιτρέποντας από ένα σημείο και μετά στο σάλτο μορτάλε να γίνει τόσο εύκολο όσο κι ένα παιδικό παιχνίδι. Και από αυτή την άποψη σίγουρα κάτι παραπάνω έχει να μας πει το γεγονός πως το βιβλίο κλείνει με τέσσερα διηγήματα όπου το θέμα δεν είναι η παράνοια του έρωτα αλλά οι ενδότερες σκιές και τα φαντάσματα που καταδυναστεύουν τους πρωταγωνιστές: ψυχές των οποίων ο νους μοιάζει να έχει ψηλώσει από καιρό.
Τα στοιχεία του υπερβατικού και του παραλόγου δεν είναι καινούργια στην πεζογραφία του Μήτσου. Συνδυασμένα με έναν παράξενο έως και παράταιρο φυσικό περίγυρο, ένα τοπίο όπου η φύση δεν είναι μαγική αλλά μαγεμένη, εκβάλλουν σε μια συγκρατημένα ποιητική πρόζα που κατορθώνει να αποφύγει τον ποιητικισμό χάρη στον προσεκτικό έλεγχο των μέσων της, η λειτουργία των οποίων παραμένει πάντα σ’ ένα λελογισμένο πλαίσιο. Τον ρόλο της μαγεμένης φύσης στα ανά χείρας διηγήματα θα τον αναλάβουν τα ζώα: σκυλιά, γίδες, ελάφια, λύκοι, χελώνες, πουλιά και σκαθάρια. Ζώα επιθετικά και επίφοβα αλλά και ζώα γεμάτα τρυφερότητα και λύπη, όπως η γίδα στο «Πιο βολικό ψέμα» (το αρτιότερο ίσως κομμάτι της συλλογής), που θα προικίσουν την ποιητική γραφή του Μήτσου με ένα υποβλητικά λοξό βλέμμα. Βλέμμα το οποίο θα ρίξει ένα δεύτερο, λιγότερο γυμνό φως στη βίαιη δράση των ερωτευμένων για να υποδείξει εναργέστερα ό,τι έλεγα πρωτύτερα: τη σπασμένη τους καρδιά και την κατακερματισμένη τους συνείδηση σ’ έναν κόσμο ο οποίος έχοντας προλάβει να παγώσει το αίμα στις φλέβες τους ετοιμάζεται τώρα να πυρακτώσει μέχρι τελικής πτώσεως τον εγκέφαλό τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ