Μυρσίνη Ζορμπά
Πολιτική του πολιτισμού.
Ευρώπη και Ελλάδα στο
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα
Εκδόσεις Πατάκη, 2014,
σελ. 424, τιμή 18,70 ευρώ

Στην Ελλάδα η πολιτική, με την έννοια του πολιτικού, κατέχει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας. Είτε ως άσκηση είτε ως λόγος. Νομίζω μάλιστα, βλέποντάς το από την πλευρά του δασκάλου που έχει τη δυνατότητα σύγκρισης με αντίστοιχα περιβάλλοντα στο εξωτερικό, ότι η ενασχόληση με το πολιτικό στην Ελλάδα, στην πράξη και στον αναστοχασμό, ακονίζει την κριτική άσκηση της σκέψης και υποστηρίζει τη δημιουργικότητα των φοιτητών μας.

Ετσι ένα βιβλίο, όπως αυτό της Μυρσίνης Ζορμπά, που μόλις εκδόθηκε, με τίτλο Πολιτική του Πολιτισμού, δεν είναι μόνο καλοδεχούμενο αλλά είναι και απαραίτητο. Οταν μάλιστα εμπεριέχει, πρώτον, την ιστορική διάσταση, δεύτερον, τη συγκριτική ανάπτυξη των πολιτισμικών πολιτικών στις διάφορες χώρες της Ευρώπης με διαφορετικές δομές διακυβέρνησης και, τρίτον, την ανάπτυξη και του ελληνικού παραδείγματος, τότε αντιλαμβάνεται κανείς το μεγάλο κενό που έρχεται να καλύψει. Και το κενό αυτό δεν αφορά μόνο τις πανεπιστημιακές παραδόσεις στα αντικείμενα που σχετίζονται με την πολιτιστική διοίκηση, τόσο στο επίπεδο της μακροκλίμακας όσο και στο επίπεδο της μικροκλίμακας. Αφορά εξίσου και όσους την ασκούν, επίσης ανεξαρτήτως επιπέδου, αλλά και όσους τη χαράσσουν.
Στην Ελλάδα μιλάμε για πολιτική αλλά, όπως αποδείχθηκε και με την πρόσφατη κρίση, αποφεύγουμε να τη διατυπώνουμε καθαρά και ανοιχτά και κυρίως αποφεύγουμε να την ακολουθούμε με αυστηρότητα. Η απουσία ξεκάθαρης διατύπωσης πολιτικής αφενός καθιστά ανενεργή την όποια κριτική, επιτρέποντας παράλληλα και την αποσιώπηση των παρεκκλίσεων, και αφετέρου επιτρέπει την απρόσκοπτη ανάπτυξη των πελατειακών σχέσεων, άθλημα το οποίο κατ’ εξοχήν ευδοκιμεί στη χώρα μας.
Είναι επίκαιρο
Η Μυρσίνη Ζορμπά μάς δίνει ένα ώριμο πόνημα που έχει τα χαρακτηριστικά της διεξοδικής και συστηματικής μελέτης μιας ερευνήτριας η οποία έχει πολιτική θέση γι’ αυτά που ερευνά και γράφει. Συγχρόνως όμως, έχοντας η ίδια επανειλημμένως βρεθεί στη θέση να ασκεί πολιτισμική πολιτική, έχει συνείδηση της αναγκαιότητας του αντικειμένου της έρευνάς της στην πολιτική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για μια ολοκληρωμένη ερευνητική πράξη, στην ευτυχέστερή της ώρα, όπου θεωρία, πρακτική και πολιτικά προτάγματα αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοδοκιμάζονται και αλληλοπεριχωρούνται.
Το βιβλίο πολύ σωστά ξεκινά στην Εισαγωγή με τον προβληματισμό γύρω από τους όρους του πολιτισμού και της κουλτούρας. Ακολουθεί στο 1ο μέρος η Επινόηση της Πολιτισμικής Πολιτικής στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με επικέντρωση, μετά τη γενική ανάλυση των ευρωπαϊκού παραδείγματος του κράτους πρόνοιας, στα ειδικότερα παραδείγματα των σκανδιναβικών χωρών, της Ολλανδίας και της Γαλλίας.
Στο 2ο μέρος εξετάζει την Πολιτισμική Πολιτική ως δημόσια πολιτική με βάση, διαχρονικά ως σήμερα, θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως οι έννοιες του φιλελευθερισμού και του δρώντος υποκειμένου (θεωρία του agency, επίκαιρη τόσο στην ανθρωπολογία όσο και στην αρχαιολογία και τη μουσειολογία). Επίσης εδώ ξεκαθαρίζει τις έννοιες πολιτικής και πολιτικού (policy, politics).
Στο 3ο και τελευταίο μέρος αναφέρεται στην Κουλτούρα στην Ελλάδα ως δημόσια πολιτική, ξεκινώντας από τη μεταπολεμική περίοδο και τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας του ’50 και φτάνοντας ως το πολύ πρόσφατο παρελθόν του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.
Ο Επίλογος διατυπώνει το ερώτημα της προοπτικής ενός νέου παραδείγματος στην άσκηση πολιτισμικής πολιτικής, ιδιαίτερα αισιόδοξου και ίσως εγγενώς προβληματικού στην εφαρμογή του στο πλαίσιο των υπαρχουσών δομών: διότι θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς τον δρόμο που πρέπει να διανυθεί προς τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας μιας πολιτικής πολιτισμού, σύμφωνα με όσα στο βιβλίο σωστά περιγράφονται, αλλά και το γεγονός ότι αν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, δεν μπορεί παρά το ίδιο να ισχύει και για την πολιτισμική πολιτική. Ωστόσο η συμβολή της Ζορμπά δεν τελειώνει εδώ. Μας έδωσε ένα βιβλίο που πρέπει να μας στηρίζει τόσο όταν πρέπει να διαχειριστούμε ζητήματα της μακροκλίμακας σε επίπεδο χώρας, περιφέρειας ή μεγάλου πολιτιστικού οργανισμού, όσο και όταν πρέπει να επιλέξουμε μια εκθεσιακή ενότητα έναντι κάποιας άλλης ή ακόμα και ένα αντικείμενο έναντι κάποιου άλλου σε μια έκθεση.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι, αν η πολιτική πολιτισμού είναι η raison d’être του υπουργείου Πολιτισμού, είναι εξίσου κρίσιμη και για το υπουργείο Τουρισμού, αφού ο πολιτισμός αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα της τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης της χώρας. Και αυτό είναι που βρίσκω σημαντικό, συνοψίζοντας το απόσταγμα της έρευνάς της στο βιβλίο αυτό: Η Ζορμπά εισάγει την αναγκαιότητα της πολιτικής σκέψης στις επιλογές μας, ακόμα και στην ελάχιστη κλίμακα της επιλογής αντικειμένου π.χ. σε μια μουσειακή έκθεση. Είναι αυτό στο οποίο προσπαθούμε να εισάγουμε τόσο τους προπτυχιακούς όσο και τους μεταπτυχιακούς φοιτητές μας της μουσειολογίας. Μετά από αυτό το βιβλίο θα είναι ευκολότερο να τους πείσουμε.
Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας, διευθύντρια του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Μουσειολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ