Χουάν Μαρσέ
Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα
Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου.
Εκδόσεις Πατάκη, 2014,
σελ. 539, τιμή 18,90 ευρώ

Είναι δύο κόσμοι διαφορετικοί, στη μεταπολεμική Βαρκελώνη της δεκαετίας του 1950. Εκείνος, ο «Ψευτοκυριλές» (Pijoaparte) όπως τον φωνάζουν στα καπηλειά, είναι ένας γοητευτικός και σφιχτοδεμένος αλήτης από τη Μούρθια, ένας «Νότιος» τσιγγάνικης καταγωγής που ζει στη φτωχογειτονιά του Μόντε Καρμέλο, σ’ εκείνον τον μίζερο ξερόλοφο στα βορειοδυτικά της πόλης –εκεί, στις παράγκες, «όταν βρέχει, κόβεται το φως». Εκείνη, η ξανθομαλλούσα και γαλανομάτα Τερέζα Σεράτ, είναι μια όμορφη και υπερδραστήρια φοιτήτρια, αριστερή μεν, κόρη βιομηχάνου δε, μια αστή κοντολογίς –για να χρησιμοποιήσουμε ταξικούς όρους και να μπούμε στο κλίμα τούτου του βιβλίου –η οποία διαβάζει Σιμόν ντε Μποβουάρ, ακούει γαλλικά αντιστασιακά τραγούδια ερμηνευμένα από τον Ιβ Μοντάν και περνάει μάλλον αδιάφορα τα καλοκαίρια της στην οικογενειακή εξοχική βίλα, στην παραθαλάσσια περιοχή του Μπλάνες.

Ο Μανόλο Ρέγες, όπως είναι το πραγματικό του όνομα –γιος μιας παραδουλεύτρας ο οποίος τρέφει την κρυφή ελπίδα ότι στην πραγματικότητα έχει αριστοκρατική καταγωγή, ότι δηλαδή η μητέρα του γκαστρώθηκε από το αφεντικό της, κάποιον μαρκήσιο Σαλβαρόσα –περιφέρεται μέσα στην οχλαγωγία της Ράμπλα, την πλατεία Ρεάλ ή το πάρκο Γκουέλ και επιδίδεται σε δύο βασικές ασχολίες: κλέβει, με αξιοσημείωτο επαγγελματισμό, μηχανάκια και ψαρεύει, με άσβεστη όρεξη, μικρούλες. Είναι ωραίος, κυνικός, κτητικός, αλλά πρωτίστως φιλόδοξος. Δεν αποδέχεται την κοινωνική του θέση, είναι οργισμένος με την ανέχεια που τον περιβάλλει, τη θεωρεί περισσότερο μια παρανόηση της μοίρας. Το αίσθημα της αδικίας, ωστόσο, που τον πνίγει είναι αυστηρώς προσωπικό, δεν έχει την παραμικρή συλλογική διάσταση: δεν θέλει ν’ αλλάξει ο κόσμος καταπώς λέμε, θέλει ν’ αλλάξει απλώς ο κόσμος του. Γι’ αυτό άλλωστε τον κατηγορεί η ιδεαλίστρια Τερέζα σε κάποια προχωρημένη φάση της γνωριμίας τους, του λέει ορθά-κοφτά ότι δεν έχει «ταξική συνείδηση».
Λυρικός αισθησιασμός


Ο Μανόλο, βεβαίως, ποσώς ενδιαφέρεται για όλα αυτά «τα πολιτικά», ο νους του είναι αλλού, ανάμεσα στους μηρούς της. Το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Χουάν Μαρσέ (Ultimas tardes con Teresa, 1966), ενός συγγραφέα που συγκαταλέγεται στις κορυφαίες πένες της Ιβηρικής Χερσονήσου και χαρακτηρίζεται από έναν μεσογειακό, λυρικό αισθησιασμό και μια σκωπτική ειρωνεία, είναι ένα βιβλίο που αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ στην πατρίδα του.
«Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα» (Πατάκης, 2014) ανήκουν στην πρώιμη περίοδο του 81χρονου καταλανού συγγραφέα που τιμήθηκε το 2008 με το Βραβείο Θερβάντες, τη σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση του ισπανόφωνου κόσμου. Σε αυτή την αφήγηση συνυφαίνεται έξοχα μια ερωτική ιστορία και, αν όχι η πάλη, σίγουρα το, ας το πούμε έτσι, τρίψιμο των τάξεων.
Ο Χουάν Μαρσέ, του οποίου το ύφος θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε θωπευτικό των πραγμάτων και των αισθήσεων, με έναν παιγνιώδη σκεπτικισμό απέναντι σε έννοιες όπως η συντροφικότητα, οργανώνει το μυθιστόρημά του γύρω από δύο ανθρώπους που τους χωρίζει πολιτισμική άβυσσος αλλά τους ενώνει, τον καθένα στον δικό του κόσμο, ένα αίσθημα υπαρξιακής μοναξιάς και συναισθηματικής ορφάνιας. Στην πλέον απογυμνωμένη εκδοχή, θα λέγαμε ότι τους ενώνει περισσότερο μια διαολεμένη θλίψη, μια κάποια κυκλοθυμία, μια ακαθόριστη παραφορά, η επιθυμία και το πάθος για τον Αλλο περισσότερο ως σύμβολο ενός διαφορετικού, όπως προείπαμε, κόσμου.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τα όσα λέγονται ευθαρσώς ή αποσιωπούνται εντέχνως, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας ενός πάθους ατελούς και αυτό είναι που τον ωθεί, εν προκειμένω, να διερευνήσει ως το τέλος με κάποια περιέργεια αν πράγματι τα ταξικά, ή πολιτισμικά αν προτιμάτε, φράγματα αποδεικνύονται εκ των πραγμάτων ισχυρότερα από τον έρωτα. Πάντως ο μυθολογικός Ερως σε αυτό το μυθιστόρημα, για να επιχειρήσουμε έτσι μια εικονοπλαστική προσαρμογή, δεν κρατά τόξο ούτε πετά βέλη, οδηγεί κλεμμένο μηχανάκι και μοιράζει παράνομα αριστερίστικα φυλλάδια –μην ξεχνάμε ότι ο δικτάτορας Φράνκο ζει και βασιλεύει την εποχή εκείνη.
Ο Μανόλο και η Τερέζα έρχονται σε επαφή μέσω της άτυχης Μαρούχα –ένα ατύχημα σε μια βραχώδη προβλήτα θα την αφήσει φυτό -, μιας καλοκάγαθης υπηρέτριας που εργάζεται στην εξοχική βίλα της Τερέζα και την οποία ο Μανόλο –αφού γνώρισε σε ένα χλιδάτο πάρτι όπου τρύπωσε κουστουμαρισμένος αλλά απρόσκλητος –θεώρησε αρχικά το πλουσιοκόριτσο που θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί (και σεξουαλικά, αλίμονο) προκειμένου να σκαρφαλώσει στα υψηλότερα πατώματα της κοινωνίας.
Ο ήρωας του Χουάν Μαρσέ όμως είναι και αισθηματίας με τον δικό του τρόπο, γίνεται δε περισσότερο αισθηματίας όταν τα μπλέκει με την Τερέζα –ένα αρχετυπικό για τον Μανόλο έτερον ήμισυ –και αρχίζουν τις βόλτες τους. Εκείνος δεν συμπεριφέρεται ωστόσο ως αριβίστας (ούτε παρασιτεί ως τέτοιος), κινητοποιείται περισσότερο από μια διεκδικητική περηφάνια, το μασκαρεμένο ένστικτο της αυτοσυντήρησής του. Είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για την Τερέζα.
Εκείνη, από την άλλη, με το δέρμα στο χρώμα του καπνού, με τα τριανταφυλλένια χείλη της, είναι ένα «μείγμα αριστοκρατικής δυσθυμίας και παιδικού πείσματος» που στέλνει σύντομα στον αγύριστο τον πρώτο και κακό της εραστή –τον κενόδοξο φοιτητοπατέρα Λουίς Τρίας ντε Γκιράλτ –όταν διαπιστώνει ότι από επαναστατικής αλλά και ηθικής απόψεως δεν είναι τίποτε το φοβερό. Εθελοτυφλεί όμως ως προς τον Μανόλο, επιμένει να βλέπει στο πρόσωπό του έναν συνειδητοποιημένο προλετάριο (ούτε λόγος!) και φθάνει μάλιστα κάποια στιγμή στο σημείο να διακηρύξει ότι «ο έρωτας αντικατέστησε την αλληλεγγύη» –κάτι που, βοηθούντος του Χουάν Μαρσέ, εκλαμβάνουμε ως μια πομπώδη αφέλεια.
Ετοιμάζονται άλλα δύο βιβλία


Δεν είναι το πρώτο βιβλίο του πολυβραβευμένου συγγραφέα που κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα, έχουν προηγηθεί (τα μεταγενέστερα στην εργογραφία του) «Η μαγεία της Σανγκάης» (Σέλας, 1995) και «Η ουρά της σαύρας» (Bell, 2003). Οι εκδόσεις Πατάκη ωστόσο ετοιμάζουν άλλα δύο βιβλία του (Ronda del Guinardo, 1984 και Caligrafia de los suenos, 2011) και πράττουν άριστα. Αξίζει και αυτός να διαβαστεί περισσότερο, όπως άλλοι καταλανοί συγγραφείς στην Ελλάδα, ο Χουάν Γκοϊτισόλο, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ