Ηρωες των Ελλήνων. Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και
η αναγνώριση των εθνικών αγώνων, 19ος-20ός αιώνας
Επιστημονική επιμέλεια Βασίλης Κ. Γούναρης.
Εκδόσεις Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων.
Αθήνα 2014, σελ. 338, τιμή 15 ευρώ

Τα ονόματά τους βρίσκονται στα βιβλία της Ιστορίας. Η λαϊκή μούσα και η έντεχνη δημιουργία έχουν τραγουδήσει τα κατορθώματα και την παλικαριά τους. Είναι οι ήρωες της νεότερης Ελλάδας: οι αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, οι Μακεδονομάχοι, οι αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης. Την ιδιότητα του εθνικού ήρωα προσδιορίζουν όμως, εκτός από τον πατριωτισμό και την παλικαριά, και νομοθετικές διαδικασίες με τις οποίες υλοποιείται η αναγνώριση των ηρώων από την πλευρά της Πολιτείας και η θεσμοθέτηση ενός συστήματος ανταμοιβών με συντάξεις, επιδόματα, γη και παράσημα. Αυτές ερεύνησαν οι ιστορικοί Σωτηρούλα Βασιλείου, Θεοδόσης Τσιρώνης, Βάιος Καλογρηάς, Στράτος Δορδανάς, Γιώργος Αντωνίου και Ελένη Πασχαλούδη.

Στα μετεπαναστατικά χρόνια, οι αγλαοί αγωνιστές του 1821 συνιστούν μία από τις κυρίαρχες τάξεις στην ελληνική κοινωνία και η αναγνώριση της προσφοράς τους μετατρέπεται σε πολιτικό προϊόν. Φατρίες αγωνιστών ασκούν πιέσεις στους Βαυαρούς προς όφελός τους, ενώ η βασιλεία του Οθωνα τους χρησιμοποιεί, φέρνοντάς τους κοντά της σε ρόλους συμβούλων επί τα στρατιωτικά και τα πολιτικά ζητήματα, για να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού.
Αν οι καπετάνιοι της Επανάστασης αποτελούν την ελληνική εκδοχή του ρομαντικού προτύπου του εθνικού ήρωα που πολεμά για ελευθερία ή θάνατο και ο ηρωισμός τους είναι αδιαμφισβήτητος, στην περίπτωση των Μακεδονομάχων ο νομοθέτης ζητεί πειστήρια και μαρτυρικές καταθέσεις. Σύλλογοι και επιτροπές συντάσσουν πίνακες αγωνιστών που συμπληρώνονται ως και τη δεκαετία του 1960 παρέχοντας την ευκαιρία τον Σεπτέμβριο του 1961 στην κυβέρνηση Καραμανλή να αξιοποιήσει το γεγονός σε μια κίνηση κομματικού καιροσκοπισμού: προβαίνει σε ρύθμιση που αυξάνει στην πολιτική πελατεία της ΕΡΕ στους κόλπους των απογόνων των Μακεδονομάχων εν όψει των επικείμενων εκλογών. Την προσφορά όσων είχαν συμμετάσχει ενεργά στους αγώνες του έθνους οικειοποιήθηκε και η δικτατορία, επεκτείνοντας τα χρηματικά βοηθήματα και σε οπλαρχηγούς που δεν δικαιούνταν ως τότε συντάξεις δημιουργώντας τάξεις ευνοουμένων και σχέσεις εξάρτησης. Ευαίσθητο ζήτημα αποτέλεσε η αναγνώριση από το πολιτικό σύστημα τόσο της εαμικής Αντίστασης όσο και των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων στα μεταπολεμικά χρόνια. Το κοινοβουλευτικό κράτος, με τις μνήμες του πολέμου ακόμη νωπές, αποφεύγει να εξισώσει τη μη κομμουνιστική Αντίσταση με τον δωσιλογισμό. Η δικτατορία ακολουθεί αντίθετη πορεία, ελπίζοντας να επουλώσει το ρήγμα μεταξύ αντιστασιακών και δωσιλόγων στον εθνικόφρονα χώρο και να εξασφαλίσει ευρύτερη λαϊκή αποδοχή –ματαίως. Αργότερα, το μεταπολιτευτικό ΠαΣοΚ, τοποθετώντας κατ’ αρχάς βολικά στο περιθώριο της εθνικής μνήμης τον Εμφύλιο, αναγνωρίζει με νόμο του 1982 την εαμική Αντίσταση και παρέχει το δικαίωμα σύνταξης σε μεγάλο αριθμό μελών της λαϊκής βάσης της Αριστεράς ασκώντας πολιτική πίεση, ειδικά στους ψηφοφόρους του ΚΚΕ, που εξαργυρώνεται στη συνέχεια στις κάλπες. Ηθικό και συμβολικό, το κύρος του εθνικού ήρωα ήταν και είναι, στη γραφειοκρατική του θεσμοθέτηση, πολιτικά ανταλλάξιμο, υποστηρίζουν οι συγγραφείς του τόμου, με τους όρους αυτής της ανταλλαγής να αποτελούν μέτρο αξιολόγησης της δημοκρατίας μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ