Χρίστος Κυθρεώτης
Μια χαρά
Εκδόσεις Πατάκη,
σελ. 219, τιμή 11,5 ευρώ

Εξι αναπάντεχα μέσα στην καθημερινότητά τους πρόσωπα: έξι άνθρωποι που θα κοιτάξουν ξαφνικά με λοξό τρόπο την πραγματικότητα τριγύρω τους, διακρίνοντας ρωγμές άπιαστες από το κοινό μάτι, χωρίς κατά τα άλλα να μετατοπιστούν ούτε σπιθαμή από τον χώρο εντός του οποίου έχουν συνηθίσει να κινούνται. Θα παραμείνει παρ’ όλα αυτά όντως ακίνητη η ζωή των έξι ηρώων (κάθε ήρωας κι ένα διήγημα) του Χρίστου Κυθρεώτη που γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία και το Μια χαρά αποτελεί το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο; Κανένας από τους έξι δεν θα δει την τροχιά του να αλλάζει, τίποτε από εκείνα με τα οποία και οι έξι έχουν προσαρμοστεί στον κόσμο δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί. Και οι έξι όμως θα υπομείνουν γεγονότα που θα θέσουν εν αμφιβόλω την εσωτερική τους τάξη: μια τάξη η οποία δεν θα καταφέρει να επανέλθει ποτέ στην αρχική της ισορροπία.

Η συλλογή ξεκινάει με έναν τρελαμένο ΑΕΚτζή που θα ανακαλύψει πως ο κολλητός του είναι Αλβανός (απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο), δίχως κάτι τέτοιο να τον εμποδίσει να πεθάνει για τη σημαία της ομάδας χτυπημένος από τα δικά της παιδιά. Το δεύτερο πρόσωπο που θα ανέβει επί σκηνής είναι ένας φοιτητής της Νομικής, ένας σωστός Κουασιμόδος, ο οποίος θα ποδοπατήσει απεγνωσμένα τα γυαλιά της εκπάγλου ομορφιάς συμφοιτήτριάς του για να μη διαπιστώσει την κατάστασή του. Θα ακολουθήσει το ημερολόγιο μιας νευρωτικής έφηβης που θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να απωθήσει τον χωρισμό των γονιών της. Και πώς θα αντιμετωπίσει εν συνεχεία ένας Ελληνοκύπριος την υπέρβαρη σορό της γιαγιάς του η οποία θα μείνει απροστάτευτη κάτω από τη βροχή, καρφώνοντας με ανεξίτηλο τρόπο τη μορφή της νεκρής στη μνήμη του; Οι δύο τελευταίοι ήρωες της συλλογής είναι ένα στέλεχος εταιρείας που θα απαρνηθεί τόσο την καριέρα του όσο και τη μελλοντική του σύζυγο για να επανακάμψει κάποια στιγμή ηττημένος στον ζυγό της υπαλληλίας και μια νέα ακόμη γυναίκα η οποία θα ερωτευτεί σε πρόωρη κλιμακτήριο με πανάκριβο αντίτιμο τη διά βίου μοναξιά.
Τι κι αν οι έξι θα υποχρεωθούν να συνεχίσουν την πορεία τους σαν να μην έχει συμβεί το παραμικρό; Το ότι έχουν κλειστεί έστω και ανεπαισθήτως εντός των τειχών φτάνει και περισσεύει. Καθηλωμένες σε έναν μουντό και αδιευκρίνιστο περίγυρο όπου κανένας δεν είναι πρόθυμος να ακούσει κανέναν, οι φωνές τους θα σπάσουν και θα ραγίσουν πρόωρα ανίκανες να αρθρώσουν το οποιοδήποτε ζωτικό νόημα. Αυτή ακριβώς η αδυναμία ωστόσο θα πάρει φωτιά όταν οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του Κυθρεώτη θα μιλήσουν για την κατακερματισμένη τους ύπαρξη χωρίς να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν την υπόγεια δύναμη της γλώσσας τους. Η αφασία του τρελαμένου ΑΕΚτζή, το κρυφό παραλήρημα του φοιτητή μπροστά στο αντικείμενο του πόθου του, οι παλιλλογίες και τα πλεοναστικά ολισθήματα στο ημερολόγιο της έφηβης (ίσως το καλύτερο κομμάτι της συλλογής), ο θερμός, σχεδόν σωματικός λόγος του Ελληνοκύπριου για την πεθαμένη γιαγιά του, η καταθλιπτική αποστασιοποίηση της εξιστόρησης του εταιρικού στελέχους από τα προσωπικά του δεδομένα και η σπασμωδική (ειρωνική και ταυτοχρόνως μελοδραματική) αφήγηση της αφύσικα γερασμένης γυναίκας (το δεύτερο καλύτερο κομμάτι της συλλογής) θα σχηματίσουν ένα γλωσσικό σταυροδρόμι που θα αυτοϋπονομευθεί και θα τινάξει εν τέλει στον αέρα όλες τις ψυχολογικές του οχυρώσεις, καθιστώντας μάταιη την προσπάθεια των έξι μονολόγων να υπερκεράσουν (ή έστω να περιορίσουν) προς τα έξω το εσωτερικό τους χάος.
Ο Κυθρεώτης είναι ένας έτοιμος συγγραφέας: όχι μόνο γιατί έχει επεξεργαστεί άρτια τις αφηγηματικές του φωνές, δίνοντας εκτός των άλλων και μιαν υποβλητική χροιά στη λειτουργία τους, αλλά και επειδή έχει χτίσει πόντο-πόντο τις συνθέσεις του, χωρίς να επιτρέψει την παραμικρή κακοτεχνία στον σκελετό της οικονομίας τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ