Το βιβλίο του Αβραάμ Γεοσούα «Ρετροσπεκτίβα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

«Η εβραϊκή εμπειρία μάς έχει επιτρέψει να βρεθούμε σε πολλά μέρη». Καθώς ετοιμάζεται να έρθει στην Αθήνα για να μιλήσει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών για το έργο του και το τελευταίο βιβλίο του «Ρετροσπεκτίβα» (εκδόσεις Πόλις), ο Αβραάμ Β. Γεοσούα μιλάει για τους ισραηλινούς συμπατριώτες του οι οποίοι βρίσκουν διέξοδο στον κόσμο και στις χώρες καταγωγής τους μέσα από το «ανοιχτό σύνορο που είναι η θάλασσα». Η χώρα μας, λοιπόν, του είναι γνώριμη καθώς οι πρόγονοι της εγκατεστημένης από τον 19ο αιώνα σεφαραδίτικης οικογένειας του πατέρα του στο Ισραήλ κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη.

Παρά τα 78 του χρόνια, ανυπομονεί για το νέο του ταξίδι, «μακριά από την αγωνία των ειδήσεων και της μέρας που θα ξημερώσει» σε μια χώρα σε πόλεμο με τους γείτονές της αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό. Οπως περίπου έκανε και ο ήρωάς του βιβλίου του, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Γιαΐρ Μόζες, όταν ταξίδεψε στην Ισπανία για να παρευρεθεί σε ένα αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του, για να βρεθεί τελικά αντιμέτωπος με το παρελθόν και τις επιλογές του.
Γιατί βρέθηκε το έργο «Caritas romana» («Ρωμαϊκή ευσπλαχνία») στο επίκεντρο του βιβλίου σας;
«Είδα τον πίνακα στον τοίχο του ξενοδοχείου στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, όπου βρέθηκα για να παραλάβω ένα μικρό λογοτεχνικό βραβείο. Αμέσως μου τράβηξε την προσοχή: «Ποιος είναι αυτός ο ηλικιωμένος φυλακισμένος με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ποια είναι αυτή η νεαρή γυναίκα που του προσφέρει το στήθος της για να θηλάσει;». Μετά ανακάλυψα στο Internet ότι αυτή η αμφίσημη εικόνα είναι μια ιστορία ευσπλαχνίας η οποία χρονολογείται στο 30 μ.Χ. στη Ρώμη, την έχει καταγράψει ο Βαλέριος Μάξιμος και έχει αντιγραφεί από πολλούς ζωγράφους και γλύπτες. Στο βιβλίο μου το συμπεριέλαβα ως τη σκηνή μιας ταινίας που στάθηκε η αφορμή για τη ρήξη ανάμεσα στον σκηνοθέτη και στον σεναριογράφο. Η αντιπαράθεσή τους έχει και ένα δεύτερο επίπεδο, γιατί ο ένας προέρχεται από τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και ο άλλος από το περιθώριο της κοινωνίας. Το βιβλίο οδεύει προς την επίλυση αυτής της παρεξήγησης και θα μπορούσε να ιδωθεί ως η πορεία για τη συμφιλίωση και την αναζήτηση της νέας ταυτότητας του Ισραήλ».
Οπότε δεν είναι τυχαίο που ο ένας είναι Εβραίος Ασκενάζι και ο άλλος Σεφαραδίτης…
«Οχι. Ο Σεφαραδίτης είναι πιο ευαισθητοποιημένος απέναντι στους κινδύνους που ενέχει η ενδυνάμωση του θρησκευτικού κράτους έναντι του κοσμικού. Ο Ασκενάζι ως μέλος της ελίτ και οπαδός της κοσμικότητας δεν αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η θρησκεία αποκτά συνεχώς έδαφος και δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει αυτή την απειλή. Γιατί οι Ασκενάζι και οι Σεφαραδίτες πρέπει να συμμαχήσουν για να πολεμήσουν τον θρησκευτικό φανατισμό –οι εξτρεμιστές που κατοικούν στη Δυτική Οχθη είναι θρησκευόμενοι –για την ενδυνάμωση αυτού που εγώ αποκαλώ «μεσογειακή ταυτότητα». Είναι σημαντικό γιατί έτσι θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την αμερικανοποίηση του Ισραήλ. Η τύχη μας δεν μπορεί να ρυθμίζεται από τη Νέα Υόρκη. Πρέπει να αναζητήσουμε μια νέα συμμαχία μεσογειακού τύπου η οποία να είναι ανοιχτή στους Αραβες αλλά και στην Τουρκία, στην Ελλάδα και στη Νότια Ιταλία και στη Βόρεια Αφρική».
Το βιβλίο πάντως ανατέμνει πρωτίστως τη σχέση του δημιουργού με το έργο τέχνης του, εν προκειμένω ενός κινηματογραφιστή με τις πρώιμες ταινίες του.
«Ναι, και ο λόγος που θέλησα να διερευνήσω αυτή τη σχέση μέσα από τον κινηματογράφο είναι επειδή στην Εβδομη Τέχνη υπάρχει ο διαχωρισμός ανάμεσα στον σεναριογράφο και στον σκηνοθέτη. Σε συμβολικό επίπεδο πρόκειται για τις δύο κυρίαρχες δυνάμεις οι οποίες ενυπάρχουν σε κάθε δημιουργό.
Από τη μια το συναίσθημα, η αίσθηση της ιστορίας που γεννιέται, και από την άλλη η αποτελεσματικότητα που τα βάζει όλα αυτά σε τάξη για να τα μεταφέρει στο κοινό.
Από τη μια θέλεις να ακολουθήσεις τη φαντασία σου και από την άλλη ξέρεις ότι πρέπει να την τοποθετήσεις σε ένα πλαίσιο. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι διαρκώς σε ανελέητη σύγκρουση. Γενικά μου αρέσει να λέω ότι ο συγγραφέας είναι και ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, διευθυντής φωτογραφίας.
Ολες αυτές τις δημιουργικές δυνάμεις τις ανέσυρα από μέσα μου και τις μοίρασα στους χαρακτήρες μου για να δω πώς θα αλληλεπιδράσουν».
Το ίδιο ισχύει και για τη μούσα του σκηνοθέτη, την ηθοποιό που είναι ένα «πρόσωπο», «μια γυναίκα όχι με σάρκα και οστά αλλά μια μορφή γυναίκας»;
«Ξέρετε, όταν ρωτούσαν τον Φλομπέρ ποια είναι η μαντάμ Μποβαρί, εκείνος έλεγε: «Εγώ». Ενα άτομο από το δημιουργικό σου σύμπαν είναι προέκταση του εαυτού σου, δεν είναι ένα διαφορετικό άτομο.
Ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν είχε σχέσεις με πολλές γυναίκες ηθοποιούς γιατί τις θεωρούσε ένα κομμάτι του εαυτού του. Υπό αυτή την έννοια ήθελα να διερευνήσω τι σημαίνει να δημιουργείς ένα πρόσωπο στη λογοτεχνία. Μόλις ολοκλήρωσα το νέο βιβλίο μου και η ηρωίδα είναι 40 χρόνων περίπου. Εδώ και δυόμισι χρόνια τη «διαβάζω» και μπορώ να δω βέβαια ότι είναι διαφορετική από εμένα, από την άλλη όμως της δίνω ζωή από τη δική μου ζωή και εμπειρία και ταυτότητα. Είναι μια μορφή και όχι ένα άτομο».
Εσείς επιστρέψατε στα πρώτα σας βιβλία; Τα βρήκατε κι εσείς περισσότερο συμβολικά, με σουρεαλιστική διάθεση, όπως ο σκηνοθέτης τις ταινίες του;
«Ναι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχα εκδώσει δύο βιβλία διηγημάτων αναλόγου ύφους. Ηταν η τάση τότε στην παγκόσμια λογοτεχνία αλλά και στον κινηματογράφο για το συμβολικό, το σουρεαλιστικό είδος γραφής. Θυμηθείτε τον Μπουνιουέλ, τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο με τους κρυπτικούς διαλόγους, τον Καμύ ή τον Κάφκα, ο οποίος είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται ως μείζονος σημασίας για την παγκόσμια λογοτεχνία.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε προκαλέσει ένα βαθύ τραύμα και ο κόσμος είχε χάσει την πίστη του στην επικοινωνία. Το γράψιμό μου στην αρχή ήταν αναλόγου ύφους γιατί ήθελα να κατανοήσω τον κόσμο εκτός Ισραήλ. Οπως λέει και ο ήρωάς μου, «ήταν ένα είδος αντίστασης στον φανατισμό που είχε αναδυθεί από τη θρησκεία».
Μολονότι η γραφή μου είναι πλέον ρεαλιστική, υπάρχουν ψήγματα αυτής της παλιάς τάσης, ιδιαίτερα έκδηλα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου το φινάλε έχει έναν εξωπραγματικό, σουρεαλιστικό χαρακτήρα».
Οπως ακριβώς εξακολουθείτε να θέτετε ερωτήματα που αφορούν την ηθική που διέπει τις πράξεις των ηρώων σας.
«Κοιτάξτε, είμαι παντρεμένος με ψυχαναλύτρια. Ποτέ δεν στέκομαι μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων. Πάντα θα σκεφθώ ποια μπορεί να είναι τα κρυμμένα επίπεδα πίσω από τη συμπεριφορά ενός ατόμου. Αυτά τα «επίπεδα» με ακολουθούν και στο γράψιμο. Δεν θέλω να γράφω βιβλία που τα έχουν αλώσει η πλοκή, η δράση και η επιφανειακότητα. Δεν μπορώ να πω ότι το καταφέρνω πάντα, αλλά με ενδιαφέρουν τα σύμβολα που μπορεί να είναι παρόντα ακόμη και σε πολύ μικρές λεπτομέρειες. Πιστεύω ότι μπορείς να καταλάβεις ορισμένα πράγματα για έναν άνθρωπο κοιτώντας το ρούχο που φοράει: μια ιδέα από τον χαρακτήρα του, τη φιλοδοξία του, τις αθέατες ματαιώσεις του».

Ο Αβραάμ Β. Γεοσούα θα συζητήσει με τη δημοσιογράφο Μαριλένα Αστραπέλλου στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Λέξεις & Σκέψεις» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 25 Απριλίου, στις 19.00.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ