Ασημάκης Πανσέληνος
Τότε που ζούσαμε
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014,
σελ. 528, τιμή 16,60 ευρώ

Τα καλά βιβλία δεν παλιώνουν. Και το χρονικό του Ασημάκη Πανσέληνου Τότε που ζούσαμε είναι από τα ωραιότερα που γράφτηκαν στη γλώσσα μας, ένα τεκμήριο εποχής ασφαλώς αλλά και μια κατάθεση ζωής που υπερβαίνει τα όρια της χρονογραφίας. Και μολονότι η γλώσσα του είναι εδώ κι εκεί κάπως παλιομοδίτικη, δεν ενοχλεί και δεν σου δίνει την αίσθηση του παρωχημένου.

Γραμμένο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση όταν δημοσιεύθηκε. Η επανέκδοσή του σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, είναι μια ευκαιρία να το γνωρίσει και η νεότερη γενιά αναγνωστών. Ο χρόνος δεν έχει αφαιρέσει τίποτε από τη γοητεία του. Αδρό, ακριβές, γοητευτικό, ατμοσφαιρικό χωρίς αμφιβολία, αναδημιουργεί μια ολόκληρη εποχή και μια Ελλάδα που δεν πρέπει να ξεχάσουμε, αν θέλουμε να καταλάβουμε κι αυτή στην οποία ζούμε. Ηταν μια χώρα φτώχειας, διωγμών, δικτατοριών, πολέμων αλλά και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον.
Η αφήγηση του Πανσέληνου (1903-1984) ξεκινά από τον γενέθλιο τόπο του, τη Μυτιλήνη, στις αρχές του 20ού αιώνα (το πρώτο μέρος του βιβλίου) και καταλήγει στην Αθήνα με το τέλος περίπου της Κατοχής. Οι αναγνώστες θα θαυμάσουν τη ζωντάνια και την ακρίβεια με την οποία ο συγγραφέας περιγράφει τον κόσμο της επαρχίας και τους απίθανους τύπους εκείνης της εποχής τους οποίους περιγράφει με αυθεντικό χιούμορ, το οποίο αγγίζει συχνά τα όρια του σαρκασμού. Λ.χ.: «Ο Γιώργος ο Κορτέτσης βάζει πριν από την υπογραφή του έναν σταυρό. Θέλει να γίνει δεσπότης».
Οταν περνάμε στο δεύτερο μέρος, ο Πανσέληνος βρίσκεται στην Αθήνα όπου σπουδάζει Νομικά και θα περάσει το υπόλοιπο του βίου του. Θα γίνει δικηγόρος, θα παντρευτεί, θα αποκτήσει δύο παιδιά (εκ των οποίων το ένα, ο Αλέξης Πανσέληνος, θα γίνει επίσης συγγραφέας). Στην Αθήνα θα πολιτικοποιηθεί, θα περάσει στην Αριστερά και θα αναπτύξει συγγραφική δραστηριότητα. Ταυτοχρόνως θα γνωριστεί και θα αποκτήσει φιλικές σχέσεις με πλήθος γνωστούς συγγραφείς, διανοουμένους και δημοσιογράφους της εποχής που παρελαύνουν από το βιβλίο του: ο Βάρναλης, ο Σικελιανός, ο Βενέζης, ο Μυριβήλης, ο Νίκος Καρβούνης, ο Κορδάτος και πλήθος άλλοι. Τα πορτρέτα τους δίνονται με αδρές γραμμές μέσα από περιστατικά της καθημερινότητας, τα πρόσωπά τους οικεία, σαν να πρόκειται για τους ενοίκους της διπλανής πόρτας.
Εξοντωτική σάτιρα


Η σατιρική φλέβα του Πανσέληνου τον βοηθά να παρουσιάζει στις σωστές τους διαστάσεις ορισμένες από τις πλέον δραματικές περιόδους της ιστορίας μας. Ποιος, π.χ., δεν θα γελάσει σαρκαστικά με το τετράστιχο («επιτύμβιο» το αποκαλεί!) που σκάρωσε όταν πέθανε ο Μεταξάς: «Στα χέρια επάνω οι φίλοι μου οι πιστοί / με φέρανε στο σπίτι το στερνό μου, / δι’ εγκυκλίου με κλάψαν όλοι οι Ελληνες / που με είχαν αγαπήσει διά νόμου»; Και σαν μην έφτανε αυτό, το συνοδεύει με το εξής σχόλιο: «Δεν βρέθηκε τρόπος να το χαράξω στον τάφο του!».
Είναι εξίσου γνωστό με άλλο του τετράστιχο από το ποίημά του Τριμελές Πλημμελειοδικείον: «Ενας εργάτης κάθεται στον μπάγκο / από ένα σπάγγο κρέμεται ο Χριστός / κι απ’ το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγγο / το Καθεστώς!». Φαντάζεται κάποιος πώς θα πρέπει να ήταν εκείνη την εποχή τα δικαστήρια που ο Πανσέληνος ως δικηγόρος τα γνώριζε άριστα από πρώτο χέρι.
Στο Τότε που ζούσαμε υπάρχουν μερικές από τις ωραιότερες σελίδες για την Κατοχή. Για τη θηριωδία των κατακτητών, για τους ανθρώπους που έπεφταν νεκροί στον δρόμο από την πείνα, για τα παιδάκια που έψαχναν στους σκουπιδοτενεκέδες να βρουν κάτι να φάνε από τα αποφάγια των εστιατορίων όπου έτρωγαν οι Γερμανοί. «Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δεν γύριζαν να τον κοιτάξουν. Ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ’ αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας» γράφει. Αλλά υπάρχουν επίσης θαυμάσιες σελίδες και για τη μεγαλειώδη αντίσταση του λαού, για τις αλησμόνητες στιγμές που έζησε η Αθήνα όταν μεσούσης της Κατοχής κηδευόταν ο Κωστής Παλαμάς και χιλιάδες τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία μετατρέποντας την κηδεία του σε συλλαλητήριο.
Απολογία ζωής


Ο Πανσέληνος φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όπως άλλωστε και άλλοι συγγραφείς και διανοούμενοι. Ομως με τι ακρίβεια, ρεαλισμό και καθαρότητα περιγράφει τη ζωή πίσω από τα σίδερα! Εξαίρετες είναι και οι πολιτικές παρατηρήσεις του, τα σχόλια για την ανθρώπινη φύση, τη σχετικότητα των πραγμάτων αλλά και τη δύναμη που έχουν οι απλές ανθρώπινες αξίες, με πρώτη απ’ όλες την αγάπη για την ελευθερία. Δεν ξέρουμε τι θα έγραφε αν ζούσε για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, ίσως όμως μπορούμε να φανταστούμε. Μια πικρή σάτιρα ίσως. Γιατί η σάτιρα στον Πανσέληνο είναι επιθυμία ζωής και μέσον αυτογνωσίας. Ενας τρόπος επιπλέον να μην παίρνει τα πάντα τοις μετρητοίς αλλά και να μην ξεπέφτει στον κυνισμό και στη μισανθρωπία.
Θα μπορούσε κανείς να απομονώσει πλήθος φράσεων που επέχουν θέση αφορισμού. Η ικανότητα του αφορισμού είναι ίδιον του σατιρικού συγγραφέα πρώτης γραμμής –αν και το Τότε που ζούσαμε είναι βιβλίο γλυκό και πικρό ταυτοχρόνως, απολογία pro vita, εξομολόγηση και προσπάθεια να συμφιλιωθεί ο Πανσέληνος με το πέρασμα του χρόνου, τις αναμνήσεις και το νόημα της ζωής που εξακολουθεί να υπάρχει κι ας μην έχει κατακτηθεί. Ας σημειώσω κλείνοντας την εξαίσια τελευταία φράση του: «Από τον Θεό τιμωριούνται εκείνοι που πριν από τον Θεό τιμωρούν οι ίδιοι τον εαυτό τους». Γιατί εκείνος που παθιάζεται με την αγάπη και την ελευθερία, όπως παθιαζόταν ο Ασημάκης Πανσέληνος, δεν είναι τιμωρός. Ούτε του εαυτού του ούτε –πολύ περισσότερο –των άλλων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ