Ο Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014) ήταν μοναχική και ταυτόχρονα μοναδική περίπτωση στη λογοτεχνική σκηνή (λέω επίτηδες λογοτεχνική). Ανήκε στο είδος των δοκιμιογράφων, των essayists, δηλαδή των απείθαρχων συγγραφέων, που στοχάζονται, καταπιάνονται και γράφουν, συχνά με τρόπο βιωματικό και εξομολογητικό, για ποικίλα θέματα του σώματος, της ψυχής, της τέχνης, της Ιστορίας, χωρίς να βαραίνει στον λόγο τους το άγχος της εξειδίκευσης (δεν είμαι κατά της εξειδίκευσης). Αρχίζοντας από εκείνο το Περί μέθης (1987), μια εξιστόρηση και βίωση της μέθης, που τόσο αγαπήθηκε, αν και είχε προηγηθεί το Σωκράτης, Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί (1978), μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου, ο Κωστής Παπαγιώργης μάς οδήγησε στον κόσμο της ζήλιας και της ζηλοτυπίας (Ιμερος και κλινοπάλη), της καθημερινής μεταφοράς (Λάδια ξίδια), της μισανθρωπίας και των ανθρωπίνων σχέσεων (Η κόκκινη αλεπού / Οι ξυλοδαρμοί), των νεκρών (Ζώντες και τεθνεώτες), της ανθρώπινης ουσίας (Σιαμαία και ετεροθαλή), των αρνητικών παθών και των ολόψυχων αφοσιώσεων (Μυστικά της συμπάθειας), της αγοραφοβίας (Σύνδρομο αγοραφοβίας), της μνήμης (Περί μνήμης), του ιστορικού και μεταφυσικού γρίφου του μηδενός, μέσα από το έργο του Νίτσε, του Μαλαρμέ και του Χάιντεγκερ (Τρία μουστάκιαΨιχία μηδενισμού). Συνέθεσε ακόμη δύο πολύ προσωπικά πορτρέτα, του Παπαδιαμάντη (Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ) και του Ντοστογέφσκι, σκιτσάρισε το πρόσωπο του φίλου του συγγραφέα Χρήστου Βακαλόπουλου που χάθηκε πρόωρα (Γεια σου, Ασημάκη) και περιέγραψε τον ομηρικό πολεμιστή και τις αξίες του, που γεννιούνται πάντα μέσα στον κίνδυνο και στον πόλεμο (Η ομηρική μάχη). Το 2002 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κανέλλος Δεληγιάννης, το πιο επιτυχημένο μιας τριλογίας για τους μηχανισμούς και τις ψυχολογικές καταστάσεις στο 1821. Ακολούθησαν Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος και Εμμανουήλ Ξάνθος.
Σε αυτά τα τόσο προσωπικά και εξομολογητικά βιβλία, ακόμη και η αυθαιρεσία της ερμηνείας, ιδιαίτερα στα δοκίμια που στηρίζονται σε πραγματολογικό υλικό, αποβαίνει υπέρ τους, καθώς ο Παπαγιώργης μάς παρέσυρε σε μονοπάτια ανορθόδοξα, μας υποδείκνυε αθέατες λάμπες για να φωτίσουμε τις σκοτεινές γωνίες ή τις υποθέσεις εργασίας.
Για παράδειγμα, στον Κανέλλο Δεληγιάννη ο συγγραφέας, κρατώντας μια στάση άρνησης και συμπάθειας απέναντι στον κοτζαμπάση της Γορτυνίας, στηρίχθηκε στα απομνημονεύματα του προκρίτου για να δείξει πώς μια τουρκόφρων τάξη προκρίτων της Πελοποννήσου γίνεται επαναστατική, μέσα από ποιες φατριαστικές και εμφύλιες διαμάχες και πώς στο τέλος απογοητεύεται βλέποντας τους «ξένους», τους «φερέοικους», τους δευτεροκλασάτους, τους ξεβράκωτους κλέφτες, να αποκτούν την εξουσία στο μικρό ελληνικό κράτος.
Το δράμα του Κανέλλου Δεληγιάννη και όλων των μοραϊτών προκρίτων είναι σπαραξικάρδιο. Αφού προάγεται κοινωνικά, φορώντας τουρκικές γούνες, αφού στέλνει βεκίληδες στην Πόλη και φέρεται σαν τούρκος αγάς, ούτε ενσωματώνεται στην τουρκική κοινωνία ούτε αλλάζει την πίστη του. Ποθεί και αυτός την επανάσταση αλλά υπό έναν όρο: ότι στη θέση του Τούρκου θα έρθει αυτός, γράφει ο Παπαγιώργης.
Ο Κωστής Παπαγιώργης ήταν ένας ακάματος εργάτης της γραφής. Δεκάδες οι μεταφράσεις του, κυρίως δύσκολων κειμένων, που τα μετέφερε στη γλώσσα μας με εκείνη τη δύσκολη απλότητα που χαρακτηρίζει όλα τα κείμενά του. Αθλος. Φυσικά έγραφε ακόμη και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Το κείμενο «Ο εαυτός», απόσπασμα μάλλον από το τελευταίο του βιβλίο, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νέο Πλανόδιον» μοιάζει αυτοβιογραφικό. Το σώμα πεθαίνει αλλά ήδη ως συσκευή έχει δώσει νοήματα. «Η φυσιολογία έχει υπερκεραστεί από την ψυχογνωσία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ