Δημήτρης Φύσσας
Ο Κηπουρός και ο Καιροσκόπος
Εκδόσεις Εστία, 2014,
σελ. 256, τιμή 12 ευρώ

Υπάρχει μια σκηνή στο νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα όπου οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, ο Αντώνης και ο Χάρης, συναντώνται μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ο Αντώνης είναι ο «Κηπουρός» και ο Χάρης ο «Καιροσκόπος». Γεωπόνος ο πρώτος, μετεωρολόγος ο δεύτερος, μέσα στην Κατοχή καταπιάνονται με ενθουσιασμό και αφοσίωση με επιστημονικές έρευνες. Ο Αντώνης γράφει ένα βιβλίο για τους λαχανόκηπους της Αττικής, ο Χάρης εργάζεται επάνω στη διατριβή του για το κλίμα της Αθήνας. Στη συγκεκριμένη σκηνή, μέρα χαράς για τους δύο φίλους, γιατί ο Αντώνης εξέδωσε το βιβλίο του, υπάρχουν «πολλοί περαστικοί, μπροστά και πίσω τους, οι περισσότεροι Ελληνες, οι λιγότεροι Γερμανοί. Σε δεύτερο πλάνο πολλοί αυτοσχέδιοι πωλητές πουλάνε τα βιβλία τους στα πεζούλια του κτιρίου των Βαλλιάνων. Εκεί βλέπουμε και τον νεαρό Πανταζή Φύσσα να ψωνίζει τη «Mυστηριώδη νήσο» στην παλιά έκδοση του Σιδέρη».

Στον πατέρα του Πανταζή Φύσσα και στις αναμνήσεις του από την Αθήνα της Κατοχής και της Απελευθέρωσης οφείλει ο συγγραφέας ένα μέρος της έμπνευσής του, η οποία πυροδοτήθηκε με θρυαλλίδα δύο τυχαία βιβλιακά συναπαντήματα: την ανακάλυψη σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο του συγγράμματος Το κλίμα της πόλεως που εκδόθηκε με τις φροντίδες των αδελφών του συγγραφέα, του 36χρονου Βασίλη Σακαλή, ο οποίος πέθανε, άρρωστος, στα Δεκεμβριανά, και το βιβλίο Οι λαχανόκηποι της Αττικής και η σημασία των, ιδίως κατά την πολεμικήν περίοδον του Νίκου Κανάση. Για τα πραγματικά πρόσωπα πίσω από τα βιβλία ο αθηναιογράφος Φύσσας δεν αναζητεί περισσότερα στοιχεία αλλά παραδίδει τη σκυτάλη στον πεζογράφο Φύσσα να τους αναπλάσει κατά βούληση, σε «ένα ασύνηθες αθηναιοκεντρικό κατοχικό μυθιστόρημα που να μην αρκείται στις συγγραφικά κορεσμένες πτυχές της εποχής (καταπίεση, πείνα, αντίσταση κτλ.), αλλά το υπόβαθρό του να είναι η επιστημονική εμμονή».
Εθνική προσφορά
Φυματικός ο τριαντάχρονος Χάρης, μεγάλος ο πενηντάχρονος Αντώνης, εξαιρούνται από τη στράτευση και μένουν στην Αθήνα κουβαλώντας μια ενοχική και ανεκπλήρωτη διάθεση για εθνική προσφορά που εν τέλει εκδηλώνεται μέσα από την επιστήμη τους. Ο Χάρης μελετώντας το μικροκλίμα της Αθήνας σκοπεύει να καταλήξει σε στοιχεία για μια μελλοντική ορθή επαναπολεοδόμηση της πόλης και ο Αντώνης γράφει για να καθοδηγήσει τους Αθηναίους της Κατοχής που πρέπει να δημιουργήσουν οι ίδιοι την τροφή τους καλλιεργώντας ό,τι μπορούν. Οι μοναχικοί δρόμοι τους διασταυρώνονται σε μια κοινωνική συνάθροιση και μεταξύ τους αναπτύσσεται ενστικτωδώς μια αλληλέγγυα φιλία.
Την ιστορία τους ανασυνθέτουμε σταχυολογώντας πληροφορίες από τις ετερόκλητες καταγραφές που συναρμολογούν το μυθιστόρημα του Φύσσα. Αριθμημένες και χωρισμένες σε πέντε κεφάλαια, που το καθένα περιγράφει τις ετήσιες δραστηριότητες των πρωταγωνιστών από το 1940 ως το 1944, περιλαμβάνουν αυτούσιο πλούσιο πραγματολογικό υλικό (τιμοληψίες από τους μετεωρολογικούς σταθμούς της Αθήνας, δραχμικά ημερομίσθια καλλιέργειας ενός στρέμματος ντομάτας, λίστες με τους κατοίκους του συνοικισμού Κυπριάδη κατά επαγγελματική απασχόληση, αγγελίες εφημερίδων, σατιρικά τραγουδάκια της εποχής, παροιμίες, υπουργικές αποφάσεις και πολεμικά ανακοινωθέντα) που διαπλέκεται σε διαδοχικά αποσπάσματα με τη μυθοπλαστική ύλη, η οποία παίρνει τη μορφή πότε θεατροποιημένων διαλόγων και άλλοτε πρόχειρων ημερολογιακών σημειώσεων, εσωτερικού παραληρήματος, αναστοχαστικής ρεαλιστικής αφήγησης.
Ο 57χρονος αθηναίος πεζογράφος κάνει γόνιμη χρήση του μεταμοντέρνου παραδείγματος καταλήγοντας σε ένα ενδιαφέρον και ελκυστικό αφηγηματικό αποτέλεσμα, χωρίς τα συμπτώματα της εργαστηριακής ακαμψίας. Ο μεταμοντερνισμός του Φύσσα δεν είναι δανεισμένος και μιμητικός, μοιάζει να έρχεται ως αναπόφευκτη εκφραστική επιλογή που του υποδεικνύει το υλικό του: ο κατακερματισμένος χρόνος ενός κόσμου σε πόλεμο όπου καταστρατηγούνται η προβλέψιμη γραμμικότητα της ειρήνης, η ενότητα, η συνοχή. Οι καταχωρίσεις είναι σύντομες, αποσπασματικές, ορισμένες κρυπτογραφικές, οι σιωπές αφθονούν.
Διάλογοι και αφηγήσεις


Στο λευκό τετράδιο του μυθιστορήματος οι χαρακτήρες αποθέτουν ο καθένας τον συγγραφικό οβολό του: ο Χάρης και η σύντροφός του Γιάννα, ο γιος του Αντώνη Γιώργος που γύρισε από το αλβανικό μέτωπο ανεπανόρθωτα σημαδεμένος, η σύζυγός του Ευγενία που δυσανασχετεί με την ανατροπή της μικροαστικής καθημερινότητάς της. Ζωηρή δημοτική χρησιμοποιεί η λαϊκή Γιάννα, σε απλή καθαρεύουσα κρατά τις επιστημονικές σημειώσεις του ο Χάρης, η προσπάθεια όμως να διαφοροποιηθεί γλωσσικά και υφολογικά ο λόγος των προσώπων δεν είναι πάντοτε επιτυχής σε τούτο το μυθιστόρημα που μοιάζει, για να είμαστε ακριβέστεροι, με κινηματογραφικό σενάριο, με σκηνικές οδηγίες, διαλόγους και «οφ» αφηγήσεις.
Την εντύπωση αυτή ενισχύει το κινηματογραφικό λεξιλόγιο στις πρωτοπρόσωπες αυτοαναφορικές σημειώσεις που καταθέτει ο ίδιος ο συγγραφέας στη λευκή σελίδα υπογραμμίζοντας –σε πολλά σημεία αναίτια και καθ’ υπερβολήν –ότι το κείμενο αποτελεί κατασκευή. Τη ματιά της κάμερας υιοθετεί και η αφήγηση επιτείνοντας την αίσθηση της αληθοφάνειας και της αντικειμενικότητας. Η ανέχεια, η πείνα, το κρύο, ο φόβος, οι αλληλοεξοντώσεις, η καθημερινή διαβίωση στην κατοχική Αθήνα δεν ανιστορούνται αλλά υποβάλλονται από ενδεικτικές λεπτομέρειες: μετρήσεις θερμοκρασίας, τιμές αγαθών, ανακοινωθέντα των κατακτητών.
Κριτική στον δογματισμό της Αριστεράς
Αριστερών καταβολών, ο Φύσσας άσκησε την κριτική του στον δογματισμό της Αριστεράς και στον θρησκευτικό φανατισμό σε δύο αφηγηματικά κείμενα πολιτικής στόχευσης και φανταστικής κοπής, το μυθιστόρημα Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος (Εστία, 2005) και το δοκιμιακό αφήγημα Στρατιώτης του Χριστού (Γνώσεις, 2008). Με το μυθιστόρημα Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου (Εστία, 2012) αρχίζει μια μετατόπιση από τον ευρύ χώρο του πολιτικού στον στενότερο χώρο της τέχνης και του στοχασμού σε μια εποχή που πληθώρα πεζογράφων, νέων και καταξιωμένων, εστιάζει μετ’ εμμονής στην επικαιρότητα της δημόσιας ζωής. Η αντίστροφη πορεία του Φύσσα έχει ενδιαφέρον. Την ερμηνεύει ο ίδιος με τα λόγια του Καιροσκόπου Χάρη: «Κοιτάω τη δουλειά μου και την επιστήμη μου όχι επειδή δεν νοιάζομαι για το τι γίνεται γύρω μου» απαντά σε όσους πολιτικολογούν, θεωρητικολογούν και εκφωνούν γενικότητες όταν η συζήτηση έρχεται στο διά ταύτα, στο «τι να κάνουμε», «αλλά επειδή έτσι μπορώ να προσφέρω και στον εαυτό μου και στους άλλους».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ