Τις προάλλες πήγε βόλτα με τον μεγαλύτερο εγγονό της στον Εθνικό Κήπο. Ο δίχρονος Εκτορας στάθηκε μπροστά στον ατάραχο εύζωνα και άρχισε να τον παρατηρεί ώσπου ο τελευταίος άρχισε να σηκώνει το δεξί του πόδι για τα προβλεπόμενα. «Εχει μπαταρίες!» αναφώνησε τότε ο μικρός προς τη γιαγιά του Νίκη Αναστασέα. Αυτή είναι η πιο πρόσφατη ιδιότητα που μπήκε στο βιογραφικό της –«τι ωραίο πράγμα!» είπε η ίδια στο «Βήμα» –δίπλα σε αυτήν της μητέρας και της συγγραφέως. Η ίδια διαμένει στη Ραφήνα και γράφει «με θέα τον Ευβοϊκό».
Την περασμένη Τρίτη, ημέρα της εθνικής επετείου, έλαβε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2013 για το τέταρτο κατά σειράν πεζογραφικό της έργο υπό τον τίτλο «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (Πόλις, 2012), στο οποίο παρακολουθεί μια οικογένεια νεοελλήνων μικροαστών σε πολύπλευρη κρίση.
Ολα ξεκινούν στην Καισαριανή από μια εξακρίβωση στοιχείων της αστυνομίας. Το ζευγάρι που επιβαίνει στο (κλεμμένο) δίκυκλο επιχειρεί να διαφύγει τον έλεγχο. Ακολουθεί πιστολίδι που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός αστυνομικού. Συλλαμβάνονται ακολούθως ο δράστης και η συνεπιβάτιδα (ως συνεργός). Τα πράγματα σταδιακώς περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.
Η 22χρονη Ηλέκτρα, ερωτευμένη καθώς είναι με τον Στέλιο, αρνείται πεισματικά να καταθέσει εναντίον του με προδιαγραφόμενο βεβαίως τον κίνδυνο δικής της καταδίκης, άρα πολυετούς εγκλεισμού της στη φυλακή. Ενώ η μητέρα της Πέρσα και ο πατέρας της Στέφανος προσπαθούν ματαίως να τη μεταπείσουν, ένας άλλος, λανθάνων κόσμος από κρατημένα πάθη και πικρές ματαιώσεις αποκαλύπτεται με έντονες και διαβρωτικές τάσεις.
Από την πλευρά του θύτη


«Με έχουν συγκλονίσει οι οικογένειες των παιδιών που, είτε ως θύτες είτε ως θύματα, εμπλέκονται κάποια στιγμή σε βίαιες πράξεις, όπως μια τρομοκρατική ενέργεια ή ένα έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, οι οικογένειες αυτές που έρχονται για λίγο στην επικαιρότητα και ύστερα εξαφανίζονται, οι γονείς που από τη μια στιγμή στην άλλη μαθαίνουν ότι το παιδί τους είναι δολοφόνος ή ότι το παιδί τους δολοφονήθηκε» ανέφερε η Νίκη Αναστασέα.
«Σε αυτό το βιβλίο, ωστόσο, βλέπω τα πράγματα από την πλευρά του θύτη περισσότερο και ειδικότερα μέσα από την έννοια της προδοσίας, αναλογίζομαι ευρύτερα τις μικρές και τις μεγάλες προδοσίες που κάνουμε στην καθημερινή μας ζωή, κάπως έτσι άρχισα να παρακολουθώ και τα μέλη αυτής της οικογένειας, ήθελα να δω τις αντανακλάσεις που έχει το περιστατικό πάνω στα μέλη της» υπογράμμισε η συγγραφέας.
Μια οικογένεια επίσης, αυτή των Μιχάλογλου, πρωταγωνιστούσε και στο πρώτο της μυθιστόρημα «Αυτή η αργή μέρα προχωρούσε» (Πόλις, 1998 και Κέδρος, 2007) που απέσπασε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού «Διαβάζω» όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά. Εκείνο το βιβλίο, που το δούλευε μια δεκαετία περίπου και το οποίο εξέδωσε μετά τα πενήντα της χρόνια –«η επιλογή απεδείχθη σωστή» τελικώς –ήταν μια πράξη αγάπης προς την Ξάνθη της δεκαετίας του 1950, την πόλη στην οποία μεγάλωσε, και επιπλέον μια διερεύνηση της μητρικής ψυχοσύνθεσης στο πρόσωπο της εκουσίως εγκλεισμένης στο σπίτι της Αμαλίας, η οποία «στο τέλος παραιτείται από την ίδια τη ζωή της προκειμένου να απελευθερώσει τα παιδιά της».
Ντοστογέφσκι και Φόκνερ


Ενδιαμέσως, ανάμεσα στο πρώτο και στο πλέον πρόσφατο, έγραψε δύο ακόμη μυθιστορήματα, το «Επικράνθη: διά χειρός Αλέξη Ραζή» (Κέδρος, 2006) όπου, με όχημα έναν μελαγχολικό ζωγράφο, αναμετρείται με τις διαψεύσεις της Μεταπολίτευσης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, και το αστυνομικό «Οι μικρές απολαύσεις του κυρίου Ευαγγελινού» (Κέδρος, 2009), το «χαϊδεμένο μου βιβλίο» όπως είπε η ίδια, με βασικό πρωταγωνιστή έναν μοναχικό τυπογράφο που απολαμβάνει τα ποικίλματα της στοιχειοθέτησης, ερωτεύεται την ηρωίδα ενός βιβλίου και γίνεται μάρτυρας μιας σειράς δολοφονιών, σε μια ήσυχη παραθαλάσσια πόλη, που όμως έχει προηγουμένως διαβάσει.
Τι παρέμεινε σταθερό όλα αυτά τα χρόνια; Η λατρεία της για τον Φιοντόρ Ντοστογέφσκι και η αγάπη της προς τον Γουίλιαμ Φόκνερ, «οι οποίοι είναι παρόντες σε όλα τα βιβλία μου» και με τους οποίους συνδιαλέγεται δημιουργικά (τόσο θεματολογικά όσο και μορφολογικά) και τους οποίους διαβάζει μετά μανίας.

«Οποτε διαπιστώνω ότι κάποια σελίδα που έγραψα μου αρέσει, ανατρέχω γρήγορα σ’ αυτούς και λέω στον εαυτό μου να προσγειωθεί»
είπε η Νίκη Αναστασέα, η οποία υπήρξε για πολλά χρόνια βιβλιοπώλισσα αλλά και διορθώτρια, επιμελήτρια βιβλίων που έγραψαν άλλοι.
Εγινε συγγραφέας επειδή ανέκαθεν ήταν παθιασμένη αναγνώστρια. Αρχισε να γράφει στα τριάντα της χρόνια, «όμως το πρώτο βιβλίο που έγραψα ήταν μια ανοησία και το πέταξα στα σκουπίδια», κατάλαβε ότι «χρειαζόμουν πρώτα πολλή δουλειά, πολύ διάβασμα».

Αναποτελεσματική η βία


Συζητώντας για ζητήματα ακόμη ανοιχτά, καταπώς φαίνεται, στην ελληνική κοινωνία, τόσο την κοινωνική όσο και την πολιτική βία, η συγγραφέας επεσήμανε ότι «η βία δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα». Επιπλέον «δεν είναι κακή μόνο γιατί αφαιρεί μια ή περισσότερες ζωές αλλά και γιατί συγκροτεί τους ανθρώπους που σκέφτονται έτσι σε κακή βάση. Πώς μπορείς να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο όταν η βάση της ιδεολογίας σου είναι η άρνηση;» διερωτήθηκε η Νίκη Αναστασέα, που έχει θητεύσει στην ελληνική Αριστερά.
Πώς βλέπει, αλήθεια, η ίδια σήμερα τον πολιτικό χώρο που την ενέπνευσε και ύστερα την απογοήτευσε; «Είμαι πολύ περήφανη που ήμουνα στην Αριστερά, τότε έπρεπε να είσαι σ’ αυτόν τον χώρο. Σήμερα είναι σε δύσκολη θέση. Νομίζω ότι δεν έχει βρει τους τρόπους να δει πώς κυλάνε αλλιώς τα πράγματα και υποψιάζομαι ότι χρησιμοποιεί παλαιά μοντέλα στην προσπάθειά της να εκφράσει τα σύγχρονα προβλήματα, αυτό δεν βοηθάει πολύ. Δεν καταφέρνει προς το παρόν η Αριστερά να δώσει πειστικές απαντήσεις για το αύριο. Θα πάνε, όμως, μπροστά τα πράγματα πιστεύω» τόνισε η ίδια.
Ισως αναγκαστεί να πέσει πλέον με τα μούτρα στην πραγματικότητα. «Το θέμα, ωστόσο, είναι να μη φάει τα μούτρα της η Ελλάδα. Ξέρετε, το έχει πάθει πολλές φορές η χώρα και δεν ξέρω αν έχουμε την πολυτέλεια να τρώμε συνεχώς τα μούτρα μας. Πρέπει επιτέλους να δούμε με σοβαρότητα ως λαός τα πράγματα. Με ενοχλεί που δημιουργούμε γνώμες και θέσεις πολύ εύκολα και οι οποίες δεν μας βασανίζουν καθόλου, δεν μας έχουν προκαλέσει ένα ξενύχτι! Είμαστε μια κοινωνία πεποιθήσεων σε συνεχή διχογνωμία. Η άποψη που ξεπέφτει στο επίπεδο του καφενείου είναι μια επικίνδυνη άποψη» υπογράμμισε.
Η κρίση την τρόμαξε αλλά εκτίμησε ότι είναι χρόνια. «Αφεθήκαμε όλοι, πηγαίναμε τυφλά μπροστά χωρίς να κοιτάμε δίπλα μας και φθάσαμε, όταν πλέον είχε συντελεστεί το κακό, που μείναμε όλοι έκπληκτοι. Ακόμη, δυστυχώς, σφυρίζουμε ο καθένας τον σκοπό του» κατέληξε η συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ