Το όνομά του συνδέθηκε με την αισθητικών απαιτήσεων αριστερή Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), όπου πρωτοεμφανίστηκε με κριτικό του κείμενο το 1955. Στα χρόνια της δικτατορίας, αυτοεξόριστος στο Παρίσι, γνωρίζεται με τον Αρη Αλεξάνδρου, για τον οποίο γράφει αργότερα τη μονογραφία Αρης Αλεξάνδρου. Ο εξόριστος που τιμήθηκε το 1997 με το Κρατικό βραβείο δοκιμίου – κριτικής. Μάχιμος κριτικός για πολλές δεκαετίες, με αδογμάτιστη σκέψη και ρωμαλέο λόγο, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος απέσπασε ομόφωνα το εφετινό Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του, ο τρίτος κριτικός που λαμβάνει το βραβείο μετά τη Νόρα Αναγνωστάκη (1996) και τον Αλέξανδρο Αργυρίου (1998).
«Βεβαίως χαίρομαι πολύ για το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων και θα χαιρόμουν ακόμη περισσότερο αν έπαιρνα το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα» είπε χαριτολογώντας στο «Βήμα» ο 89χρονος βετεράνος της νεοελληνικής κριτικής. Δεν είναι ευρέως γνωστό, αλλά στην Επιθεώρηση Τέχνης είχε δημοσιεύσει και διηγήματα. Αφοσιώθηκε όμως στην κριτική.
«Η κριτική θέλει καλλιέργεια και ταλέντο, μη φοβόμαστε τις λέξεις, το ταλέντο πρέπει να υπάρχει. Η κριτική δεν είναι μόνο μια δεξιοσύνη αλλά και μια ουσιαστική βαθύτερη ανάγκη έκφρασης και δημιουργίας –και από αυτή την άποψη ο κριτικός είναι εν μέρει λογοτέχνης» διευκρινίζει.
Παρατηρώντας σήμερα τα πράγματα από κάποια απόσταση διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι η δημοσιογραφική κριτική, η άμεση ανταπόκριση στο λογοτεχνικό έργο, «ξαναγίνεται σιγά-σιγά κριτική κριτική, δεν διστάζει να απορρίψει ένα έργο. Αυτό για κάποιο διάστημα είχε εκλείψει και η κριτική μοιραία κατηγορήθηκε και συνδέθηκε με το όλο κύκλωμα του βιβλίου. Ως ενδιάμεση μεταξύ της τέχνης και της πρόσληψής της η κριτική οφείλει να βοηθήσει στη σωστή πρόσληψη του έργου και η αξιολόγηση είναι ένας από τους ρόλους του κριτικού».
Η ιδεολογία επηρέασε για μεγάλο διάστημα την κριτική, παραδέχεται. «Τώρα νομίζω ότι η κριτική αποστασιοποιείται από την ιδεολογία εν μέρει και αντίστοιχα εξαρτοποιείται από τη λογοτεχνική θεωρία. Είναι συνεπακόλουθο των μεταβολών του καιρού μας. Περάσαμε από τα δόγματα και τις ιδεολογίες στη γενική αμφισβήτηση ή στην επαναθεώρηση των ιδεολογιών με τις νέες μεθόδους του δομισμού, του μεταμοντερνισμού και άλλες». Θεωρεί όμως ότι «πολλές απόψεις των επιστημών του ανθρώπου που είναι επηρεασμένες από μεταϊδεολογικές καταστάσεις στο βάθος φέρουν μια καθυστερημένη πίκρα από την κατάρρευση των ιδεολογιών. Το ότι ο μαρξισμός μεταφέρεται από το εργοστάσιο ή την εργατική συνοικία στο πανεπιστήμιο τα λέει όλα».
Για τη θεματολογία της κρίσης που έχει τυλίξει την πλειονότητα της τρέχουσας πεζογραφικής παραγωγής μας λέει ότι «είναι μια μόδα και από την άποψη αυτή δεν είναι κάτι θετικό. Το ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό η λογοτεχνία εκφράζει ουσιαστικά ζητήματα της πραγματικότητας και σε ποιον βαθμό ακολουθείται η εξωτερική πλευρά της επειδή το θέμα είναι πιασάρικο και συγκινεί ανθρώπους που υποφέρουν. Η κρίση υπάρχει και θα επηρεάσει την πεζογραφία στις μέλλουσες δεκαετίες, όχι σήμερα. Οπως έγινε με τον Εμφύλιο».
Με τη γνωστή του οξυδέρκεια παρατηρεί ότι οι νέες λογοτεχνικές φωνές «έχουν πολύ ενδιαφέρον και επιχειρούν μια μορφική ανανέωση της λογοτεχνίας μας με κύρια χαρακτηριστικά τη μεταμοντέρνα γραφή και την κοσμοπολίτικη τάση», για την οποία, όπως μας αποκάλυψε, ετοιμάζει αναλυτική μελέτη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ