Φωτεινή Τσαλίκογλου
8 ώρες+35 λεπτά
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 111, τιμή 9,59 ευρώ

Μέσα στον ελάχιστο χρόνο «8 ώρες+35 λεπτά» ενός ταξιδιού ένας σκηνογραφικός πίνακας θα αναπαρασταθεί.

Το βιβλίο με αυτόν τον τίτλο το έχω στα χέρια μου από τον Σεπτέμβρη. Μου το χάρισε ένα βράδυ η Φωτεινή στο γνωστό ταβερνάκι που η παρέα είχε βρεθεί με άλλη συγκυρία. Μου το έδωσε διακριτικά και μυστικά –όπως έπρεπε –αφού είχε μόνο ένα αντίτυπο.
Το έργο δεν είναι μυθιστόρημα αλλά θεατρικό αναλόγιο σε… διάλογο δοσμένο. Ανάμεσα σε ένα πρόσωπο υπαρκτό και σε άλλα απόντα. Με αυτά που τη ζωή ο ήρωάς του, ο Τζόναθαν, τη συγκατοίκησε. Η συγγραφέας δεν είναι σημειολόγος. Και ευτυχώς. Οι λέξεις του Τζόναθαν αντιστοιχούν σε εμπράγματες εικόνες. Ο αναγνώστης που έχει ασχοληθεί με τον ξεριζωμό των Ελλήνων τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα θα ξαναδεί πολλά απ’ όσα από διηγήσεις του έχουν ειπωθεί. Και ο άλλος, αυτός που δεν γνωρίζει τι συνέβη σ’ αυτή την περίοδο, θα μάθει πώς μια ζωή φαινομενικά καθαρά προσωπική μπορεί να έχει τέτοια ευρεία κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα. Και έτσι το κείμενο της Φωτεινής Τσαλίκογλου γίνεται παρακείμενη ιστορία, ταυτόχρονα αισθησιακή, αισθητική αλλά και πολιτική. Μαθαίνουμε, «μέσα σε λίγες ώρες μιας πτήσης από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα», πως «κάθε οικογένεια τρέφεται από τα μυστικά της» και πως «κανείς δεν σώζεται από την οικογένειά του».
Σ’ αυτό το έργο το ένα πρόσωπο παριστάνει οκτώ άλλα, υποκαθιστάμενο κάθε φορά σε αυτά, φιλοτεχνώντας έτσι ένα υπερατομικό πορτρέτο. Ο Τζόναθαν (όπου, όπως διευκρινίζεται, το «Τζο» τονίζει και το «νάθαν» ηρεμεί) ταξιδεύει προς την Ελλάδα του σήμερα αεροπορικώς. Και προετοιμάζεται –η συγγραφέας τον προετοιμάζει –για ό,τι τώρα θα δει που στην πραγματικότητα τα έχει ζήσει μέσα από τις συμπεριφορές που στο περιβάλλον του εκδηλώθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια.
«Με δανεισμένα μάτια», με τα βάθη του άλλου, ο Τζόναθαν κοιτάζει τον παρόντα χρόνο όπου όλοι οι ήρωες, καθημερινοί αλλά αληθινοί, «ποτέ δεν ενώθηκαν πιο κοντά στον τόπο τους από όταν ήταν μακριά του».
Πολλοί από μας θα βρούμε στην εξιστόρηση τη χαμένη μας εικόνα. Η ζωγραφιά μπορεί να είναι επώνυμη αλλά μέσα της χωράμε όλοι. Σχεδόν όλοι. Και όσοι μένουμε απ’ έξω, αν το ζητήσουμε, θα συμπεριληφθούμε.
Ο λόγος του μικρού βιβλίου –στην κυριολεξία multum in parvo –είναι κατά τις περιστάσεις αποφθεγματικός. Οχι όμως με την αδιακρισία του ξεκάθαρου. Οταν όμως η ανησυχία κυριαρχεί, εκεί ανακτά την επιγραμματικότητά του. Η σελίδα 82, διαμεσολαβημένη από την Αμαλία, είναι και υπόδειγμα απέριττης επερώτησης.
Πρόκειται για μυθιστόρημα; Οχι. Πρόκειται για δόλιο δοκίμιο ώστε μέσα από το αυτοβιογραφικό τέχνασμα να συντελεσθεί η ατομική υπέρβαση και να φανεί η κοινωνιολογική διάστασή της; Ο αναγνώστης, «σαν ένοχος από καιρό», κι αυτός, δεν έχει παρά να διαβάσει το βιβλίο χωρίς διακοπές. Μέσα σ’ ένα απόγευμα, αποσπασμένος από τα ποικίλα «τώρα», μπορεί να συναντηθεί με ό,τι διαχρονίζεται.
Α! Και μια λεπτομέρεια. Επειδή η Lale Andersen τραγούδησε τη «Lili Marleen» πριν από τη Marlene, τη σιλουέτα μέσα στην οποία η καθεμία τότε φαντασιωνόταν, τότε, η μητέρα του Τζόναθαν έκανε μια θαυμάσια ειδωλοποιητική καταφυγή. Εξέφρασε ό,τι της έλειπε που από την απουσία του υπέφερε (όλα αυτά στις εκδόσεις Καστανιώτη λίγους μήνες πριν).
Ο κ. Γιάννης Μεταξάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ