Το βιβλίο του Κιθ Λόου «Ολεθρος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν από το Σχέδιο Μάρσαλ και τη «χρυσή τριακονταετία» της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης, η Γηραιά Ηπειρος βίωσε μια πενταετία βίαιων αναταράξεων που αποτέλεσαν τον αιματηρό επίλογο της ολοκληρωτικής καταστροφής του 20ού αιώνα. Στο Ολεθρος.


Ο βρετανός ιστορικός Κιθ Λόου

Η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (εκδόσεις Ψυχογιός) ο 44χρονος βρετανός ιστορικός Κιθ Λόου επιλέγει να φωτίσει τη δύσκολη εποχή μεταξύ 1945 και 1949 που προϋπήρξε της ανάτασης, υπενθυμίζοντας, όπως λέει ο ίδιος, ότι «αν η Ευρώπη αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αυτό δεν έγινε εν μιά νυκτί». Για τον Λόου η απλοποιημένη εκδοχή της Ιστορίας αποδεικνύεται ανθυγιεινή σε καιρούς οξυμμένου εθνικισμού και υποβάθμισης των διευθετήσεων του μεταπολεμικού κόσμου.

Οι κριτικοί στη Βρετανία επεσήμαναν ότι ο αγγλικός τίτλος του βιβλίου σας («Savage Continent» / «Αγρια ήπειρος») παραπέμπει σε έναν διάλογο με τη «Σκοτεινή ήπειρο» του Μαρκ Μαζάουερ.
«Η αρχική μου παρόρμηση ήταν ο αγγλικός τίτλος του βιβλίου να είναι «Σκοτεινή ήπειρος». Είχα διαβάσει μια εξαιρετική περιγραφή της Ευρώπης στους «New York Times» στα τέλη του 1944 με επικεφαλίδα «Η Νέα Σκοτεινή ήπειρος» που με προσανατόλισε στην αίσθηση ότι από τη μια μεριά υπάρχει η παλιά «Σκοτεινή ήπειρος», όπως αποδιδόταν η Αφρική στη γλώσσα των αποικιοκρατών, και από την άλλη το δικό μας σκοτάδι εδώ στην Ευρώπη. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου όμως κάτι μου έλεγε ότι υπήρχε λόγος που δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον τίτλο «Σκοτεινή ήπειρος». Και, φυσικά, κοιτάζοντας στη βιβλιοθήκη μου είδα το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ. Στράφηκα λοιπόν στην «Αγρια ήπειρο», έναν τίτλο που έδινε έμφαση στην αγριότητα, στη βία, έννοια που βρίσκεται και στην καρδιά του βιβλίου».
Διεκτραγωδείτε την περίοδο 1945-1949 ως μια εποχή αντεκδικήσεων στην Ανατολική Ευρώπη, εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, πολιτικής βίας σε Γαλλία και Ιταλία και κοινωνικής αναταραχής σχεδόν παντού. Γιατί η εικόνα της μεταπολεμικής Ευρώπης είναι πολύ πιο ρόδινη στον νου της κοινής γνώμης;
«Είναι πολύ απλό: μας αρέσουν τα χάπι εντ. Ως εκ τούτου έχουμε μια μυθολογική εικόνα του πολέμου. Για παράδειγμα, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι η εικόνα του ναύτη που φιλά τη νοσοκόμα στην Τάιμς Σκουέρ. Αυτό είναι το παραμυθικό, το χολιγουντιανό τέλος του πολέμου: ο ήρωας βρίσκει την καλή του, όλα επιστρέφουν στο κανονικό και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Οσα όμως συνέβησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούν ουσιαστικά πρόκληση για την αυτοεικόνα μας. Δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως εκδικητικά όντα –και αν κάποιοι προχωρούν σε εκδικητικές πράξεις αυτοί που τις υφίστανται το άξιζαν. Ετσι προτιμάμε να αγνοούμε όσα έγιναν, να υποδυόμαστε ότι δεν συνέβη τίποτα».
Τι είδους στοιχεία παραλείπει αυτό το «χάπι εντ»;
«Η μυθολογική όψη του πολέμου θέλει τους ήρωες να αποβιβάζονται στην Ευρώπη και να σώζουν τις γυναίκες –από άποψης σεξουαλικής πολιτικής μάλιστα είναι ενδιαφέρον ότι η Ευρώπη πάντα παραπέμπει στο θηλυκό στοιχείο. Οι ανδρείοι Βρετανοί και Αμερικανοί λοιπόν σώζουν τις κοπέλες από τους τερατώδεις Γερμανούς. Κάποιοι Γερμανοί, όμως, για παράδειγμα, δεν ήταν τέρατα και, μαζί με τους άλλους Γερμανούς που πράγματι το άξιζαν, υπέστησαν και αυτοί φοβερές διώξεις μετά τον πόλεμο: 12 εκατομμύρια Γερμανοί απελάθηκαν από την Ανατολική Ευρώπη μετά το 1945, γεγονός που εξακολουθεί ως σήμερα να μην είναι ευρύτερα γνωστό στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη».
Εγιναν οι μεταπολεμικές απελάσεις αντικείμενο προπαγάνδας στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου;
«Οι απελάσεις ήταν μεγάλο ζήτημα στη Γερμανία. Λειτούργησαν, κατά μία έννοια, ως μια προσπάθεια αποκατάστασης της χώρας. Υποδείκνυαν ότι είχαν υπάρξει και οι ίδιοι θύματα –θύματα μάλιστα των κακών κομμουνιστών. Και συνέφερε τη Δύση να παίξει αυτό το χαρτί, εφόσον έτσι δικαιολογούνταν η ενσωμάτωση των Γερμανών στον μεταπολεμικό κόσμο. Ως έναν βαθμό βέβαια, όχι και τόσο φανατικά δηλαδή –οι Γερμανοί ήταν και παρέμειναν τα στερεοτυπικά τέρατα της Ευρώπης. Ως σήμερα το βλέπουμε άλλωστε, σε αυτή την εποχή οικονομικής δυσπραγίας αναδύεται βαθιά από το θυμικό μας αυτή η θαμμένη εικόνα των «γερμανών μπάσταρδων»».
Ολο το βιβλίο σας λειτουργεί ως επιχείρημα κατά μιας απλοποιημένης εκδοχής της Ιστορίας.
«Το πρόβλημα με την απλότητα είναι η απλότητά της. Δεν χρειάζεται κανείς να καταβάλει προσπάθεια για να σκεφθεί, σε αντίθεση με τις αποχρώσεις των πραγμάτων για τις οποίες οι περισσότεροι δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε τη διάθεση. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο η συνεργασία των ιστορικών, ο διάλογος για την αλήθεια του ενός και την αλήθεια του άλλου, προχωρεί. Στο επίπεδο της κοινής γνώμης, αντίθετα, νομίζω ότι απομακρυνόμαστε από κάτι τέτοιο. Ο εθνικισμός και ο εξτρεμισμός αυξάνονται και αυτό είναι ένα μονοπάτι που δεν οδηγεί σε καλό προορισμό».
Εμπίπτουν σε αυτή την επισήμανση περιπτώσεις όπως αυτή του επικείμενου δημοψηφίσματος περί ανεξαρτησίας στη Σκωτία;
«Κοιτάξτε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι καταστροφές ήταν τόσες ώστε η διεθνής κοινότητα συνειδητοποίησε πόσο απαραίτητη είναι η έννοια της συνεργασίας και το έκανε πράξη, οικονομικά, πολιτικά, με τις συμφωνίες του Μπρέτον – Γουντς, τη σύσταση των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τώρα φτάνουμε σε ένα στάδιο όπου όλα αυτά ξηλώνονται. Η Σκωτία αποτελεί τέλειο παράδειγμα του πώς κάτι τέτοιο μπορεί να φτάσει στα άκρα. Οσο κι αν επικροτώ τη σκωτική υπερηφάνεια, δεν μπορώ να αναρωτηθώ για ποιον λόγο θα πρέπει να διαλυθεί μια επιτυχημένη ένωση. Και ο αγγλικός εθνικισμός θεωρείται ακόμη περιθωριακός, αν όμως η Σκωτία αποχωρήσει, τότε ανοίγουν πλήθος προοπτικές προς κατευθύνσεις που δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα αποδειχθούν υγιείς».
Πίσω από το ξήλωμα της μεταπολεμικής διευθέτησης του 20ού αιώνα τι προβάλλει; Ο 19ος;
«Υπάρχουν παράλληλα μεταξύ του 19ου αιώνα και του σήμερα. Ο λόγος για τον οποίο ο εθνικισμός ήταν τόσο ισχυρός και φαινομενικά καλοήθης ήταν η ύπαρξη των αυτοκρατοριών ως κοινού εχθρού. Οταν αυτές έπαψαν να υπάρχουν, έγινε αναγκαίος ένας άλλος εχθρός. Οπως έλεγε ο Φρόιντ, «μπορούμε να αγαπάμε αλλήλους όσο υπάρχει και κάποιος να μισούμε». Σήμερα έχουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση ενάντια στην οποία καταφερόμαστε όλοι. Χωρίς την Ευρωπαϊκή Ενωση πιθανότατα θα επιστρέφαμε στις μεταξύ μας διαμάχες».
Πώς επηρεάζει τελικά η οπτική μας για το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το πώς σκεφτόμαστε την έννοια του πολέμου σήμερα;
«Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θεωρείται ο κατ’ εξοχήν «καλός πόλεμος». Στην πραγματικότητα υπήρξε πολύ πιο πολύπλοκος και το τέλος του δεν είχε τίποτα το ωραίο. Κανένας πόλεμος δεν λήγει έτσι. Οι πόλεμοι έχουν μακρόχρονες συνέπειες. Το να προσποιείται κανείς ότι ένας πόλεμος λήγει με κομψό και ωραίο τρόπο είναι ανθυγιεινό. Γιατί, αν υπήρξε η αίσθηση, ειδικά στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ότι μπορούμε να μπούμε άνετα στο Ιράκ και ότι όλα θα τελειώσουν γρήγορα και χαρούμενα, είναι γιατί ακολουθούμε την ίδια νοοτροπία με αυτή την αντίληψη περί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν όμως πρέπει να πάει κανείς σε πόλεμο, πρέπει να το κάνει με τα μάτια του ανοιχτά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ