Κώστας Κωστής
Κράτος και επιχειρήσεις στην Ελλάδα –
Η ιστορία του «Αλουμινίου της Ελλάδος»
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 512, τιμή 30 ευρώ

Το αλουμίνιο υπήρξε το μέταλλο του 20ού αιώνα και συμβολίζει, όσο ίσως κανένα άλλο, τον εκσυγχρονισμό. Το «όραμα της εκβιομηχάνισης», από τη δεκαετία του 1930 ακόμη, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για το ελληνικό κράτος.

Η πλειονότητα των πολιτικών παρατάξεων από την Κατοχή και μετά έβλεπαν την εγκαθίδρυση μιας βιομηχανίας παραγωγής αλουμινίου στην Ελλάδα ως βασικότατη παράμετρο της οικονομικής πολιτικής για την ανάπτυξη του τόπου. Από το 1961 ως το 1974 ήταν σαφείς οι πολιτικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας ως φορέα μετασχηματισμού του οικονομικού μοντέλου. Αντιθέτως, από το 1974 και μετά το ελληνικό κράτος οργάνωσε την πολιτική του γύρω από την εκμετάλλευση και την αξιοποίηση του «φυσικού πλούτου» της χώρας, αντίληψη ήδη ξεπερασμένη στην εποχή της, η οποία επιπροσθέτως αποδεικνυόταν σταδιακώς όλο και πιο ανεπαρκής.
Η απουσία μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν επικράτησε το ιδανικό της κατανάλωσης, συνετέλεσε στη δραματική συρρίκνωση της ελληνικής μεταποίησης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τη χώρα να προσανατολίζεται πλέον στον τριτογενή τομέα και να προσαρμόζεται στα ονομαστικά μεγέθη και στις απαιτήσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ, εγκαταλείφθηκε κάθε «παραγωγική» αντίληψη για την ελληνική οικονομία.
Το βιβλίο του Κώστα Κωστή Κράτος και επιχειρήσεις στην Ελλάδα – Η ιστορία του «Αλουμινίου της Ελλάδος» (Πόλις, 2013) εντείνει τον προβληματισμό για την παραγωγική βάση της χώρας και της οικονομίας της –η εν εξελίξει οικονομική κρίση έχει καταστήσει προφανές ότι για την ουσιαστική ανασυγκρότησή της είναι απαραίτητη η περαιτέρω ενεργοποίηση της εγχώριας βιομηχανίας.
Η ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας


Ο καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών μελετά την ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας σε όλη τη διάρκεια του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, μέσα από την ιστορία μιας από τις πλέον εμβληματικές επιχειρήσεις της ελληνικής μεταποίησης, του «Αλουμινίου της Ελλάδος», που από το 2005 έχει περιέλθει στη «Μυτιληναίος ΑΕ», σε ελληνικά χέρια.
«Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει άλλη ελληνική επιχείρηση της οποίας η ίδρυση και η λειτουργία να συγκεντρώνουν τόσα στοιχεία που να την καθιστούν αντιπροσωπευτική οικονομικών και πολιτικών αντιλήψεων, κρατικών πολιτικών και επιχειρηματικών επιλογών» γράφει χαρακτηριστικά ο Κώστας Κωστής.
Το βιβλίο παρουσιάστηκε το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας (17 Μαρτίου) στον πολυχώρο Gazarte στο Γκάζι, σε εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν, εκτός του συγγραφέα, ο καθηγητής και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής και νυν αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ Ραφαήλ Μωυσής και ο πρόεδρος του ΔΣ της «Αλουμίνιον ΑΕ» Σπυρίδων Κασδάς.
Ο Ραφαήλ Μωυσής, ανατρέχοντας στη δημιουργία της βιομηχανίας αλουμινίου κατά τη δεκαετία του 1960, σημείωσε ότι καθοριστικό ρόλο «στην εκβιομηχάνιση της μεταπολεμικής Ελλάδας έπαιξε ο εξηλεκτρισμός της χώρας που δεν θα είχε συμβεί αν δεν προχωρούσε η επένδυση της «Αλουμίνιον της Ελλάδος»». Είπε ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλές «λανθασμένες επιλογές και παλινδρομήσεις στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση της ενεργειακής πολιτικής που οδήγησαν σε αύξηση του ενεργειακού κόστους». Υπογράμμισε δε, με μια δόση ειρωνείας, ότι «η μόνη ενεργειακή πολιτική που εφαρμόζεται με κάποια συνέπεια είναι η πολιτική 20-20-20 για την κλιματική αλλαγή», την ίδια στιγμή που «έχει τεθεί σε δεύτερη μοίρα η ανάγκη υιοθέτησης μιας ενεργειακής πολιτικής για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας». Στο τέλος της τοποθέτησής του αναφέρθηκε στο επίκαιρο ζήτημα της ενίσχυσης των ενεργοβόρων βιομηχανιών και, με μια σιβυλλική προτροπή, κάλεσε τη σημερινή κυβέρνηση, αν πιστεύει ότι οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις με το σημερινό κόστος ενέργειας προσθέτουν αξία στη χώρα, «να τις διατηρήσει εν ζωή με οποιαδήποτε δυνατή ενέργεια».
Ο Τάσος Γιαννίτσης μίλησε για τις ωφέλειες που αποκόμισε η χώρα από την υλοποίηση μιας μεγάλης επένδυσης όπως αυτή της «Αλουμίνιον της Ελλάδος» και προσέθεσε ότι «και τότε, όπως και σήμερα, η χώρα κατέβαλε σημαντική πολιτική προσπάθεια για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων». Η επένδυση της γαλλικής εταιρείας «Pechiney» ήταν ένα επιτυχημένο επιχειρηματικό εγχείρημα, πολιτικά αναγκαίο και τότε. Σχετικά με τις πολιτικές διαμάχες που προκάλεσε μεταξύ της κυβέρνησης Καραμανλή και της αριστερής αντιπολίτευσης –η υπογραφή της σύμβασης «Pechiney» χαρακτηρίστηκε προνομιακή ως προς την τιμή προμήθειας ρεύματος –ο Τάσος Γιαννίτσης σημείωσε ότι «η επιλογή μιας κυβέρνησης να ενισχύσει μια επένδυση, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την υλοποίησή της, ενέχει ένα κόστος ανάλογο του κόστους άγνοιας που η εκάστοτε κυβέρνηση πληρώνει προκειμένου να προσελκύσει μια τεχνολογία, εξειδίκευση ή άλλη γνώση που δεν κατέχει». Ο ίδιος κατέληξε στο ότι «το παράδειγμα της «Αλουμίνιον» είχε ένα αναπτυξιακό αποτέλεσμα για τη χώρα», χωρίς ωστόσο να λάβει συγκεκριμένη θέση για το αν πρέπει ή όχι να ενισχύεται η βαριά βιομηχανία.
Αξιοποίηση των ορυκτών αποθεμάτων


Ο Σπυρίδων Κασδάς, με μια επαγγελματική εμπειρία συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της ιστορικής βιομηχανίας ήδη από τον τρίτο χρόνο λειτουργίας του εργοστασίου, είπε ότι το βιβλίο «είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, καθώς σήμερα στην Ελλάδα όλοι μιλούν για την ανάπτυξη και τις νέες θέσεις εργασίας που χρειαζόμαστε, οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ, οι επιχειρήσεις, ως και οι πολίτες». Ανέδειξε επιπλέον το θέμα της αξιοποίησης των ορυκτών αποθεμάτων της χώρας που συνδέεται τόσο με την ιστορία της «Αλουμίνιον» όσο και με την οικονομική ιστορία της Ελλάδας εν γένει.
«Τα ορυκτά αποθέματα δεν είναι πλούτος, γίνονται πλούτος όταν υπάρξουν οι συνθήκες για να αξιοποιηθούν. Μια χώρα όπως η Ελλάδα, που είχε και έχει ακόμη βωξίτη, είναι από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη που μπορεί να αξιοποιήσει αυτά τα ορυκτά αποθέματα και να τα μετατρέψει σε πλούτο. Κάθε τόνος αλουμινίου που εξάγεται έχει εικοσαπλάσια αξία από την αντίστοιχη ποσότητα βωξίτη, όταν η τελευταία εξάγεται χωρίς να μεταποιηθεί. Σε αυτή την ιδέα στηρίχθηκε η ίδρυση βιομηχανίας αλουμινίου στην Ελλάδα και βρήκε πολλούς υποστηρικτές μεταπολεμικά σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Σήμερα ο κλάδος αυτός απασχολεί 30.000-40.000 ανθρώπους και πάνω από 7.000-8.000 επιχειρήσεις» υπογράμμισε ο ίδιος. Τόνισε ότι το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας ωφελήθηκε σημαντικά από τον εξαγωγικό χαρακτήρα της «Αλουμίνιον», όπως επίσης η τοπική κοινωνία της Βοιωτίας, η οποία θα ήταν τελείως διαφορετική σήμερα αν δεν υπήρχε το εργοστάσιο. Η τεχνογνωσία που έφερε η «Pechiney» όταν κατασκεύασε το εργοστάσιο, συμπλήρωσε ο Σπυρίδων Κασδάς, «αποτέλεσε τη βάση για να αναπτυχθεί ελληνική τεχνογνωσία όχι μόνο στον χώρο του αλουμινίου, αλλά ευρύτερα στην εγχώρια βιομηχανική παραγωγή».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ