Κώστας Καλφόπουλος
Καρρέ-καρρέ και άλλα διηγήματα (2012-1980)
Εκδόσεις Αγρα,
σελ. 157, τιμή 10 ευρώ

Η άσκοπα και σπάταλα χαμένη νιότη, το πάθος για το ποδόσφαιρο, που κάποτε μπορεί να συγκλονίσει συθέμελα την ύπαρξη, η λατρεία του νουάρ, που δεν αποκλείεται να ζωντανέψει στα πιο παράξενα όνειρά μας, αλλά και η αγάπη για τις γυναίκες, άλλοτε αποτυπωμένη στη μνήμη σαν μια φευγαλέα οπτασία και άλλοτε δοκιμασμένη σαν στυφός καρπός, είναι τα θέματα τα οποία τροφοδοτούν τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Καλφόπουλου Καρρέ-καρρέ, έναν μικρό τόμο με κείμενα γραμμένα στο διάστημα μιας τριακονταετίας: ξεκινώντας από τις ημέρες μας και φθάνοντας ως και τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Οι τόποι μεταξύ των οποίων κινείται ο Καλφόπουλος είναι η Γερμανία και η Ελλάδα ενώ οι περισσότεροι από τους ήρωές του ζουν στα χρόνια του ’80 την πρώτη τους νεότητα. Ολα της νεολαίας δύσκολα και ακόμη δυσκολότερη η πολιτική της ένταξη. Πώς να ξεχωρίσει κανείς σε μια τέτοια ηλικία το προσωπικό από το συλλογικό, πώς να ξεκαθαρίσει πού τελειώνουν τα ετοιματζίδικα, έξωθεν προϊόντα και πού αρχίζουν οι ατομικές επιλογές; Και επιπλέον πώς να χειριστεί τις κρίσεις που ξεσπούν ξαφνικά και βίαια χωρίς να αποκαλύπτουν ποτέ τις βαθύτερες αιτίες τους, την πραγματική παθολογία η οποία κρύβεται στον πυρήνα τους; Σε μια παρόμοια πραγματικότητα είναι υποχρεωμένα να επιβιώσουν τα πρόσωπα του Καλφόπουλου και αυτή η κατάσταση της μόνιμης σύγχυσης που περιβάλλει την καθημερινότητά τους αποτελεί ενδεχομένως και το ισχυρότερο σημείο της ανθρωπολογίας του.
Φοιτητές σε ελληνικά ή γερμανικά πανεπιστήμια, οι ήρωες του Καλφόπουλου θα βιώσουν την πολιτική σαν ένα θέατρο αποήχων: ο Μάης του 1968 στο Παρίσι, η δράση του RAF στη Φρανκφούρτη ή η εξέγερση του Πολυτεχνείου στην Αθήνα θα ρίξουν επάνω τους ένα φως ωχρό και αδυνατισμένο. Ολα τα σημαντικά γεγονότα (τα γεγονότα που οι νέοι πιστεύουν πως θα λειτουργήσουν ως καταλύτης για την ανατροπή του κόσμου) ταξιδεύουν ήδη πίσω τους. Η δεκαετία του ’80 είναι κληρονόμος και όχι πυροδότης της επανάστασης και κάθε κληρονόμος οφείλει, είτε το θέλει είτε όχι, να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του.
Πώς όμως να επαναπροσδιορίσουν την κληρονομημένη τους ταυτότητα άνθρωποι που δεν έχουν πάψει να φαντάζονται ότι μπορούν να πέσουν εκ νέου στη φωτιά της Ιστορίας; Η μοναδική διέξοδος εν προκειμένω είναι αντί να πέσουν στη φωτιά της Ιστορίας να πέσουν ο ένας επάνω στον άλλον και αυτό ακριβώς συμβαίνει στα διηγήματα του Καρρέ-καρρέ. Οι πρωταγωνιστές θα ξηλώσουν με καταστροφική μανία όλους τους δεσμούς τους, θα δηλητηριάσουν χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό την ιδεολογία τους και θα τινάξουν στον αέρα και το τελευταίο άρθρο εμπιστοσύνης που είναι πιθανό να τους κρατήσει κοντά. Αποτέλεσμα; Θα αφεθούν σε μια τυφλή περιδίνηση η οποία θα οδηγήσει ραγδαία τα νιάτα τους στην παρακμή και στο κενό: μια τεράστια, παγωμένη μοναξιά θα τυλίξει από παντού τη ζωή τους χωρίς να αφήσει εν τέλει ούτε ένα (έστω δυσδιάκριτο) ίχνος από την ορμή που παρακίνησε κάποτε την ψυχή τους.
Μήπως παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε να υπάρξει κάποια ανάσα μακριά από το τερέν της πολιτικής; Μήπως το ποδόσφαιρο που ξέρει να πλανεύει καρδιές είναι σε θέση να προσφέρει μια ζωτική διέξοδο στους ίδιους ή σε κάποιους άλλους νέους; Μα, το ποδόσφαιρο είναι άλλη μια θανάσιμη αρένα, ένας επιπλέον πόλεμος όλων εναντίον όλων όπου ουδείς επίσης θα κατορθώσει να ανακαλύψει τον εαυτό του, δίνοντας έναν τόνο ανάτασης στις εσώτερες δυνάμεις του. Και αν πάλι πρόκειται οι νεαροί του Καλφόπουλου να αναζητήσουν την απαντοχή τους στη λογοτεχνία και στη διαφυγή την οποία προσφέρουν οι περιπέτειες του αστυνομικού μυθιστορήματος, ούτε και εδώ θα υπάρξει κάποια λύση. Οσα υπόσχονται οι αστυνομικοί υπερήρωες θα καταρρεύσουν εν μέση οδώ, θα γίνουν κομμάτια και θρύψαλα όπως οι σελίδες ενός βιβλίου που έχει φαγωθεί από την πολύχρονη φθορά.
Απομένει ο έρωτας, αλλά ως προς αυτόν το παιχνίδι είναι καταδικασμένο εκ των προτέρων. Οι έρωτες μοιάζουν είτε με άπιαστα όνειρα που θα σβήσουν προτού γεννηθούν είτε με εφιάλτες που θα μας επισκεφθούν σαν δαίμονες του μεσημεριού χωρίς να επιτρέψουν ούτε την ελάχιστη προσμονή ή ελπίδα. Και αν σε μια τέτοια διαδρομή περισσέψει αίφνης ένα ψίχουλο έγνοιας για τα μέλη μιας σχεδόν λησμονημένης οικογένειας, πολύ γρήγορα θα εξανεμισθεί και αυτό παρασυρμένο προς άγνωστη κατεύθυνση.
Με το Καρρέ-καρρέ βρισκόμαστε ασφαλώς πολύ μακριά από το ύφος του στιλιζαρισμένου νουάρ με το οποίο εμφανίστηκε στο Καφέ Λούκατς (2008) και στο Ενα παράξενο καλοκαίρι (2011) ο Καλφόπουλος. Αν εξαιρέσουμε το πολιτικό στοιχείο, που και πάλι προκύπτει με αρκετά διαφορετικό τρόπο στις δύο νουβέλες του, τίποτε κατά τα άλλα δεν τις ανακαλεί. Στο Καρρέ-καρρέ δεν υφίστανται περιθώρια για περίπλοκες μυθοπλαστικές επινοήσεις, για παράθεση λογοτεχνικών και κινηματογραφικών καταλόγων, για στιλπνές περιγραφές εξωτερικών και εσωτερικών χώρων ή για μισοφωτισμένες επιφάνειες μέσα από τις οποίες πρόσωπα και πράγματα θα προβάλουν σε ελλειπτικό σχήμα. Το Καρρέ-καρρέ έχει τη δύναμη της γυμνής, ασθματικής περιγραφής και της απροσποίητης, εκ των ένδον, έντασης. Ισως επειδή η βάση του είναι βιωματική, ίσως γιατί μεταπλάθει εμπειρίες από τις οποίες δεν απουσιάζει ένα σημάδι προσωπικής βασάνου. Και λοιπόν; Αυτό δεν κάνει λιγότερο πειστική τη σχεδόν καταστατική απαισιοδοξία του και δεν εμποδίζει τον Καλφόπουλο να μετατρέψει τους αποσπασματικά δοσμένους χαρακτήρες του σε γνήσια σπαράγματα ενός ανεπαισθήτως πλην δραστικά ρημαγμένου εσωτερικού τοπίου. Καλύτερα διηγήματα της συλλογής, τα «Καρρέ-καρρέ», «Liebelei σε ημιτελικό», «Θέμα πλάτης» και «Η τελευταία συνέλευση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ