Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ
Το ακατέργαστόν μου
Εκδόσεις Εστία,
σελ. 200, τιμή 11 ευρώ

Τι ακριβώς είναι η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ; Συγγραφέας ροζ μυθιστορημάτων την οποία έχει επινοήσει ένας άλλος συγγραφέας, ονόματι Αλκης Χατζηκωστής, στην προσπάθειά του να αγγίξει το μεγάλο κοινό ακόμα κι αν κάτι τέτοιο πρόκειται να γίνει με μιαν ανώμαλη προσγείωση στα γούστα του; Κι αν συμβαίνει κάτι άλλο; Αν έχουμε να κάνουμε με μια πεζογράφο που αρέσκεται στα παιχνίδια των μεταμορφώσεων και έχει επινοήσει η ίδια τον Αλκη Χατζηκωστή στην απόπειρά της να στήσει μια σύνθεση με αντικριστούς καθρέφτες; Μήπως πάλι η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ έχει αποφασίσει απλώς να καταφύγει σε ένα λογοτεχνικό ψευδώνυμο με σκοπό να περιγελάσει τους πάντες και τα πάντα, ξεκινώντας από τους άτεγκτους νόμους της εκδοτικής αγοράς και φτάνοντας μέχρι των νευρώσεις όσων δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί τα βιβλία τους παραμένουν στα αζήτητα παρά τις υψηλές υπηρεσίες που οι ίδιοι είναι πεπεισμένοι πως προσφέρουν στην τέχνη;

Μοιραίοι αντίπαλοι


Τα ερωτήματα ξεπηδούν από τις πρώτες κιόλας σελίδες του ολιγοσέλιδου μυθιστορήματος που εκδόθηκε πρόσφατα από την Εστία και φέρει τον τίτλο Το ακατέργαστόν μου (ένα σπάραγμα από τους Ψαλμούς του Δαβίδ). Το μυθιστόρημα υπογράφει η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ που γεννήθηκε (σύμφωνα με όσα αναγράφονται στο αφτί το βιβλίου) το 1968 στη Νέα Σμύρνη, ζει σήμερα στο Στέλενμπος της Νότιας Αφρικής και διδάσκει σε σχολείο (έχει σπουδάσει αγγλική φιλολογία στο Κέιπ Τάουν) το οποίο ίδρυσε ο δεύτερος σύζυγός της, γαιοκτήμονας και απόγονος του άγγλου ποιητή του 18ου αιώνα Αλεξάντερ Πόουπ. Το υφαντό των μυστηρίων είναι ήδη αρκετά πυκνό και το χειρότερο είναι πως τίποτε δεν θα ξεκαθαρίσει ως το τέλος.
Το χειρότερο; Μα, η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ και ο Αλκης Χατζηκωστής δεν επιδιώκουν από την αρχή το οποιοδήποτε ξεκαθάρισμα. Μοιραίοι αντίπαλοι, θα εξαρτηθούν απολύτως ο ένας από τον άλλο χωρίς ταυτοχρόνως να υπερβούν ποτέ τη διχαστική τους αντίθεση. Εκείνη ευπώλητη από το πρώτο κιόλας βιβλίο της και με φανατικούς θαυμαστές ανάμεσα στους πιο διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά εξ επαγγέλματος αισθηματολόγος. Εκείνος αναγνωρισμένος από τη λογοτεχνική πιάτσα και από τα μέσα επικοινωνίας, αλλά ανίκανος να ξεφύγει από τα όρια διασημότητας της τηλεπερσόνας. Ποιος έχει εφεύρει ποιον; Τι φοβάται ο ένας και τι προσδοκά ο άλλος; Ως πού μπορεί να οδηγηθεί ο ανταγωνισμός τους; Και ακόμη, για ποιον λόγο θα αυτοκτονήσει εν τέλει ο Αλκης; Επειδή θα θελήσει να δώσει έτσι ένα μακάβριο παράδειγμα αυτοθυσίας στον βωμό της καλλιτεχνικής ακεραιότητας ανακτώντας αξίες που μοιάζουν χαμένες από καιρό ή επειδή δεν θα αντέξει να αντικρίσει το αντεστραμμένο του είδωλο το οποίο ταυτίζεται με το αρχιπέλαγος αισθημάτων της Αλίκης Ντουφεξή-Πόουπ; Και τι θα απογίνει η τελευταία μετά την αυτοκτονία του; Μήπως θα πάψει να υφίσταται ως συγγραφέας ροζ μυθιστορημάτων αλλά θα συνεχίσει τη συγγραφική της καριέρα δημοσιεύοντας το Ακατέργαστόν μου, που θα της επιτρέψει να αφήσει τόσο τον Αλκη όσο και τον εαυτό της στο σημείο μηδέν της γραφής, όπως θα μπορούσε να είναι μια πολύ ελεύθερη μετάφραση του τίτλου;
Βαγενάς και Κρητιώτης


Τα κείμενα όπου ο συγγραφέας είναι και πρωταγωνιστής των δρωμένων του δεν έχουν λείψει από τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Σκέφτομαι πρόχειρα τη Συντεχνία (1976) του Νάσου Βαγενά όπου και ένα μπορχεσιανού τύπου παιχνίδι με τη διακειμενικότητα ή το Μηνολόγιο ενός απόντος (2005) του Σταύρου Κρητιώτη όπου ο ήρωας-συγγραφέας σκοτώνει τον εαυτό του (όπως ο Αλκης Χατζηκωστής) ενόσω το βιβλίο του κυκλοφορεί σε μεταθανάτια έκδοση (κάτι σαν την ανά χείρας έκδοση της Αλίκης Ντουφεξή-Πόουπ). Παρά τις κάποιες αναλογίες, το Ακατέργαστόν μου κινείται σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Εκείνο που προέχει εδώ δεν είναι ούτε οι διακειμενικές περιπλανήσεις του Βαγενά ούτε τα κρυπτογραφήματα και η αγραμμική ανάγνωση στην οποία μας υποβάλλει ο Κρητιώτης (ένα βιβλίο το οποίο μπορεί να διαβαστεί από οποιοδήποτε σημείο του).
Τηρώντας ίσες αποστάσεις από τους ήρωες-συγγραφείς του, το Ακατέργαστόν μου αρνείται πεισματικά να λάβει θέση απέναντι στο ζήτημα το οποίο τούς διχοτομεί. Πρώτα θα επιφυλάξει έναν συγκρατημένο πλην δραστικό χλευασμό τόσο για ό,τι πιστεύουμε πως αποτελεί την έγκριτη λογοτεχνία όσο και για ό,τι έχει καταλήξει να πουλιέται στα σουπερμάρκετ. Υστερα θα δηλώσει τον σεβασμό του για το δίκιο τόσο των ορκωτών της τέχνης που αναλώνουν ολόκληρη τη ζωή τους στις απαιτήσεις της όσο και των ανυποψίαστων διασκεδαστών, οι οποίοι θα μιλήσουν σε μια κρυφή πλευρά της ψυχής μας μακριά από νόρμες και συμβάσεις.
Φυσικά, το Ακατέργαστόν μου δεν είναι ούτε θεωρία της λογοτεχνίας ούτε κοινωνιολογία της τέχνης και δεν χρειάζεται να τραβήξουμε άλλο τη συζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση. Οποιος κι αν το έχει γράψει, είναι ένας παιγνιώδης μεταμοντέρνος: ένας γραφιάς που βάζει στο στόχαστρο την αξιοπιστία του οποιουδήποτε νοήματος προκειμένου να δέσει όλες τις σημασίες (υψηλές και χαμηλές) στον ίδιο τροχό. Αν όμως είναι όντως αυτή η πρόθεσή του, δεν λείπει από την Αλίκη και από τον Αλκη ένας κάποιος μελοδραματισμός που επιτείνεται με την τελική παραδοχή ότι αποτελούν ο ένας την όψη του άλλου. Διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποκλείεται να βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν ανασύσταση του νοήματος, σε μια κατάσταση όπου ο καθένας θα πρέπει να αναγνωρίσει στον άλλο έναν καθησυχαστικό συγκερασμό: από τη μια την ανθρωπιά και από την άλλη την αδυναμία του. Εκτός κι αν ο μελοδραματισμός και οι βολικοί του συμψηφισμοί συνιστούν με τη σειρά τους στο Ακατέργαστόν μου στόχο διακωμώδησης. Αλλά γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ