David Sedaris
Ας συζητήσουμε για τον διαβήτη με κουκουβάγιες
Μετάφραση Μυρσίνη Γκανά.
Εκδόσεις Μελάνι, 2014,
σελ. 304, τιμή 15 ευρώ

«Σαρκαστικός; Είμαι μερικές φορές, αλλά δεν είμαι και το πιο σαρκαστικό άτομο στον πλανήτη!» λέει με τη χαρακτηριστική λεπτή φωνή του ο Ντέιβιντ Σεντάρις. Ο 56χρονος αμερικανός κωμικός έχει εκατομμύρια αναγνωστών σε όλον τον κόσμο που λατρεύουν το δηκτικό, οξύ και ανηλεές χιούμορ του. Το τηλεφώνημά μου τον βρήκε στο Παρίσι, όπου ταξίδεψε από την Αγγλία όπου διαμένει για να επισκεφθεί τον γάλλο οδοντίατρό του. Πλούσιος και διάσημος, ο Σεντάρις σήμερα γυρίζει τον κόσμο και απολαμβάνει τα οφέλη της συγγραφικής καριέρας του. Πριν από λίγες ημέρες ταξίδευε στη Μέση Ανατολή, στο Ομάν, την Τρίτη θα βρεθεί στην Αθήνα για μια εμφάνιση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Το τελευταίο βιβλίο του Ας συζητήσουμε για τον διαβήτη με κουκουβάγιες (Μελάνι, 2014) μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά και οι θαυμαστές του Σεντάρις δεν θα απογοητευθούν. Υπάρχουν ιστορίες για οδοντιάτρους και κολονοσκοπήσεις, για συγγραφείς και ομοφοβικούς Αμερικανούς, για αυστραλέζικα κουκαμπούρα, για θαλάσσιες χελωνίτσες και βέβαια για τις αγαπημένες κουκουβάγιες του συντρόφου του Χιου. «Ο σαρκασμός δηλώνει ματαίωση, διάψευση. Είναι τρόπος άμυνας, ένας τρόπος να πεις ότι «δεν θέλω να στέκομαι στα ποδαράκια μου κι εσύ να με προσβάλλεις», ένας τρόπος να δηλώσεις ότι κάτι σε ενοχλεί και προσπαθείς να αστειευτείς με αυτό» επεξηγεί όταν τον ρωτώ για τον δικό του ορισμό του σαρκαστικού.

Στις ιστορίες του, το σαρδόνιο χιούμορ του περιλαβαίνει συνήθως τα μέλη της οικογένειάς του και ιδιαιτέρως τον περίφημο πλέον ελληνικής καταγωγής πατέρα του, που βολτάρει στις αφηγήσεις του μονίμως με το σώβρακο κάνοντας επικριτικά σχόλια στον γιο του. Ενα πορτρέτο μάλλον αρνητικό, αλλά ο Σεντάρις δεν συμφωνεί. «Δεν θεωρώ ότι τον ζωγραφίζω με μελανά χρώματα. Πράγματι, όταν ήμουν νέος ήθελα να είχα έναν διαφορετικό πατέρα, αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι είχα ακριβώς τον πατέρα που μου χρειαζόταν. Σε όλη μου τη ζωή μού έλεγε «δεν κάνεις τίποτα» κι εγώ αντιδρούσα, αλλά χάρη σε αυτόν έγινα αυτός που είμαι σήμερα. Αν με ρωτούσατε «τι θα προτιμούσες, να είχες μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία και να ήσουν σήμερα υπάλληλος σε μια εταιρεία πληροφορικής ή να έχεις μια άσχημη παιδική ηλικία και να έχεις γράψει βιβλία και να έχεις ταξιδέψει στον κόσμο;» θα προτιμούσα το δεύτερο».
Ο πατέρας του ήταν μάλλον, όπως λέει, ένας χαρακτηριστικός Ελληνοαμερικανός, όπως εκείνοι τους οποίους συναντούσε στην ορθόδοξη εκκλησία που πήγαινε η οικογένειά του, άνθρωποι που πίεζαν τα παιδιά τους να διαπρέψουν, να κάνουν καλές σπουδές, να γίνουν γιατροί και δικηγόροι. «Εχω την αίσθηση όμως ότι οι Ελληνοαμερικανοί είναι διαφορετικοί από τους Ελληνες» μου λέει. Το επικείμενο ταξίδι του θα είναι το τέταρτο στην Ελλάδα. Δεν μας έχει επισκεφτεί μετά το 2008 και δεν γνωρίζει αρκετούς Ελληνες, όπως ισχυρίζεται, κι έτσι δεν μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση «ποιο στοιχείο της ελληνικής νοοτροπίας τον προκαλεί να γράψει ιστορίες για Ελληνες». Είναι κωμικός συγγραφέας, οπότε στηλιτεύει με χιούμορ τα αρνητικά. «Γιατί, πιστεύετε εσείς, έχουν αρνητική φήμη οι Ελληνες;» με ψαρεύει. Αλλά στον Σεντάρις δεν πρέπει να προσφέρεις ποτέ πυρομαχικά. Θα έχει την ευκαιρία να κάνει διαπιστώσεις μόνος του. «Ακουσα για την τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα από τους γονείς κάποιου φίλου στο Γουισκόνσιν, αλλά δεν έχω προσωπική άποψη» λέει απαντώντας σε ερώτηση για την κρίση.
Οι ιστορίες του είναι οξείς και καυστικές, με γερό αυτοβιογραφικό υπόβαθρο και βασισμένες σε κοινωνικές παρατηρήσεις που σημειώνει καθημερινά στο ημερολόγιό του. Δύσκολο να πεις αν είναι κείμενα μυθοπλαστικά ή σύγχρονα χρονογραφήματα, σατιρικές απεικονίσεις της πραγματικότητας. «Δεν παριστάνω τον δημοσιογράφο, είμαι κωμικός συγγραφέας» απαντά ο ίδιος. «Παραδοσιακά οι κωμικοί συγγραφείς μεγαλοποιούν τα πράγματα, υπερβάλλουν για να βγάλουν γέλιο. Ετσι κι εγώ. Δεν είμαι ρεπόρτερ. Προσπαθώ να κάνω τον κόσμο να γελάσει».
Ο πρόεδρος Ομπάμα


Αρκετές από τις ιστορίες του νέου βιβλίου του ασχολούνται με τον Ομπάμα –με τον πρόεδρο που οι Ευρωπαίοι ήθελαν να εκλέξουν οι Αμερικανοί, όπως λέει –και με το Obamacare, τον νόμο για ένα σύστημα υγείας για όλους που με δυσκολία θεσπίστηκε και εκτιμάται ότι θα συναντήσει πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή του. «Σας απογοήτευσε σε αυτό το θέμα ή με τη στάση του στο ζήτημα της θεσμοθέτησης του γάμου των ομοφυλοφίλων;» τον ρωτώ. «Εν μέρει, ναι» απαντά. «Κατηγορώ όσους δεν ψήφισαν στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010 για τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν είχε δημοκρατική πλειοψηφία, ο Ομπάμα θα μπορούσε να κάνει πολλά, με το Κογκρέσο που έχει όμως τα χέρια του είναι δεμένα. Δεν περιμένω από έναν πρόεδρο να κάνει τα πάντα» καταλήγει και συμπληρώνει: «Η υπόθεση με τις παρακολουθήσεις ήταν πραγματικά απογοητευτική, αλλά δεν ξέρω τι θα έκανα στη θέση του, αν ήμουν πρόεδρος και λάβαινα κάθε μέρα ενημερώσεις για την κατάσταση ασφάλειας της χώρας, για τα τόσα που γίνονται, βομβιστικές επιθέσεις, τρομοκρατικές ενέργειες… Δεν θα μπορούσα να κλείσω μάτι τη νύχτα. Από την άλλη, προσωπικά έχω αναισθητοποιηθεί απέναντι στο θέμα. Αν κάποιος ήθελε να παρακολουθήσει το τηλέφωνό μου, θα του έλεγα «Eμπρός, κάν ‘το, δεν έχω τίποτε να κρύψω, θα ακούσεις απλώς κάποιον άνθρωπο να γκρινιάζει»». Ισως το αποδέχτηκα μένοντας στην Αγγλία, όπου όλα παρακολουθούνται διαρκώς από κάμερες».
Δεν σας ενοχλεί αυτό; απόρησα. «Στην αρχή με ενοχλούσε αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν κάνω κάτι επιλήψιμο, τι με νοιάζει; Από την άλλη, είναι καλό να ξέρεις ότι μπορεί να υπάρχει προστασία από κάτι που σε απειλεί. Για παράδειγμα, εκείνους που έβαζαν βόμβες στα λεωφορεία τούς έπιασαν αμέσως γιατί παρακολουθούνταν από κάμερες από τη στιγμή που έφυγαν από τα σπίτια τους. Οπως παρακολουθούμαι και εγώ βέβαια και θα έπρεπε ίσως να με ανησυχεί, αλλά πλέον είμαι απαθής απέναντι σε αυτό. Με ενοχλούν συνηθέστερα πράγματα μηδαμινά, μια θορυβώδης εξάτμιση στον δρόμο, ο σκύλος του γείτονα που γαβγίζει, τέτοια πράγματα».
«Ο ρατσισμός είναι έντονα συνδεδεμένος με την οικονομία»
Οι προκαταλήψεις, ο ρατσισμός, οι διακρίσεις που κάνουμε απέναντι στο διαφορετικό, στους φτωχούς, στους ομοφυλοφίλους, σε όσους δεν μιλούν καλά τη γλώσσα μας αποτελούν διαρκώς στόχο της κωμικής γραφής του Σεντάρις. Στο νέο του βιβλίο διαβάζουμε ιστορίες για τις προκαταλήψεις των Ευρωπαίων για τους καπιταλιστές Αμερικανούς αλλά και για εκείνες των Αμερικανών για τους σοσιαλιστές Ευρωπαίους καθώς και για το πώς το μεσοαστικό περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας αντιμετώπιζε την ενδεή φίλη του Ντελίσια, που ζούσε σε ένα γκέτο μαύρων.
«Στις μέρες μας ο ρατσισμός είναι έντονα συνδεδεμένος με την οικονομία» λέει. «Οταν υπάρχουν προβλήματα οικονομικά, κάθε χώρα ξεθάβει τα ξενοφοβικά της αισθήματα. Τώρα που οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι φτάνουν ως τη Βρετανία, οι Βρετανοί ψηφίζουν νόμους ώστε να τους είναι δύσκολο να αποκτήσουν ορισμένα δικαιώματα. Στις ΗΠΑ, ειδικά στο ξέσπασμα της κρίσης, όλοι παραπονούνταν για τους μετανάστες που έρχονται και παίρνουν τις δουλειές των Αμερικανών. Αλλά δεν είναι δουλειές που οι Αμερικανοί θέλουν να κάνουν! Στη Γαλλία, όπως και σε άλλα μέρη του δυτικού κόσμου, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι ανοιχτοί και ανεκτικοί, όταν όμως καταλήγουν να ζήσουν δίπλα στον ξένο, νομίζω πως αρχίζουν να σκέφτονται διαφορετικά. Το θέμα δεν είναι ανεξάρτητο από τις οικονομικές συνθήκες. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που είναι απλώς μαλάκες».
Στόχος έντονης κριτικής έγινε στην Αμερική και ο ίδιος, για μια ιστορία που δημοσιεύεται στο νέο βιβλίο του στην οποία ο Σεντάρις σχολιάζει με το ακραίο χιούμορ του τον τρόπο παρασκευής του κινεζικού φαγητού και τις άθλιες συνθήκες υγιεινής στην Κίνα, ένα κείμενο που θεωρήθηκε προσβλητικό για τους Κινέζους. «Δεν μου αρέσει το κινεζικό φαγητό. Δεν μου άρεσε πριν πάω στην Κίνα, δεν μου άρεσε ούτε όταν πήγα εκεί. Οπως δεν μου αρέσει όταν κάποιος φτύνει στο πάτωμα σε ένα εστιατόριο, το βρίσκω αηδιαστικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μου αρέσουν οι Κινέζοι, σημαίνει απλώς ότι δεν μου αρέσει το φαγητό τους ή κάποιες συνήθειές τους» αμύνθηκε ο Σεντάρις στο τηλέφωνο. «Εχω ταξιδέψει σε τριάντα πέντε χώρες. Στις Φιλιππίνες παρατήρησα πολλές θλιβερές καταστάσεις. Οι Φιλιππίνες είναι μια φτωχή τριτοκοσμική χώρα, δεν πρόκειται να τη στήσω στον τοίχο και να αστειευτώ με τις συνθήκες ζωής εκεί, μπορώ ίσως να τις εκθέσω σε ένα άρθρο. Η Κίνα όμως είναι παγκόσμια δύναμη, δεν πρέπει να την απασχολεί αν ένας ανθρωπάκος από την άλλη άκρη του κόσμου αστειεύεται με το φαγητό της. Δεν μου αρέσει το κινεζικό φαγητό, τι να πω!». Κλασικός Σεντάρις!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ