Τζούλιαν Μπαρνς
Τα τρία επίπεδα της ζωής
Μετάφραση Θωμάς Σκάσσης.
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013,
σελ. 161, τιμή 11 ευρώ

Σε τρία επίπεδα της ζωής αναφέρεται στο τελευταίο του βιβλίο ο Τζούλιαν Μπαρνς, όπως υποδεικνύει ο τίτλος του. Ή αλλιώς στο ύψος, στην επιφάνεια και το βάθος. Τα δύο πρώτα υπάρχουν για να πάμε στο τρίτο, που εδώ σημαίνει πένθος. Και παραπέμπουν σε τρεις φαινομενικά διαφορετικές ιστορίες: η πρώτη με τίτλο Το αμάρτημα του ύψους αναφέρεται στον διάσημο αεροναύτη και φωτογράφο Φελίξ Τουρνασόν, γνωστότερο ως Ναντάρ, στον οποίον οφείλουμε τις ωραιότερες φωτογραφίες του Μπωντλαίρ. Η δεύτερη (Στην επιφάνεια) σε ένα φανταστικό ειδύλλιο ανάμεσα στην ηθοποιό Σάρα Μπερνάρ και τον άγγλο μποέμ Φρεντ Μπάρναμπι που σκοτώθηκε το 1885 σε μια μάχη στο Σουδάν όταν ένα ακόντιο του διαπέρασε τον λαιμό.

Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία είναι ασφαλώς η τρίτη (Η απώλεια του βάθους), στην οποία ο συγγραφέας καταδύεται στον εσωτερικό του κόσμο, τον κόσμο του πένθους που δεν περιορίζεται στην ατομική περιοχή αλλά αγγίζει ευρύτερα στρώματα του κοινωνικού ψυχισμού. Ο Μπαρνς ήταν παντρεμένος με την Πατ Κάβανα, η οποία υπήρξε λογοτεχνική ατζέντισσα επί σαράντα χρόνια. Οταν εκείνη πέθανε το 2008 το πλήγμα για τον ίδιον ήταν τόσο ισχυρό που του πήρε χρόνια να το ξεπεράσει –αν το ξεπέρασε ποτέ. Στην πραγματικότητα, από τη θλίψη κανείς δεν απαλλάσσεται ποτέ. Και τα βασανιστικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: τι είναι καλύτερο; να θυμάται ή να ξεχνά κανείς; «Να εξακολουθήσεις να ζεις όπως θα ήθελε εκείνη;» ή «να δημιουργήσεις κάποια καινούργια σχέση η οποία θα αντλεί δύναμη από την ανάμνηση της σχέσης που χάθηκε;».
Τα όνειρα και η μνήμη


Τα όνειρα και η μνήμη παίζουν εδώ αποφασιστικό ρόλο. Η μνήμη ιδίως. Ανακαλεί κανείς την εικόνα του απόντος, στιγμές που έζησε μαζί του, κινείται αντίστροφα στον χρόνο, δηλαδή στο παρελθόν, γιατί το παρόν μοιάζει σαν να έχει παγώσει, σαν να έχει σταματήσει η ζωή και όλο της το περιεχόμενο να το έχει υποκαταστήσει η απουσία του άλλου.
Ο άλλος είμαστε εμείς. Το να αλλάξουμε μετά την αποχώρησή του είναι σαν να τον προδίδουμε μετά θάνατον. Κι έτσι ο Μπαρνς προσπαθεί να ενισχύσει την ανάμνηση της πεθαμένης γυναίκας του συλλέγοντας μνήμες και περιστατικά που σχετίζονται μαζί της και τα οποία ως τώρα του ήταν άγνωστα. Αυτά «καθυστερούν κάπως περισσότερο την αναπόφευκτη διολίσθηση σε ιστορικό παρελθόντα χρόνο». Μας λέει, επομένως, ότι η μνήμη του απόντος έχει αξία μόνον αν καταλαμβάνει τον χρόνο που του ανήκει στο παρόν, που σημαίνει ότι εξακολουθεί να είναι μέρος της ζωής μας.
Το αγαπημένο πρόσωπο το ανακαλείς μέσω της μνήμης, όμως ο Μπαρνς μας πληροφορεί ότι το προσκαλεί και στα όνειρά του. Επιστρέφει λοιπόν στη ζωή –και εκείνη και εκείνος, υπό την έννοια ότι η πεθαμένη γυναίκα του εξακολουθεί να δίνει νόημα στη ζωή του. Το πένθος είναι βαρύ και ο ίδιος σκέφτηκε την αυτοκτονία. Αν την απέρριψε ήταν επειδή έτσι θα προέβαινε σε μια πράξη την οποία η ίδια δεν θα ενέκρινε. «Ηταν φυσιολογικό» γράφει. «Εξίσου φυσιολογικό –και ακαταμάχητο –ήταν επομένως και το ότι δεν μπορούσα να σκοτωθώ, γιατί έτσι θα σκότωνα κι εκείνη».

Οδύνη και πένθος


Ο Μπαρνς δεν θέλει να διαχωρίσει το πένθος από την οδύνη. Αυτά πάνε μαζί, αλλά πότε; Οταν υπάρχει το βαθύ αίσθημα, ο έρωτάς του για τη γυναίκα του. Κι αν γράφει για όλα τούτα είναι επειδή το γράψιμο συνιστά μορφή επιβίωσης, μια εμπιστοσύνη στη γλώσσα –κι άρα μια μορφή λύτρωσης. Κι ο συγγραφέας που περνά από τη δοκιμασία του πένθους και της οδύνης αντιλαμβάνεται ότι τώρα πλέον αλλιώς λειτουργούν μέσα του ο χρόνος, άλλο νόημα έχουν η διάρκεια, η υφή της και οι λειτουργίες του χρόνου. Ούτε κι ο χώρος όμως είναι ίδιος, ούτε τα απλούστερα της καθημερινότητας. Αποσπώ ένα συγκλονιστικής έντασης περιστατικό της σελ. 113: «Κοιτώ το μπρελόκ των κλειδιών μου (που κάποτε ήταν δικό της). Περιέχει μόνο δύο κλειδιά: ένα της εξώπορτας του σπιτιού κι ένα της πίσω καγκελόπορτας του κοιμητηρίου. Αυτή είναι η ζωή μου, λέω. Παρατηρώ κάποιες παράδοξες συνέχειες: κάποτε της έβαζα λάδι στην πλάτη, γιατί η πλάτη της ξεραινόταν εύκολα. Τώρα αλείφω με λάδι το δρύινο σήμα του μνήματός της, που σκάει».

Εξομολόγηση εκ βαθέων
Τα τρία κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο θα τα χαρακτήριζε κανείς υβριδικά, όπως άλλωστε και το καλύτερο ως σήμερα έργο του, Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ. Στο πρώτο, για τον Ναντάρ, υπερισχύει το ιστορικό στοιχείο. Ο πρωτοπόρος εκείνος φωτογραφίζοντας από ψηλά μας έμαθε να βλέπουμε τους εαυτούς μας από απόσταση. Στο δεύτερο, για τη Σάρα Μπερνάρ, η μυθοπλασία είναι εκείνη που υπερισχύει, μολονότι οι δύο πρωταγωνιστές υπήρξαν ιστορικά πρόσωπα. Στο τρίτο ο συγγραφέας μιλά εκ βαθέων προσπαθώντας να δει τον εαυτό του από απόσταση γιατί έτσι θα μείνει πιστός στη γυναίκα που αγάπησε και εξακολουθεί να αγαπά.
Ο Μπαρνς είναι εξαίρετος δοκιμιογράφος και κατορθώνει να κινεί τις σκέψεις και τις ιδέες του σαν να πρόκειται για μυθιστορηματικά πρόσωπα. Στο τελευταίο όμως κείμενο διαπιστώνουμε πως ένα προσωπικό χρονικό της εσωτερικής του ζωής είναι γραμμένο με τέτοια πειστικότητα που μας συγκινεί βαθιά. Δικαιολογημένα λοιπόν κατά τη βράβευσή του το 2011 με το Man Booker τον χαρακτήρισαν μάγο της καρδιάς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ