Γιάννης Μαρής
Ιλιγγος
Εισαγωγή Ανδρέας Αποστολίδης,
επίμετρο Κώστας Καλφόπουλος.
Εκδόσεις Αγρα, 2013,
σελ. 324, τιμή 12,50 ευρώ

Ο Ιλιγγος δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Απογευματινή το 1961 (από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο), μα δεν είχε εκδοθεί ποτέ σε βιβλίο∙ είναι ένα από τα πολλά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή που δεν κυκλοφόρησαν από τον οίκο «Ατλαντίς-Πεχλιβανίδης». Ερχεται τώρα η Αγρα να τα εκδώσει, ώστε οι αναγνώστες να έχουν μια πληρέστερη εικόνα του έργου του εισηγητή της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Εδώ, ο αστυνόμος Μπέκας προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα έγκλημα και μπλέκει σε μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ενας ναυτικός, ο Γεραλέξης, του οποίου το καράβι είναι αγκυροβολημένο στον Πειραιά, ξυπνάει από λήθαργο –προέρχεται από μεθύσι ή λήψη ναρκωτικών ουσιών; –σ’ ένα σπίτι στον Διόνυσο και βλέπει μπροστά του έναν άγνωστο νεκρό άνδρα. Μη έχοντας συνείδηση του χρόνου, του τόπου, ακόμη και του εαυτού του, βγαίνει στον δρόμο, μπαίνει σε ένα περαστικό αυτοκίνητο και επιστρέφει στο κέντρο της Αθήνας, σ’ ένα ξενοδοχείο της Ομόνοιας· το όνομά του είναι το μοναδικό πράγμα που καταφέρνει να θυμηθεί.

Ο Μαρής ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα, πάντα στο περιθώριο της δημοσιογραφικής του δουλειάς στα έντυπα του συγκροτήματος Μπότση (Ακρόπολις, Απογευματινή, Πρώτο), επηρεασμένος από τις ταινίες αγωνίας και έντασης του Χίτσκοκ∙ o αναγνώστης ανιχνεύει τουλάχιστον δύο: το Vertigo με τον Τζέιμς Στιούαρτ και την Κιμ Νόβακ που στην Ελλάδα προβλήθηκε ως Ο δεσμώτης του ιλίγγου, και το Ψυχώ με τον Αντονι Πέρκινς. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μαρής κατέφυγε στον Χίτσκοκ για να αντλήσει ιδέες, είχε προηγηθεί το Κόκκινο βάζο που δημοσιεύτηκε πάλι στην Απογευματινή το 1956. Ωστόσο, στον Ιλιγγο η αγωνία σύντομα υποχωρεί και δίνει τη θέση της στη δράση και στο μυστήριο, όταν ο συγγραφέας επανέρχεται στο προσωπικό του γλαφυρό στυλ που άρχισε με το Εγκλημα στο Κολωνάκι το 1953. Ας θυμηθούμε πως στα περισσότερα έργα του Μαρή εμφανίζονται άνθρωποι και ανθρωπάκια του υποκόσμου, μαζί με τους αστούς της εποχής και χαρακτήρες από την καλλιτεχνική ζωή, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, ζωγράφους. Με αυτούς –ανάμεσά τους υπάρχουν άνθρωποι που έδρασαν κατά την περίοδο της Κατοχής, μία από τι συγγραφικές εμμονές του –φιλοτεχνεί την τοιχογραφία της Αθήνας του ’50 και του ’60.
Με τη βοήθεια ενός φίλου του μηχανικού από το φορτηγό «Αρμονία», ο ήρωας αναζητεί την αλήθεια της σκοτεινής υπόθεσης. Μήπως όσα θυμάται αποτελούν καρπό παραίσθησης; Κι αν τα φαντάστηκε; Οταν το πτώμα του άγνωστου άνδρα εντοπίζεται στη Βούλα, πολύ μακριά από το μέρος που το συνάντησε, κι όταν την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Μπέκας, όλα αποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις. Ο πανέξυπνος αστυνομικός με το ύφος «νυσταγμένου γάτου» που νιώθει πως κάποιος τον κοροϊδεύει, δεν αστειεύεται. Με παρακολουθήσεις, ανακρίσεις και απειλές φτάνει στην καρδιά του σκότους, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο Ισαάκ Γιοβέλ ή Αρμάντο Κάστρο, ο οποίος ηγείται μιας πρωτοφανούς επιχείρησης αρχαιοκαπηλίας: της κλοπής από το Αρχαιολογικό Μουσείο των μυκηναϊκών εκθεμάτων και της τοποθέτησης στη θέση τους αντιγράφων.
Το μυθιστόρημα είναι μια περιπλάνηση στην Αθήνα του ’60 (μπαρ, νάιτ κλαμπ, συνεργεία αυτοκινήτων στην Αχαρνών, γραφικά σπίτια στην Πλάκα, χαμόσπιτα στο Δουργούτι, καμπαρέ της Τρούμπας). Σκοπός του συγγραφέα είναι να δείξει τα πλοκάμια του οργανωμένου εγκλήματος που τότε βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα. «Αλλά η Αθήνα δεν είναι Σικάγο», διαβάζουμε, «δεν είναι μια πόλη που μπορεί να κρύψει για καιρό κακοποιούς». Ασφαλώς, στο τέλος ο Μπέκας κερδίζει, έστω κι αν «στο παιγνίδι είχε χάσει πολλούς γύρους». Κερδίζουν και οι αναγνώστες που μπαίνουν στον γοητευτικό κόσμο του Μαρή, έναν κόσμο επινοημένο που όμως δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα του καιρού του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ