Νίκος Α. Μάντης
Αγρια Ακρόπολη
Εκδόσεις Καστανιώτη,
σελ. 222, τιμή 12,78 ευρώ
Πώς θα μπορούσε να είναι η Αθήνα ύστερα από ενάμιση αιώνα; Ας προσπαθήσουμε να την εικάσουμε με τα μάτια της φαντασίας του Νίκου Α. Μάντη. Ο,τι γνωρίζουμε σήμερα από την πόλη έχει μετατραπεί εν έτει 2159 σε ένα αχανές, εξαθλιωμένο οικονομικά και κοινωνικά ισόγειο κατοικημένο από πλήθη πρωτογόνων. Μοναδικός προορισμός αυτού του δουλοκτητικού πληθυσμού, που παραπέμπει γενετικά στους Νεάντερταλ, είναι να υπηρετεί τους ενοίκους των ορόφων οι οποίοι υψώνονται πάνω από το κεφάλι του. Τι ακριβώς συμβαίνει όμως στους επάνω ορόφους που ίπτανται προς τον ουρανό σε μήκος ενός χιλιομέτρου; Στον πρώτο όροφο οι άνθρωποι μοιάζουν πιο κανονικοί. Επί της ουσίας ωστόσο διαφέρουν ελάχιστα από τους αθλίους του ισογείου, μια και ο δικός τους ρόλος δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο υπηρετικός.
Η ζωή αλλάζει θεαματικά στον δεύτερο όροφο, που βρίσκεται ήδη κοντά στα σύννεφα. Οι ένοικοί του έχουν μιαν εξαιρετικά άνετη διαβίωση, κάνουν λαμπρές σπουδές και επενδύουν σε σημαντικές καριέρες, πρέπει μολοντούτο να υποστούν τους δικούς τους περιορισμούς, μένοντας καταδικασμένοι στην ανταγωνιστική ψυχολογία του προθαλάμου. Απώτερος, πλην σχεδόν ανέφικτος σκοπός τους είναι να αναρριχηθούν στον τρίτο όροφο, που φέρει τη θεολογική ονομασία Θόλος και αποτελεί ένα από τα μεγάλα κέντρα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, σε έναν πλανήτη όπου το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί προς την ασιατική ήπειρο και τον Ινδικό Ωκεανό.
Βασισμένος στη λογοτεχνική παράδοση που δημιούργησε ο Φίλιπ Ντικ και έντονα επηρεασμένος από το κατοπινό κυβερνοπάνκ μυθιστόρημα και τον αρχιερέα του Γουίλιαμ Γκίμπσον, ο Μάντης θα συμπυκνώσει στην Αγρια Ακρόπολη όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους. Το βιβλίο του είναι μια προφητεία για την εξουσία του μέλλοντος: μια δυστοπία η οποία το μόνο που πρέπει να δοκιμάσει για να μεταδώσει το εφιαλτικό της μήνυμα είναι να διογκώσει τις εικόνες του παρόντος.
Στις κοινωνίες του κυβερνοπάνκ τα έθνη και οι λαοί έχουν αντικατασταθεί από ένα παγκοσμιοποιημένο πλήθος, το οποίο αγνοώντας τι θα πει δημοκρατία και κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση είναι ταγμένο να δουλεύει για λογαριασμό της μοναδικής πολιτικής και οικονομικής δύναμης που διευθύνει τον πλανήτη. Και μια τέτοια δύναμη δεν είναι άλλη από τη δύναμη των εταιρειών και των ανώτερων στελεχών τους.
Σε αυτή τη διαλεκτική αφέντη και δούλου θα εμπλακεί και ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής του Μάντη, ο οποίος θα ξεκινήσει από το ισόγειο για να φτάσει στον Θόλο, καταβάλλοντας προηγουμένως μια σειρά από πανάκριβα τιμήματα. Εγκλωβισμένος σε μιαν υβριδική ταυτότητα (είναι άνθρωπος και Νεάντερταλ μαζί), ο Μάνο ή Αξελ θα μπει στον κόσμο των προνομιούχων χάρη σε μιαν υπεξαίρεση προσωπικότητας, για να απολέσει εν συνεχεία ηθελημένα ένα εδραίο κομμάτι της μνήμης του, που θα αποδειχθεί το κλειδί για την είσοδό του στα άδυτα της εξουσίας. Ο Αξελ θα αγγίξει το αντικείμενο του πόθου που ονειρεύονται οι ένοικοι του δευτέρου ορόφου, με τη διαφορά πως θα μείνει εν τέλει όχι μόνο χωρίς ταυτότητα, αλλά και χωρίς κανέναν άλλο ζωτικό πόρο. Οι φίλοι του ή όσοι θα προσπαθήσουν να γίνουν φίλοι του (τόσο από το ισόγειο όσο και από τον δεύτερο όροφο) θα πεθάνουν, η γεμάτη χαρά και αθωότητα γυναίκα του θα τον μισήσει βαθιά, ενώ ο έρωτας θα εξομοιωθεί με ένα μανιακό και εντελώς μηχανικό σεξ. Εν τούτοις ο Αξελ θα κατορθώσει εν κατακλείδι να ανακαλύψει έναν δρόμο: έναν δρόμο ο οποίος θα τον βοηθήσει να αποφύγει τον μηδενισμό της ύπαρξής του και να ανακτήσει ένα κρίσιμο κομμάτι από τον κατακερματισμένο εαυτό του.
Οπως το έλεγα και πρωτύτερα, το κυβερνοπάνκ ζει και βασιλεύει στις σελίδες της Αγριας Ακρόπολης: εξωφρενικοί ταξικοί διαχωρισμοί, μεταβιομηχανική οικονομία, απόλυτη κυριαρχία της πληροφορικής, θρίαμβος της εικονικής πραγματικότητας και των προσομοιώσεων, διαπλανητική εξουσία με ολοκληρωτική βούληση, αλλά και τεχνολογία ικανή για τα πάντα. Το αντίτιμο δεν θα είναι άλλο από την απάνθρωπη παραμόρφωση του σώματος, όπως και από τον έλεγχο και την καθυπόταξη της συνείδησης.
Ο Μάντης παίζει στα δάχτυλα το κυβερνοπάνκ αλλά δεν θέλει να κάνει επίδειξη της δεξιοσύνης με την οποία χειρίζεται τους κανόνες του ούτε να προσφέρει μια χορταστική περιπέτεια δράσης όπου τον πρώτο λόγο θα έχουν η ασυδοσία της βίας και η φρίκη της παρακμής. Οι ήρωές του δεν είναι αλληγορικά ενεργούμενα αλλά ακέραιοι και ταυτοχρόνως πολύ χειροπιαστοί χαρακτήρες που έχουν παγιδευτεί στο υπαρξιακό τους δράμα, αναζητώντας την όποια λυτρωτική διέξοδο μέσα από τη σιωπηλή τους απόγνωση.
Η σχεδόν λυρική ακροτελεύτια σκηνή της Αγριας Ακρόπολης (η κορυφαία και οπωσδήποτε η καλύτερη στιγμή της αφήγησης) μου επιτρέπει να σκεφτώ και κάτι άλλο. Είναι πιθανόν ο Μάντης να τραβάει μια γραμμή και από τους διαδόχους του κυβερνοπάνκ, που υποστέλλοντας την κριτική αδιαλλαξία των δασκάλων τους σπεύδουν να υποστείλουν τους τόνους της καταγγελίας για το μέλλον το οποίο μας επιφυλάσσεται προκειμένου να αφήσουν ένα περιθώριο αισιοδοξίας και συνδιαλλαγής. Οι άνθρωποι ίσως να μη γίνουν ποτέ εκτελεστικές μηχανές. Δεν αποκλείεται στο τέλος να καταφέρουν (ακόμα και με σοβαρές εκπτώσεις) να διεκδικήσουν και να κερδίσουν ένα μερίδιο της ελευθερίας τους. Οπως κι αν είναι, ο Μάντης έχει να μας πει πράγματα. Ας τον προσέξουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ