Νένη Πανουργιά
Επικίνδυνοι πολίτες –
Η ελληνική Αριστερά και η κρατική τρομοκρατία
Μετάφραση Νεκτάριος Καλαϊτζής
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 363, τιμή 27 ευρώ

Ενας θείος της Νένης Πανουργιά, υψηλόβαθμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, βρέθηκε στη Γυάρο κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ηταν αντιχουντικός επειδή ήταν βασιλικός. Σε εκείνο το στρατόπεδο συγκέντρωσης και «εθνικής αναμόρφωσης», σε εκείνο το ξερονήσι «το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν ότι έπρεπε αναγκαστικά να αφοδεύει έξω, εκεί δηλαδή που αφόδευαν και οι αριστεροί» είπε στο «Βήμα της Κυριακής» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, κατά την πρόσφατη παραμονή της στην Αθήνα. «»Καταλαβαίνεις», μου είπε ο θείος, «τι σήμαινε για εμένα να εκτίθεμαι μπροστά σε όλους εκείνους τους αριστερούς;». Και από τότε, όπως μου εξήγησε, οι χωροφύλακες σχημάτιζαν ένα τείχος γύρω του, οι πλάτες τους γυρισμένες προς εκείνον, ούτως ώστε να μην τον βλέπουν οι αριστεροί» συμπλήρωσε. «Αυτό είναι η ενσώματη εμπειρία», η επιτελεστική δύναμη της γλώσσας που δύναται να διαπεράσει τη σάρκα, εξήγησε η Νένη Πανουργιά. Ο θείος της είχε εσωτερικεύσει πλήρως την κατασκευή των «Επικίνδυνων πολιτών» την οποία συστηματοποίησε το ελληνικό κράτος –ως μέσο πολιτικού και κοινωνικού αποκλεισμού κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα –και την οποία η ίδια αποσυναρμολογεί στο ομότιτλο βιβλίο της που εκδόθηκε το 2009 στις ΗΠΑ και κυκλοφόρησε μόλις το 2013 στην ελληνική γλώσσα.


«Ο αποκλεισμός αυτός δεν αφορούσε μονάχα την Αριστερά. Αυτό βρήκα εγώ ενδιαφέρον: το ότι δηλαδή δημιουργήθηκε μια εννοιολογική ζώνη επικινδυνότητας η οποία άνοιγε και έκλεινε σαν λάστιχο –κατά κύριο λόγο άνοιγε. Εκεί μέσα έμπαιναν κατά καιρούς και διάφοροι άνθρωποι οι οποίοι δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους αριστερούς. Δημιουργήθηκε όμως αυτή η ζώνη της αριστερής επικινδυνότητας όπου οποιαδήποτε έκφραση κριτικής, αντίθεσης ή προσπάθειας ελέγχου της συντεταγμένης εξουσίας και του κράτους κατατασσόταν εκεί και καταπνιγόταν»
υπογράμμισε η Νένη Πανουργιά. Αυτό που ορίζει ως καθεστώς «κρατικής τρομοκρατίας», τους γλωσσικούς τρόπους και τις νομικές διαδικασίες, μεταξύ άλλων, μέσα από τις οποίες το ελληνικό κράτος αποφάσιζε ποιοι ήταν άξιοι να λογαριάζονται πολίτες του και ποιοι ήταν ανάξιοι –οι κατά τον Νίκο Πουλαντζά «αντεθνικοί» –το παρακολουθεί η ίδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως και το 1974, τόσο στις περιόδους των απροκάλυπτων εκτροπών του κοινοβουλευτισμού όσο και στα διαστήματα της φαινομενικής του ομαλότητας.
Διατρέχοντας και ερευνώντας έπειτα την πολιτική ιστορία της Ελλάδας διαπίστωσε ότι έλειπε κάτι στα αφηγήματα τόσο του εμφυλίου πολέμου όσο και των περιπετειών της ελληνικής Αριστεράς, κάτι σημαντικό. «Ελειπε αυτό που θα ονόμαζα λογοποίηση, η αφηγηματοποίηση δηλαδή των εμπειριών των ανθρώπων. Πρέπει να το πούμε αυτό: δεν υπάρχουν οικογένειες που είναι μόνο αριστερές, δεν υπάρχουν οικογένειες που είναι μόνο δεξιές. Υπάρχουν –σχηματίστε την εικόνα στο μυαλό σας –ομόκεντροι κύκλοι οι οποίοι επίσης εφάπτονται με άλλους ομόκεντρους κύκλους. Αυτό που θέλησα να διερευνήσω ήταν τι συνέβαινε σε αυτά τα σημεία επαφής, εκεί δηλαδή όπου ο δεξιός θείος έλεγε επί παραδείγματι για τον αριστερό ανιψιό: «Ελα μωρέ που είναι αυτός κομμουνιστής, ξέρει αυτός αν είναι κομμουνιστής, αριστερός είναι». Αυτό τι μπορούσε να σημαίνει για την οικογένεια, το κράτος, την κοινωνία, την πολιτική εμπειρία; Αυτό το σημείο επαφής με ενδιαφέρει» τόνισε η ίδια. Η Νένη Πανουργιά φέρνει σε γόνιμο διάλογο πολλαπλούς τρόπους της έρευνας –αυτοβιογραφιακές αφηγήσεις και προφορικές μαρτυρίες, ιστορικά αρχεία και ποικίλες αναλύσεις, επίσημα και ανεπίσημα ντοκουμέντα. Ιδιαίτερη είναι και η δομή του πονήματός της: το κυρίως σώμα του κειμένου διεμβολίζεται λειτουργικά από υπομνηματισμούς που παραπέμπουν σε διαδικτυακούς υπερσυνδέσμους ενώ τα πιο μακροσκελή «Πάρεργα» των παραρτημάτων που έπονται –είναι και αυτά αυτόνομες αφηγήσεις –συλλειτουργούν υπέρ μιας κριτικής και αναστοχαστικής αβεβαιότητας που θα επικροτούσε και ο Ζακ Ντεριντά.

«Η νέα πρόταση που κομίζει το βιβλίο δεν συνίσταται τόσο στο συγκεκριμένο υλικό όσο στη μεθοδολογία του: μπορούμε να παραλάβουμε ένα υλικό το οποίο θεωρείται λήξαν και να του κάνουμε μια καινούργια ανάγνωση»
προφανώς ανθρωπολογική αλλά και διεπιστημονική, είπε η Νένη Πανουργιά. «Αυτό που διακυβεύεται είναι ένα είδος πολυφωνίας μέσα στα ίδια αυτά αφηγήματα, διότι διαφορετικές οπτικές γωνίες υπήρχαν ήδη», δεδομένου μάλιστα ότι εσχάτως «υπάρχει ένα ολόκληρο «αναθεωρητικό ρεύμα»που δεν είναι καν ιστοριογραφικό, προέρχεται από πολιτικούς επιστήμονες που δεν κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να επιστρέφουν στη δεξιά ιστοριογραφία της δεκαετίας του 1950 και να καταλήγουν σε σαθρά επιστημονικά συμπεράσματα» εξαιτίας πρόδηλων μεθοδολογικών λαθών. Η ίδια, ασφαλώς, αναγνωρίζει ότι ως επιστήμων έχει και άλλες τοποθετήσεις πέραν των επιστημονικών και ότι είναι «επίσης εκτεθειμένη στους πάντες διότι δεν υπάρχει ασφαλής τόπος όπου μπορεί να σταθεί κάποιος πολιτικά».
Γράφει η Νένη Πανουργιά ότι σήμερα «ο νόμος έχει γίνει το δέρμα του κράτους». Τι ακριβώς εννοεί; «Το δέρμα είναι το μεγαλύτερο όργανο του σώματός μας, το καλύπτει και το προστατεύει. Αντιστοίχως ο νόμος, σαν άλλο δέρμα, δεν αφήνει περιθώριο διαφυγής στο πολιτικό σώμα, δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής ανυπακοής επειδή το κράτος, μέσω του νόμου, επιχειρεί να καλύψει τα πάντα, κάθε πτυχή της ύπαρξης του ανθρώπου» απάντησε. Υπάρχουν πολλοί και μάλιστα αριστεροί, της επισημάναμε όταν η κουβέντα ξεστράτισε από τις θεωρίες στη σημερινή κρίση, που λένε ότι και στην Ελλάδα έχουμε ένα είδος χούντας με δημοκρατική χλαίνη. «Καλά, αυτό είναι γελοίο. Κοιτάξτε, το γράφω κάπου στο βιβλίο ότι οι δικτατορίες σήμερα γίνονται διαφορετικά, δεν γίνονται με στρατιωτική επέμβαση αλλά με ένα σφίξιμο του νομικού πλέγματος το οποίο ελέγχει και την παραμικρή έκφραση ή εκδήλωση της καθημερινής μας ζωής». Συμβαίνει, βεβαίως, και το άλλο: κάποιος να επικαλείται τη νομιμότητα την ώρα ακριβώς που την υπονομεύει. Το ίδιο το κράτος, πρώτο και πάνω από όλους. «Γι’ αυτό λέω ότι η πιο πολιτική πράξη, και η πιο αριστερή πράξη, είναι η προάσπιση του νόμου. Ο πολίτης έχει την υποχρέωση όχι μόνο να τηρήσει τον νόμο αλλά και να εγκαλέσει το κράτος όταν το τελευταίο αποδεδειγμένα τον καταστρατηγεί» υπογράμμισε η ίδια.

«Το ίδιο πράγμα κάνει και η Χρυσή Αυγή, επικαλείται τον νόμο τη στιγμή που τον παραβιάζει»
είπε η Νένη Πανουργιά. Πώς βλέπει η ίδια την εκρηκτική της άνοδο τα τελευταία χρόνια, υπάρχει άραγε κάποια ανθρωπολογική εξήγηση για την επιρροή της; «Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι πολλαπλό. Να λάβουμε υπ’ όψιν μας πόσοι στην Ελλάδα συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, τον δωσιλογισμό. Από τη μια, έχει αποδειχθεί ότι ο σκληρός πυρήνας της προέρχεται από οικογένειες ταγματασφαλιτών. Από την άλλη, θυμάμαι τώρα την πρωτοποριακή μελέτη της κλινικής ψυχολόγου Μίκας Χαρίτου-Φατούρου (σ.σ. πέθανε στις 15 Ιανουαρίου) που πήρε συνεντεύξεις όχι μόνο από τους βασικούς βασανιστές της χούντας αλλά και από εκείνους που είχαν βασανιστεί στο ΚΕΣΑ για να γίνουν βασανιστές. Τα συμπεράσματά της ήταν ότι αν πάρεις τον οποιονδήποτε και τον εκπαιδεύσεις με τον κατάλληλο τρόπο, μπορείς να τον κάνεις βασανιστή». Συνδυάζοντας αυτή τη θεωρία, εκτίμησε η Νένη Πανουργιά, με την αντίστοιχη του Νόαμ Τσόμσκι για κατασκευή της συναίνεσης, μπορούμε ίσως να καταλάβουμε γιατί ένα μέρος του πληθυσμού στράφηκε προς τη Χρυσή Αυγή για να αντιπροσωπευθεί πολιτικά.

«Με δεδομένη πλέον την εμπειρία του σύνθετου ζητήματος του μεταναστευτικού, βρήκαν όλοι αυτοί εύκολη διέξοδο στον λόγο της Χρυσής Αυγής, εκεί διοχέτευσαν την οργή τους. Αυτή την οργή το κράτος δεν μπορούσε να τη διαπραγματευτεί, ούτε να τη διαχειριστεί ούτε να τη χειραγωγήσει –καλλιεργήθηκε άλλωστε η Χρυσή Αυγή συστηματικά από τη δεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας ως το αντίπαλον δέος στην Αριστερά μέχρι και τη δολοφονία του Π. Φύσσα, δηλαδή έκανε η Χρυσή Αυγή την πολιτική λάντζα της Δεξιάς. Οπότε απέμεινε ένα μέρος της κοινωνίας σε καθαρά επίπεδο συναισθηματικό, ούτε καν ιδεολογικό ή εγκεφαλικό, να αναζητεί κάποια γλώσσα έκφρασης και νοηματοδότησης. Τι έκανε λοιπόν η Χρυσή Αυγή; Παρέλαβε όλη τη γλώσσα, όλο το discours της Αριστεράς, των «Επικίνδυνων πολιτών» που συζητούμε, και το μεταγλώττισε σε ναζιστικό»
είπε.
«Η κοινωνία πρέπει να αποκηρύξει τη βία»
Η κυρία Πανουργιά θεωρεί ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τη χώρα, πέραν της οικονομίας, στην παρούσα φάση είναι το μεταναστευτικό. «Η ηθική στάση απέναντι στον μετανάστη είναι να τον βοηθήσεις. Στην Ελλάδα δε ένας λόγος παραπάνω διότι μέχρι το 1990 ήταν μια χώρα που εξήγε μετανάστες και δεν εισήγε. Είναι αδύνατον να σκεφθούμε την ελληνική ιστορία αποκομμένη από την ιστορία της μετανάστευσης. Τίθεται όμως εδώ ένα πολιτικό θέμα. Πώς μπορεί μια χώρα να βοηθήσει το 1/10 εσχάτως του πληθυσμού της σε μια περίοδο που η εξαθλίωσή του επηρεάζει και τους μη μετανάστες; Ομολογουμένως βρισκόμαστε στην κόψη ενός ξυραφιού και η Αριστερά καλείται να περπατήσει πάνω της. Η πρώτη κίνηση πρόσκλησης μεταναστών, ως εργατικών χεριών, έγινε από τη χούντα, πράγμα που αξίζει να θυμόμαστε σήμερα. Ο Παττακός προσκάλεσε την Πακιστανική Κοινότητα με διμερή συμφωνία. Μέρος της κριτικής προς τη χούντα τότε ήταν ότι έφερε ξένους που έπαιρναν τις δουλειές από τους Ελληνες. Ο ίδιος ο σημερινός πρωθυπουργός, όχι και τόσο παλιά, πήγε στην Αλβανία και είπε «ελάτε διότι έχουμε δουλειές να σας προσφέρουμε»» τόνισε η ελληνίδα ανθρωπολόγος. «Το να θεωρείται άκρα Αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστείο» είπε η Νένη Πανουργιά για τη λεγόμενη θεωρία των δύο άκρων, η οποία είναι «επιστημονικά α-νόητη και πολιτικά ύποπτη». Δεν έχει όμως ανοικτά ζητήματα με τη βία η Αριστερά; «Η Αριστερά έχει τόση σχέση με τη βία όσο έχει και η Δεξιά με τη βία, όση έχει και το Κέντρο με τη βία, δεν υπάρχει πολιτική χωρίς βία, αυτό το ξέρουμε από τον Αριστοτέλη. Το θέμα είναι πώς μπορεί κανείς να διαχειριστεί τη βία προτάσσοντας έναν συγκροτημένο πολιτικό λόγο. Εδώ έχουμε ένα τεράστιο θέμα που δεν θα έπρεπε να εξαντλείται σε μια δήλωση της Αριστεράς εναντίον της βίας. Για να μπορέσουμε να σκεφθούμε πώς θα μπορούσε η Αριστερά να αποκηρύξει τη βία θα πρέπει πρώτα να συζητήσουμε πώς η κοινωνία αλλά κυρίως η συντεταγμένη εξουσία θα μπορούσε να αποκηρύξει τη βία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ