Παραμονή Πρωτοχρονιάς, λίγο προτού κλείσει τα ενενήντα της χρόνια, έφυγε από τη ζωή η Νόρα Αναγνωστάκη. Κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, μεταφράστρια, μαζί με τον σύζυγό της Μανόλη Αναγνωστάκη αποτέλεσαν ένα συγγραφικό ζεύγος με ισχυρή παρουσία στην πνευματική μας ζωή των μεταπολεμικών περιόδων, ιδιαίτερα κατά τις κρίσιμες στιγμές τους. Ουσιαστική ήταν η συμβολή της στην έκδοση και στην επιλογή της ύλης του περιοδικού Κριτική (1959-1961), που διηύθυνε ο Μανόλης Αναγνωστάκης (ένα από τα σπουδαιότερα μεταπολεμικά περιοδικά, που ανανέωσε με τις αντισυμβατικές και αντιδογματικές θέσεις του την κριτική μας σκέψη), ενώ καίρια ήταν (και είναι) τα κείμενά της που δημοσίευσε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ανθρωπος ζωντανός, ευφυής, με χιούμορ, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους φίλους της, που απολάμβαναν τις συζητήσεις τους μαζί της.
Το έργο της Νόρας Αναγνωστάκη είναι σημαντικό παρά τη μικρή έκτασή του: τρία ολιγοσέλιδα βιβλία (Μαγικές εικόνες, 1973· Η κριτική της παντομίμας, 1977· Πνευματικές ασκήσεις, 1988) και μια εκτεταμένη μελέτη για τον Κοσμά Πολίτη (1993), τα οποία, όλα μαζί, στη συγκεντρωτική έκδοσή τους (Διαδρομή, 1995) δεν ξεπερνούν τις 350 σελίδες. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι μεταφράσεις της σημαντικών ξένων κριτικών κειμένων (είναι η πρώτη που μετέφρασε στη χώρα μας κείμενο του Ρολάν Μπαρτ) και μυθιστορημάτων. Η Αναγνωστάκη δεν ήταν επαγγελματίας κριτικός, με την έννοια της συστηματικής και αδιάλειπτης δραστηριότητας. Εγραφε μόνο όταν αισθανόταν ότι είχε να πει κάτι το ενδιαφέρον. Πίστευε ότι η δημιουργική δουλειά στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής «δεν βγαίνει σωστά χωρίς μεγάλες περιόδους ανάπαυλας», γιατί «κάθε τι ζωντανό χρειάζεται για να γεννηθεί ένα στάδιο κυοφορίας» και γιατί, παρ’ ότι η κριτική πράξη είναι δευτερογενής, «ο κριτικός χρειάζεται την έμπνευση», που δεν είναι παρά «η απατηλή επιφάνεια ενός πράγματος που ωριμάζει καιρό μέσα του». Ωστόσο η έλλειψη συνέχειας και συστηματικότητας στο έργο της αποδεικνύεται φαινομενική, όταν μελετήσει κανείς προσεκτικά τα κείμενά της, γιατί τότε θα διαπιστώσει τη συνοχή τους ως συνόλου. Το να μη γράφει κανείς παρά μόνο όταν έχει να πει κάτι, αποτελεί ένα άλλο είδος συστηματικότητας, που τον προφυλάσσει από τη διάχυση ή την επανάληψη και του επιτρέπει να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που θεωρεί ουσιώδες.
Το ουσιώδες που έχει να πει η Αναγνωστάκη, παρ’ ότι εκτείνεται σε διάφορα είδη λόγου, αφορά κυρίως την ποίηση –κι αυτό είναι το δεύτερο εξωτερικό χαρακτηριστικό της. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελείται από προσεγγίσεις του έργου συγκεκριμένων ποιητών, προσεγγίσεις τις οποίες συνδυάζει με έναν ευρύτερο λόγο περί ποιήσεως, μετακινούμενο συνεχώς από την ποιητική συγχρονία στη διαχρονία. Ακόμη και οι σελίδες της οι αναφερόμενες στην έννοια της λογοτεχνικής κριτικής την ποίηση έχουν κυρίως στο οπτικό τους πεδίο.
Η γραφή της Αναγνωστάκη, χωρίς να είναι συναισθηματική, εκλύει στην επιφάνεια των κειμένων της μια συγκινησιακή ένταση, η οποία τους δίνει μια καλλιτεχνικότητα διαφορετική από εκείνη των καλλιτεχνιζόντων κριτικών κειμένων, που είναι, κυρίως, τα κείμενα της ιμπρεσιονιστικής κριτικής. Διαφορετικά από την, ως επί το πλείστον, ενοχλητική θέρμη των ιμπρεσιονιστικών κειμένων, τα κείμενα της Αναγνωστάκη περιέχουν μια δροσιά, που μετατρέπει το προσωπικό στοιχείο σε αντικειμενικότερη κριτική διαπίστωση, χωρίς να το αποπροσωποποιεί και χωρίς να το ψυχραίνει. Διότι εκείνο στην Αναγνωστάκη που φαίνεται έκφραση μιας υποκειμενικότητας είναι το αποτέλεσμα μιας γόνιμης ζύμωσης της ευαισθησίας με τη γνώση. Μια γνώση που λειτουργεί υποδορίως χωρίς να επιδεικνύεται.
Από τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του κριτικού λόγου της Αναγνωστάκη θα πρέπει πρώτα να επισημανθεί η κριτική της δεξιότητα: η ικανότητα της μετάβασης από το ειδικό στο γενικό, και αντιστρόφως, με μια φυσικότητα που φανερώνει κριτική ωριμότητα ήδη από τα πρώτα της κείμενα. Οι κριτικές της για τον κάθε συγγραφέα περιέχουν αρκετές τέτοιες μεταβάσεις, που δίνουν στη συγκεκριμένη προσέγγιση μια αβίαστη μακροσκοπική οπτική. Αλλά και όταν μιλάει για τη λογοτεχνία γενικά, επεξηγεί με συγκεκριμένα παραδείγματα τα σημεία που θέλει να υπογραμμίσει εικονογραφώντας τα με ενάργεια μικροσκοπίου, χωρίς να δίνει την αίσθηση μιας εξωτερικής αναδίπλωσης του κειμένου.
Ενα δεύτερο εσωτερικό χαρακτηριστικό της κριτικής της Αναγνωστάκη είναι η εύστοχη τόλμη, η οποία, κυρίως, καταξιώνει τον κριτικό της σύγχρονης λογοτεχνίας. Είναι η τόλμη της ανακάλυψης αξιόλογων πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων. Το να μιλάς σήμερα για τον Σαχτούρη, τον Σινόπουλο ή τον Παπαδίτσα είναι εύκολο. Ομως, την εποχή που μιλούσε γι’ αυτούς η Αναγνωστάκη, και για τις τότε συνθήκες της λογοτεχνικής κριτικής, αποτελούσε πράξη κριτικού θάρρους όχι μόνο το γεγονός ότι μιλούσε αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε.
Το περιεχόμενο εκείνων που έλεγε για τους σύγχρονούς της ποιητές είναι το τελευταίο από τα χαρακτηριστικά που προσπαθώ να περιγράψω. Η βοήθεια που μας πρόσφερε η Αναγνωστάκη για να κατανοήσουμε την ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς θα πρέπει να υπογραμμιστεί. Ο προσδιορισμός των στοιχείων που διαφοροποιούν την ποίηση αυτής της γενιάς από την ποίηση της προπολεμικής εποχής αποτελεί συμβολή στην καλύτερη κατανόηση της νεωτερικής ποίησης, ενώ συγχρόνως με τις σελίδες της για τους ποιητές της γενιάς του ’70 ενθάρρυνε τους ποιητές αυτούς να προχωρήσουν στον δικό τους δρόμο και να γεωγραφήσουν το δικό τους ποιητικό πεδίο.
Απαλλαγμένη από ιδεολογικές και θεωριακές παρωπίδες και με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αίσθηση του πραγματικού η Νόρα Αναγνωστάκη άσκησε μια κριτική που βασική αρχή της ήταν να πει όχι τι λέει ένα λογοτεχνικό έργο αλλά τι σημαίνει, και γιατί το λέει όπως το λέει, δηλαδή η αισθητική αξιολόγηση του έργου –θεωρώντας, βέβαια, την τέχνη κάτι πολύ περισσότερο από την απλή δημιουργία (ή απόλαυση) του ωραίου. Αλλο μέτρο ευθύνης και εντιμότητας για έναν κριτικό δεν έβρισκε από την ειλικρινή και ευθεία διατύπωση της γνώμης του.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ