Στέφαν Αντρες
Ο Γκρέκο ζωγραφίζει τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή
Mετάφραση Χ. Ε. Μαραβέλιας.
Εκδόσεις The Athens Review of Books, 2013,
σελ. 78, τιμή 9 ευρώ

«Ξέρετε, είναι μάταιο να σκοτώνουμε τους ιεροεξεταστές. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποτυπώσουμε την όψη αυτών των ατιμαστών του Χριστού». Πίσω από το καβαλέτο του ο Ντομένικος Θεοντοκόπουλος παρατηρεί το πρόσωπο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή Νίνιο ντε Γκεβάρα προτού σύρει τις πρώτες γραμμές στην προσωπογραφία που του παραγγέλθηκε. Ο φοβερός καρδινάλιος, υπεύθυνος για εκατοντάδες θανάτους «αιρετικών», διαβάζει σιωπηλός. Είναι ντυμένος τα βιολετί μάλλινα ράσα της Σαρακοστής των Χριστουγέννων. Στο στυφό κροκοκίτρινο πρόσωπό του δύο ουρανί μάτια κινούνται πίσω από ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά με σκούρο σκελετό. Στην πλατεία της Μητρόπολης της Σεβίλλης ακούγονται πατημασιές αλόγου. Καθώς ο ήλιος πέφτει, η μακριά πομπή των δομινικανών μοναχών, των μετανοημένων και των πελιδνών αιρετικών, η τρομερή πομπή της Ιεράς Εξέτασης ετοιμάζεται να ξεκινήσει.

Εικαστικά ατμοσφαιρική, ευθέως στοχαστική και εμμέσως πολιτική, η νουβέλα Ο Γκρέκο ζωγραφίζει τον μεγάλο ιεροεξεταστή (The Athens Review of Books, 2013) του γερμανού συγγραφέα Στέφαν Αντρες (1906-1970) αναπαριστά τις συνθήκες δημιουργίας του πορτρέτου του Μεγάλου Ιεροεξεταστή από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Γράφτηκε με πυρετώδεις ρυθμούς το 1935, εμπνευσμένη από την εικόνα του πίνακα –ο οποίος εκτίθεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης –σε κάποιο θρησκευτικό περιοδικό και πρωτοκυκλοφόρησε το 1936.
Ο φόβος του Θεού και ο φόβος της πυράς, η εξουσία της Εκκλησίας και η εξουσία του βασιλιά, θρησκευτική ευσέβεια και ιερός τρόμος, βία, αρρώστια και τρέλα, μεγαλείο και αθλιότητα, ελευθερία και καταπίεση συγκατοικούν στην ερεθιστική για την τέχνη περίοδο της Ισπανίας του Φιλίππου Β'(1527-1598) και της Ιεράς Εξέτασης. Στην εποχή αυτή ανατρέχει ο Σίλερ στο δράμα Δον Κάρλος (1787), το οποίο γονιμοποίησε τη φαντασία του Ντοστογέφσκι με κατάληξη την περίφημη παραβολή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή περί ελευθερίας και υποταγής στους Αδελφούς Καραμαζόφ (1880).
Γιος μυλωνά, με σπουδές Θεολογίας, Φιλολογίας, Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Τέχνης, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ποιητής, ο Αντρες χρησιμοποιεί την ίδια εποχή ως πρόσφορο ιστορικό σκηνικό σε μια πολιτική αλληγορία περί φόβου, αντίστασης και ευθύνης του καλλιτέχνη απέναντι στην αναδυόμενη εξουσία του ναζισμού.
Παντρεμένος με εβραία και δίχως πιστοποιητικό φυλετικής καθαρότητας για την οικογένειά του, ο Αντρες βιοποριζόταν δύσκολα στη Γερμανία του Χίτλερ. Αδυνατώντας πλέον να εργαστεί σε εφημερίδες, στο θέατρο και στη Ραδιοφωνία της Κολονίας, το 1937 εγκαταλείπει με την οικογένειά του τη Γερμανία και καταφεύγει στο Ποζιτάνο της φασιστικής Ιταλίας. Στη Γερμανία θα επιστρέψει το 1949 για να ξαναφύγει –διαφωνώντας με την πολιτική του καγκελαρίου Αντενάουερ –το 1961 για την Ιταλία, όπου θα ζήσει ως τον θάνατό του.
Σε τούτο το σύντομο αφήγημα ο Αντρες φαντάζεται τις συνθήκες μέσα στις οποίες ο Γκρέκο ζωγράφισε την προσωπογραφία του Νίνιο ντε Γκεβάρα: την επίσκεψη του βοηθού του καρδιναλίου στο εργαστήρι του φημισμένου ζωγράφου στο Τολέδο, την προσταγή να παρουσιαστεί ενώπιον της Πανιερότητάς του, την ανησυχία του ασυμβίβαστου καλλιτέχνη, το ταξίδι στη Σεβίλλη, τη συνάντηση με τον πανίσχυρο εκκλησιαστικό άνδρα. Δίπλα στον καλλιτέχνη βρίσκουμε τον γιατρό Καζάλα, έμπιστο φίλο και επικίνδυνη γνωριμία, αδελφό του θεολόγου Καζάλα που κάηκε στην πυρά. Οι συζητήσεις τους γίνονται το πεδίο όπου ο Αντρες φιλοσοφεί για το τρομακτικό μεγαλείο του Θεού, για το Καλό και το Κακό, για την αναζήτηση της αλήθειας, για το πώς ο καθένας διαλέγει τη θέση που του αναλογεί στον κόσμο.

«Πιστεύει η Ιερά Εξέταση ότι μαζί με το σώμα μπορούν να καούν και οι φωνές; Η Αγία Εκκλησία έκανε σπόρο το αίμα των μαρτύρων»
παρατηρεί ο γιατρός Καζάλα ενώ θεραπεύει τον ασθενή καρδινάλιο, για να λάβει την αλαζονική απάντηση ότι η εξουσία της Εκκλησίας έχει το μονοπώλιο στην αλήθεια. Απέναντί του ο καλλιτέχνης Γκρέκο, φύση ευεπίφορη στην παρατήρηση και στην αφαίρεση, διατυπώνει νόμους με τη μορφή αφορισμών: «Ο φόβος χωρίζει τον κόσμο σε μέρη, αυτός είναι η αρχή της σοφίας». Ομολογεί πως «ο φόβος μου είναι εκείνος που ζωγραφίζει». Οι πίνακές του «κόβουν τον κόσμο στη μέση» και αποκαλύπτουν το εσωτερικό του. Αυτή είναι η αποστολή της τέχνης και ο Γκρέκο απεικονίζει τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή όπως τον συγκράτησαν τα μάτια του μέσα από τον πυρήνα του φόβου: με φλογερά μεταξωτά κόκκινα άμφια σε σκούρο φόντο, σαν τη «ματωμένη φωτιά της Εκκλησίας» μέσα στη νύχτα.
Στοχασμός και εξπρεσιονιστικές περιγραφές
Ο γερμανός συγγραφέας διατηρεί τη δομή της παραδοσιακής κεντροευρωπαϊκής φιλοσοφικής αφήγησης και την κεντά με περιγραφές εξαιρετικής εικαστικής δύναμης, βασισμένος σε πίνακες του Θεοτοκόπουλου. Σοφά επιλεγμένη, η εικονοποιία του συντελεί στη δημιουργία συσχετισμών ανάμεσα στην εποχή του Γκρέκο και στη δική του. Οι παραμορφωμένες φιγούρες και οι δραματικές φωτοσκιάσεις του ζωγράφου από την Κρήτη -το συγκλονιστικό Τολέδο πάνω στο βουνό απειλητικά φωτεινό σε μια φαντασμαγορική στιγμή στην καταιγίδα –εκφράζουν ένταση συναισθήματος συγγενούς υφής με την τέχνη του γερμανικού εξπρεσιονισμού της εποχής του Αντρες.
Ο γλαφυρός ιστορικός διάκοσμος της νουβέλας φαίνεται ότι ξεγέλασε τη ναζιστική λογοκρισία. Tο κείμενο κυκλοφόρησε ευρέως στα χρόνια του και παραμένει το γνωστότερο από τα γραπτά του Αντρες. Στα ελληνικά η μετάφραση του Χ. Ε. Μαραβέλια επιχειρεί επιμελώς να αναπαραστήσει το γλωσσικό περιβάλλον της αφηγούμενης εποχής και θυμίζει σε σημεία την πλούσια γλώσσα του Ερωτόκριτου. Οσο για τον πρωταγωνιστή της αφήγησης, ακριβώς 400 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614), φορτωμένος και με το βάρος της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας, φτάνει σε καιρούς πονηρούς ως σύμβολο αντίστασης του καλλιτέχνη απέναντι στην αυθαιρεσία και στη βία του μίσους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ