Philip Roth
Το θέατρο του Σάμπαθ
Μετάφραση Ανδρέας Βαχλιώτης.
Θεώρηση μετάφρασης και σημειώσεις Κατερίνα Σχινά.
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 614, τιμή 20 ευρώ

Το μότο που προτάσσει ο Φίλιπ Ροθ στο μυθιστόρημά του Το θέατρο του Σάμπαθ είναι μια φράση που τη λέει στην πέμπτη πράξη της Τρικυμίας του Σαίξπηρ ο Πρόσπερο: «Κάθε τρίτη σκέψη μου θα ‘ναι το μνήμα μου». Ο αναγνώστης θα πρέπει να μείνει στο περιεχόμενό της καθαυτό και να μη συγκρίνει τον κεντρικό χαρακτήρα Μίκι Σάμπαθ με τον αντίστοιχο του Βάρδου με τον οποίον δεν έχει καμία σχέση.

Πρόκειται για το επιδεικτικότερο, επιθετικότερο και προκλητικότερο βιβλίο του Ροθ μετά τη Νόσο του Πόρτνοϊ που τον έκανε διάσημο παγκοσμίως. Αλλά το Το θέατρο του Σάμπαθ είναι μυθιστόρημα πολύ πιο σύνθετο και φιλόδοξο και μόνο γιατί αναδεικνύει έναν τόσο σπάνιο όσο και εξωφρενικό –αλλά και απολύτως αληθοφανή –χαρακτήρα όπως ο Σάμπαθ, ο οποίος ως τα μέσα περίπου της αφήγησης δίνει την εντύπωση πως ανήκει στους πλέον μισητούς χαρακτήρες του σύγχρονου μυθιστορήματος. Για να διαπιστώσουμε ολοκληρώνοντας την ανάγνωση πως δεν πρόκειται για έναν βδελυρό και θλιβερό Μεφιστοφελή αλλά για πλάσμα εξοργιστικά κωμικό και τραγικό ταυτοχρόνως.
Ο Σάμπαθ είναι 64 ετών, πρώην ταλαντούχος μαριονετίστας ο οποίος εξαιτίας μιας αρθρίτιδας εδώ και τριάντα χρόνια έχει πάψει να κινεί τις μαριονέτες του. Εδώ, εν τούτοις, τις έχουν αντικαταστήσει οι άνθρωποι που συναντά –κι έτσι τους χειρίζεται: σαν μαριονέτες, έχοντας ταυτίσει τη ζωή του με το σεξ. Το χρήμα, η σταδιοδρομία, η κοινωνική επιτυχία και οτιδήποτε άλλο δεν έχουν σημασία. Ο Σάμπαθ απιστεί, όποτε βρει ευκαιρία, στην πρώτη του γυναίκα, μια ελληνοαμερικανίδα, η οποία κάποια μέρα εξαφανίζεται. Οδηγεί στον αλκοολισμό τη δεύτερη και την εγκαταλείπει όταν η τελευταία προσπαθεί να αποτοξινωθεί. Συνδέεται ερωτικά με μια άλλη γυναίκα από την Κροατία, την Ντρένκα, και σ’ αυτήν ανακαλύπτει το alter ego του.
Η Ντρένκα είναι γήινη και αδηφάγα στο σεξ, μια ερωτική μηχανή (μάλιστα κάποτε είχε κάνει έρωτα τέσσερις φορές με τέσσερις διαφορετικούς άνδρες σε μία μέρα χωρίς να είναι πόρνη). Οταν πεθαίνει από καρκίνο, ο Σάμπαθ βυθίζεται σε κατάθλιψη αλλά συνεχίζει να συμπεριφέρεται ερωτικά με τον ίδιο τρόπο. Μάλιστα, δεν διστάζει σε ένα ταξίδι του στη Νέα Υόρκη να «τα ρίξει» πρώτα στην υπηρέτρια και κατόπιν στη σύζυγο ενός θεατρικού παραγωγού, του μόνου φίλου που του είχε απομείνει.
Υπάρχουν πολλές εξωφρενικά προκλητικές σκηνές όσον αφορά το σεξ, όχι φυσικά εξαιτίας της βωμολοχίας, που ούτε σπάνια είναι ούτε προσβλητική την σήμερον ημέρα. Και είναι τέτοιες γιατί εκφράζουν μιαν απέχθεια προς τη ζωή, μια τραγική μισανθρωπία, ό,τι ο ίδιος ο συγγραφέας αποκάλεσε σε ένα άλλο του βιβλίο «ανθρώπινο στίγμα».
Μετά τον θάνατο της Ντρένκα ο Σάμπαθ ανακαλεί την προηγούμενη ζωή του, σαν να φωτίζει μια τεράστια μαύρη τρύπα όπου περιφερόταν δεκαετίες ολόκληρες. Τα διαλείμματα είναι λίγα –κι αυτά έχουν να κάνουν με την παιδική του ηλικία και τον δεσμό του με τον αδελφό του, ο οποίος σκοτώθηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε πάνω από τις Φιλιππίνες. Από το τραύμα που του προκάλεσε ο θάνατος εκείνος, ο Σάμπαθ δεν συνήλθε ποτέ.
Η απώλεια του αδελφού του το 1942 σηματοδότησε και το τέλος της αθωότητάς του. Κοντά σ’ αυτό συμπεραίνουμε και κάτι ακόμη: ότι στα χρόνια που ακολούθησαν δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την ανάμνηση και την επίδραση της εβραίας μητέρας του, που «είχε ξαμοληθεί καταπάνω του», που «είχε επιστρέψει για να τον συνοδέψει στον θάνατό του».
Τα όποια φροϋδικά όμως σταματούν εδώ και αποτρέπουν τον αναγνώστη από το να επιχειρήσει να ανακαλύψει αυτοβιογραφικά στοιχεία στον Σάμπαθ, τα οποία υπάρχουν σε έναν άλλο διάσημο χαρακτήρα του Ροθ, τον Ζούκερμαν, όπως ασφαλώς θα τα έχουν εντοπίσει και στη χώρα μας οι πολυπληθείς θαυμαστές του σημαντικού αυτού πεζογράφου.
Ενας από τους πλέον εξέχοντες αμερικανούς κριτικούς, ο Ιρβινγκ Ιάου, έγραψε κάποτε πως θα διαπράξει θανάσιμο σφάλμα όποιος θελήσει να διαβάσει για δεύτερη φορά τη Νόσο του Πορτνόι με την οποία ορισμένοι, κάπως αυθαίρετα, νομίζω, συγκρίνουν το θέατρο του Σάμπαθ. Αλλά ζούμε σε μια εποχή όπου πολύ σπάνια τα μυθιστορήματα διαβάζονται για δεύτερη φορά. Το ζήτημα είναι πολλές φορές αν διαβάζονται ολόκληρα έστω και μία φορά –και το θέατρο του Σάμπαθ διαβάζεται ολόκληρο και μάλιστα με αυξανόμενο ενδιαφέρον από σελίδα σε σελίδα.
Το εντυπωσιακό επιπλέον είναι πως ο αφηγηματικός καμβάς τούτου του ογκώδους μυθιστορήματος πλέκεται εξ ολοκλήρου σε ένα μόνο πρόσωπο, σε έναν αδηφάγο, μονοδιάστατο, φαινομενικά, χαρακτήρα, πάνω στον οποίον αθροίζονται καταστροφές, δράματα, αθλιότητες και εξοργιστικές υπερβολές. Κι ενώ οι σεξουαλικές περιγραφές είναι κι αυτές θεατρικές (σαν να λαμβάνουν χώρα επί σκηνής), έχεις την αίσθηση ότι η τεστοστερόνη διαποτίζει όλο το βιβλίο, ακόμη και τις αναφορές σε θέματα κουλτούρας. Πρόκειται όμως για απλή αίσθηση.
Κάποιοι στις ΗΠΑ έγραψαν πως ο Σάμπαθ είναι ένας Γαργαντούας του σεξ. Είναι και αυτό –αλλά όχι μόνον αυτό. Πρόκειται για έναν αγοραφοβικό, κλειστοφοβικό τύπο, έναν άνθρωπο της πόλης γεμάτον οργή όχι για τον εαυτό του αλλά για την ίδια τη ζωή που ζει και που δεν θέλει να την αλλάξει. Τι είναι όμως η ζωή αυτή; Ενας παρατεταμένος θάνατος. Ετσι εξηγείται που μετά τον θάνατο της Ντρένκα ο Σάμπαθ σχεδιάζει την αυτοκτονία του. Κι ακόμη που στο τέλος καταλήγει να την ακυρώσει γιατί «δεν μπορούσε να το κάνει». Και δεν μπορούσε διότι «πώς να εγκαταλείψει τη ζωή; Πώς να φύγει. Ολα όσα μισούσε ήταν εδώ».
Η ακραία μορφή της μισανθρωπίας συνεπάγεται πως ο μισάνθρωπος συμπεριλαμβάνει στους αποδέκτες του μίσους και τον εαυτό του. Εκείνος που έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο δεν διστάζει να εξαπατήσει, να προδώσει, να πει ψέματα, να εκμεταλλευθεί και να προσβάλει όποιον βρει μπροστά του. Τέτοιος είναι ο αντι-ήρωας του Ροθ που τον παρουσιάζει ως αδίστακτο και ταυτοχρόνως εξωφρενικά αστείο με μια ειρωνεία που σπάει κόκαλα. Πόσο αστείος όμως μπορεί να είναι κάποιος που σχεδιάζει τον θάνατό του; Ο Ροθ εδώ, όπως κι αργότερα, στην εξαίρετη νουβέλα του Κανένας, συναντά τον Μπέκετ, ο οποίος έλεγε πως ο θάνατος είναι αστείος. Και μόνον αυτός που είναι περισσότερα από όσα μας δείχνει έχει τη δύναμη μέσα από το σκοτάδι να δει τον θάνατο στα μάτια και να τον χλευάσει κατά πρόσωπο.
«Εχει πολλή ελευθερία»
Οταν οι συγγραφείς μιλούν για τα έργα τους είναι χρήσιμο να τους ακούμε χωρίς κάτι τέτοιο να συνεπάγεται πως ό,τι λένε θα πρέπει να το παίρνουμε τοις μετρητοίς. Ο Ροθ έλεγε: «Εχω ιδιαίτερη αδυναμία σ’ ένα βιβλίο που λέγεται Θέατρο του Σάμπαθ, το οποίο μισούν πολλοί. Δεν είναι βέβαια αυτός ο λόγος που μου αρέσει. Αλλα πιστεύω πως έχει πολλή ελευθερία μέσα του». Για έναν συγγραφέα που είναι Εβραίος και ζει στις ΗΠΑ (κι αυτό για τον Ροθ έχει σημασία) και που τα δράματα τα οποία περιγράφει τα ζουν άνδρες, η ελευθερία δεν είναι απελευθέρωση από φετίχ ή ταμπού, τα οποία ούτως ή άλλως κατέρρευσαν εδώ και πολλά χρόνια. Είναι η δύναμη να ανακαλύπτει κανείς εκείνες τις μορφές της έκφρασης που θα τον καταστήσουν ικανό να «σκαλίσει βαθιά μέσα στη μνήμη του» και «να βρει την πρόζα που θα πείσει τον αναγνώστη».
Το πολυεπίπεδο αυτό βιβλίο εκδόθηκε παλαιότερα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Επανακυκλοφορεί με την ίδια μετάφραση, η οποία όμως έχει υποστεί επεξεργασία και παρουσιάζεται τώρα αισθητά βελτιωμένη. Σπινθηροβόλο, προκλητικό, διαβολικό ενίοτε αλλά ερεθιστικό και ως θέμα και ως αφήγηση θα ενθουσιάσει τους θαυμαστές του Ροθ, που θα βρουν σ’ αυτό εν σπέρματι κάποιες από τις ιδέες και τα θέματα που ανέπτυξε στις μεταγενέστερες νουβέλες του. Καταλήγοντας, θα ήθελα να αναφέρω την επισήμανση ενός αμερικανού κριτικού: πως το Θέατρο του Σάμπαθ ενώ είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο νομίζεις ότι έχει γραφτεί στο πρώτο. Μόνον ένας ιδιοφυής σαν τον Ροθ θα μπορούσε να το επιτύχει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ