Φρίντριχ Νίτσε
Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιο-ελληνικής τραγωδίας.
Οι προπλατωνικοί φιλόσοφοι και σημειώσεις (1867-75)
Πρόλογος – μετάφραση – σχόλια: Βαγγέλης Δουβαλέρης.
Φιλολογική επιμέλεια: Ηρκος Ρ. Αποστολίδης.
Εκδόσεις Gutenberg, 2013,
σελ. 238, τιμή 14 ευρώ

O όρος «προσωκρατικοί» ή «προπλατωνικοί φιλόσοφοι» είναι σχετικά πρόσφατος στην ιστορία της δυτικής σκέψης και κάνει την εμφάνισή του γύρω στο 1800, στην κλασικο-ρομαντική περίοδο του γερμανικού ιδεαλισμού, τόσο στους στοχαστές (Χέγκελ) όσο και στους ποιητές (Χέλντερλιν). Ωστόσο, ένα βασικό πρόβλημα επισκιάζει την ιστορικο-φιλοσοφική «ανακάλυψη» αυτής της περιόδου: η προπλατωνική περίοδος δεν νοείται εξαρχής ως αυτόνομη και εντάσσεται συνήθως σε ένα οργανικό όλον (γέννηση, άνθηση, παρακμή) ονόματι «ελληνικός τρόπος σκέψης». Ο Νίτσε είναι ένας από τους πρώτους φιλοσόφους της νεωτερικότητας που αμφισβήτησε τον αποκλειστικό χαρακτηρισμό της προπλατωνικής φιλοσοφίας ως προδρομικού ρεύματος της περιόδου που ξεκινά με τον Πλάτωνα και κορυφώνεται με τον Αριστοτέλη. Η αποδόμηση του κυρίαρχου αυτού ιστορικού σχήματος άνοιξε τον δρόμο σε πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους στοχαστές (όπως ο Χάιντεγκερ και ο Πόπερ) για να αντικρίσουν σε αυτή την πρώιμη ποιητικο-φιλοσοφική σκέψη μιαν αστείρευτη πηγή ανανέωσης της σύγχρονης φιλοσοφίας.

Αισθητική θέαση του κόσμου


Αυτό που ο Νίτσε αναζητεί στο μακρινό παρελθόν της δυτικής σκέψης είναι ένα αντιχριστιανικό πορτρέτο του «μεγάλου ανθρώπου», το οποίο θα επιστρέψει στο όψιμο έργο του, μετά τον Ζαρατούστρα, με τη φιγούρα του υπερανθρώπου. Σε αυτή τη μάλλον «μνημειακή» άσκηση της ιστορίας ωθεί τον Νίτσε η δυσφορία μέσα στον υπερτροφικό επιστημονικό πολιτισμό της εποχής του και η ακλόνητη πεποίθηση ότι το παρελθόν (οι μεθομηρικοί 5ος και 6ος αιώνες π.Χ.) μένει να ανακαλυφθεί. Στο κυρίαρχο μοντέλο του ανθρώπου της θεωρίας, που ανάγεται στο πλατωνικό/σωκρατικό ιδεώδες (ήτοι στην εξίσωση: λογικό=αληθινό=ωραίο =ηθικό), ο Νίτσε αντιτάσσει μια «τραγική» κοσμοθεώρηση των πραγμάτων, δηλαδή μια αισθητική απόλαυση που αντλείται από τον πόνο, το παράδοξο, το αντιφατικό, το ασύμμετρο, το άσχημο και το χαοτικό. Ετσι, λ.χ., θα πει για τον Ηράκλειτο ότι «διέθετε το βασιλικό προνόμιο της ενορατικής σύλληψης, ενώ απέναντι στην εννοιολογική σκέψη και τους επαγωγικούς συλλογισμούς, συνεπώς τη Λογική, δείχνεται ψυχρός, απαθής και εχθρικός». Με φράσεις όπως «όλα περιέχουν την αυτο-εναντίωση» (Ηράκλειτος) ή στην αρχή ήταν «όλα μαζί» και κάθε τι μπορεί να γεννηθεί από το αντίθετό του (Αναξαγόρας), ο Νίτσε σχεδιάζει μια μεταφυσική της τέχνης που στην πραγματικότητα εδράζεται στη σύγχρονή του μεταφυσική της μουσικής του Σοπενάουερ και στις καινοτόμες κακοφωνίες (Dissonanzen) του Βάγκνερ.
Για τη νομιμοποίηση αυτής της αισθητικής δικαίωσης του κόσμου ο Νίτσε προσφεύγει στο ηρακλείτειο, υποτίθεται, «παιχνίδι του παιδιού και του καλλιτέχνη», αφού για τον γερμανό φιλόσοφο «το γίγνεσθαι είναι καλλιτεχνικό φαινόμενο, όχι ηθικό». Ωστόσο, η νιτσεϊκή εξίσωση του παιδιού και του καλλιτέχνη είναι αδιανόητη τόσο για το ηρακλείτειο σύμπαν όσο και για τον Ομηρο, ο οποίος πρώτος χρησιμοποιεί στην Ιλιάδα την εικόνα του παιδιού που παίζει στην άμμο γκρεμίζοντας τα κτίσματά του, για να υμνήσει την πολεμική δύναμη του θεού Απόλλωνα.
Ο παίζων καλλιτέχνης και η «Δημοκρατία των Μεγαλοφυών» συνιστούν επινοήσεις των μετακαντιανών ρομαντικών χρόνων, τις οποίες ο Νίτσε υιοθετεί προσωρινά προβάλλοντάς τες σε ένα προπλατωνικό παρελθόν. Κοντολογίς, η φράση του Νίτσε για το γίγνεσθαι ως εξωηθική και άρα «ανένοχη» διαδικασία μπορεί να ισχύει για τον Ηράκλειτο και τον Αναξαγόρα, η θετική απόφανσή του όμως για το γίγνεσθαι ως καλλιτεχνικό φαινόμενο αποτελεί επινόηση δική του και των ημερών του με στόχο την κατασκευή της εικόνας του ιδανικού φιλοσόφου, τον «αντιπροσωπευτικό τύπο» του οποίου ανακαλύπτει εντός της παλαιάς, προπλατωνικής «εξαίσιας κοινωνίας φιλοσόφων».
Πουθενά, όμως, δεν προκύπτει από τα κατάλοιπα του Αναξαγόρα ότι ο «αναξαγόρειος νους είναι ένας καλλιτέχνης και μάλιστα μια παντοδύναμη ιδιοφυΐα». Στη συνέχεια της στοχαστικής του πορείας ο Νίτσε αποδομεί την πίστη στην ιδιοφυΐα ως μια προσπάθεια του γερμανικού ιδεαλισμού (Γκαίτε, Καντ, Χέγκελ) να παρουσιάσει ως φύση ό,τι στην πραγματικότητα είναι τέχνη και τεχνική, έργο ενός πολιτισμού. Οταν ο Νίτσε γράφει ότι οι προπλατωνικοί φιλόσοφοι «αγνοούσαν κάθε σύμβαση», έχει πιθανώς στο μυαλό του την «ιδιοφυΐα» του Καντ, η οποία δεν χρειάζεται κανόνες για να δημιουργήσει αφού νομοθετεί ελεύθερα στο πεδίο της φαντασίας.
Το τέλος της μίμησης


Και ενώ ο Νίτσε φαίνεται να ενδίδει περιστασιακά στη ρομαντική έννοια της μεγαλοφυΐας των αρχών του 19ου αιώνα, την ίδια στιγμή απομακρύνεται από αυτόν, όταν γράφει την ιστορία των προπλατωνικών φιλοσόφων, αφού έρχεται σε ρήξη με τις έννοιες της ιστορικής συνέχειας και της προόδου στις οποίες ο αιώνας αυτός βασίστηκε.
Το σημείο ρήξης εντοπίζεται αρχικά στον Πλάτωνα, στη συνέχεια όμως εστιάζεται στον Σωκράτη, στο αβυσσαλέο προσωπείο του οποίου, όπως έγραφε ο Νίτσε στη Γέννηση της τραγωδίας, είναι αδύνατον να μη δούμε «την κρίσιμη καμπή και δίνη της παγκόσμιας Ιστορίας». Για να φωτίσει εντονότερα το ρήγμα που δημιουργείται εντός της υποτιθέμενης οργανικής ενότητας της ελληνικής φιλοσοφίας, ο Νίτσε κάνει χρήση μιας πολιτικής μεταφοράς που θα επικαθορίσει την εικόνα του Σωκράτη.
Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι ήταν ωραίες, υπερήφανες, ηρωικές και ευγενείς μορφές. Ο Σωκράτης, αντίθετα, ήταν ένας «υπερβολικά άσχημος», «αμόρφωτος πληβείος», που επιχείρησε μέσω της διαλεκτικής, ήτοι της δημαγωγίας, να υπονομεύσει την «τυραννική» προσωπικότητα των ευγενών αρχόντων της πάλαι ποτέ πολιτείας. Το γεγονός, όμως, ότι ο Σωκράτης κατάφερε να ανατρέψει την εξελισσόμενη αναθεώρηση του ελληνικού πολιτισμού, που ξεκίνησε με τους προσωκρατικούς, εξαναγκάζει τον Νίτσε να υιοθετήσει εν τέλει (μετά το 1875) μια περισσότερο μελαγχολική στάση απέναντι στο ιδανικό των «μεγάλων ανδρών» του παρελθόντος.
Πλέον αυτό που θα πρέπει να ξεπεραστεί μέσω μιας «κριτικής» ιστοριογραφίας δεν είναι μόνον οι αρχαίοι Ελληνες (προσωκρατικοί και κλασικοί) αλλά κάθε μορφή ιδανικού, που αποδεικνύεται έτσι φαντασίωση ενός πάσχοντος νου ο οποίος αναζητεί τη λύτρωση στα πρότυπα άλλων εποχών. Για τον «δυναμίτη» της Ιστορίας Νίτσε η μίμηση των αρχαίων και η προσφυγή σε αυτούς δεν αποτελεί παρά το σύμπτωμα της δυσφορίας του (μας) στον μοντέρνο πολιτισμό. Θα μπορούσε όμως να είναι και ένδειξη μιας θετικής θέλησης για δύναμη που ιδιοποιείται ερμηνευτικά κάτι ξένο και μακρινό για να επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Στην περίπτωση βέβαια αυτή δεν έχουμε να κάνουμε με μίμηση του παρελθόντος αλλά με την κατασκευή μιας μελλοντικής μορφής ζωής.
Ο Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (dionysos@panteion.gr).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ