Ιάκωβος Ανυφαντάκης
Αλεπούδες στην πλαγιά
Εκδόσεις Πατάκη,
σελ. 117, τιμή 7,90 ευρώ

Ενας τριανταεπτάχρονος λέκτορας Γερμανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων θα συναντήσει το καλοκαίρι του 2009 στην παραλία του Δρεπάνου μια γυναίκα από την εποχή των φοιτητικών του χρόνων. Ολα θα δείξουν διαφορετικά σε αυτή τη συνάντηση σε σχέση με το παρελθόν. Η αλλοτινή συμφοιτήτρια, που έχει εκπονήσει διδακτορικό για τον Θάνατο στη Βενετία του Τόμας Μαν, είναι τώρα μια ελαφρώς πλαδαρή μητέρα τριών παιδιών για την οποία κάθε φιλολογία μοιάζει εντελώς περιττή. Και ο παλαιός της φίλος όμως δεν βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση: μολονότι δεν έχει εγκαταλείψει τα διανοητικά του ενδιαφέροντα, πασχίζει επί ματαίω να τελειώσει ένα βιβλίο για τις Απόψεις ενός κλόουν του Χάινριχ Μπελ και δείχνει βυθισμένος σε μια μόνιμη ψυχική ατονία επιβαρυμένη από ένα έντονο αίσθημα σεξουαλικού ανικανοποίητου. Δεν είναι ίσως περίεργο που μέσα σ’ ένα τέτοιο μουντό κλίμα θα ανάψει μια ερωτική σπίθα μεταξύ δύο ανθρώπων οι οποίοι κατά τα άλλα ελάχιστα διαφέρουν από τα παγόβουνα: μια προσωρινή ανάταση, μια στιγμιαία διαφυγή, όπως θα βιαστούν αμφότεροι μετά τη συνεύρεσή τους να συνομολογήσουν, από μια κανονικότητα η οποία δεν πρόκειται επ’ ουδενί να μεταβάλει τη ρότα της.

Εκείνο το οποίο παίζει τον καθοριστικό ρόλο στη νουβέλα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη (γεν. 1983) Αλεπούδες στην πλαγιά, που αποτελεί το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο, δεν είναι το παρόν του τυχάρπαστου ερωτικού ζεύγους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ανακαλεί και αναχωνεύει ο κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής τα διαφορετικά επίπεδα του παρελθόντος: τα χρόνια των σπουδών (όταν ξεκινάει η σχέση του με τη Γεωργία και τη φίλη της Βίκυ) και την περίοδο της υπηρεσίας του ως εκπαιδευτικού στην Κρήτη (όταν η Γεωργία έχει ήδη παντρευτεί και παραιτηθεί από οποιαδήποτε επιστημονική και επαγγελματική φιλοδοξία). Η αφήγηση διατρέχει ανάποδα τον χρόνο (από τη συνάντηση στην παραλία του Δρεπάνου αρχικά προς τη δεύτερη και εν συνεχεία προς την πρώτη φάση της νιότης), θέτοντας επί τάπητος δύο αλληλένδετα θέματα: την αξιοπιστία της αφήγησης και την εγκυρότητα της μνήμης. Κάθε μετακίνηση του αφηγητή προς τα πίσω αλλάζει το παρελθόν όπως μας το έχει παρουσιάσει και περιγράψει ο ίδιος στο αμέσως προγενέστερο στάδιο κι αυτό μας κάνει αυτομάτως καχύποπτους απέναντι σε οποιονδήποτε ισχυρισμό του.
Για ποιον λόγο ο αφηγητής του Ανυφαντάκη αλλάζει συνεχώς τα δεδομένα της δράσης; Επειδή είναι εγκλωβισμένος στις πρότυπες μυθοπλασίες του Μπελ και του Μαν που θα τονίσουν με την καταβύθιση στον χρόνο (εντελώς αντίθετα από τα διαφαινόμενα της συνάντησης του 2009) την ερωτική του εγκατάλειψη (από τη Γεωργία και τη Βίκυ) σε συνδυασμό με την εμφάνιση ενός αντικειμένου του πόθου (τη Γεωργία) το οποίο ουδέποτε θα μάθει αν όντως επιθυμεί; Επειδή ολόκληρη η ζωή του (παρελθούσα και παρούσα) είναι καταπονημένη από την ακηδία την οποία σώρευσε επί δεκαετίες ο κοινωνικός περίγυρος χωρίς να κατορθώσει ούτε μία φορά να κρυφτεί (στο λογοτεχνικό διακείμενο θα προστεθεί εδώ η Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ) πίσω από τη ρουτίνα της τήρησης των καθημερινών συμβάσεων; Μήπως απλούστερα ο ήρωας μεταβάλλει κάθε τόσο την οπτική του γωνία επειδή θέλει να διαστρέψει το ιστορικό της πραγματικότητας προς ίδιον όφελος; Κι αν πάλι του έχει στήσει κάποια παγίδα το μνημονικό του, που ως γνωστόν διευθετεί κατά το δοκούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των πληροφοριών και των εικόνων του; Ο συγγραφέας έχει οργανώσει δεξιοτεχνικά την αφηγηματική του συνθήκη και υπό αυτή την έννοια κανένας δεν θα πρέπει να περιμένει έτοιμη την τροφή του.
Οι απορίες μπορεί να ποικίλλουν και οι απαντήσεις είναι κατά πάσα πιθανότητα περισσότερες από μία. Εχω πάντως τη γνώμη πως το προέχον στις Αλεπούδες στην πλαγιά (από έναν στίχο του Wallace Stevens για τη χαμένη ορμή των νιάτων) δεν είναι ούτε η προαναγγελία της κρίσης (με την εικονογράφηση της σιωπηρά απαξιωμένης κοινωνίας εντός της οποίας κινούνται οι πρωταγωνιστές) ούτε το παιχνίδι της διακειμενικότητας (με τις οργανικά αφομοιωμένες στην πλοκή λογοτεχνικές πηγές), αλλά κάτι πολύ πιο σωματικό και εμπράγματο: η εξίσωση του έρωτα με μια δραματική περιδίνηση. Μια περιδίνηση σπαραχτικά αποτυπωμένη, για να χρησιμοποιήσω ένα πολύ εύγλωττο παράδειγμα, στις φαντασιώσεις οι οποίες έρχονται να κατακλύσουν τον νου του αφηγητή όταν ανακαλύπτει την περίεργη εξαφάνιση της μικρής Αννιας στην Κρήτη.
Η μικρή Αννια είναι μια τοπική Λολίτα (να που δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από το βάρος των λογοτεχνικών μεταφορών) η οποία θα καταστραφεί από μόνη της, χωρίς τη συνδρομή κάποιου διαφθορέα όπως ο Χάμπερτ Χάμπερτ του Ναμπόκοφ. Ο αφηγητής όμως, όταν αναλογίζεται τις πράξεις που είναι πιθανόν να οδήγησαν τη μικρή Αννια στην καταστροφή, είναι ένας Χάμπερτ Χάμπερτ υπό αναστολή: συγκλονίζεται από μια διαφθορά στην οποία δεν είχε την ευλογία ή την κατάρα να δώσει το παρών (το ίδιο ισχύει για το κλεισμένο στο ντουλάπι σχισμένο ρούχο της Γεωργίας). Κι αυτό συνιστά το μοναδικό, ανείπωτο δράμα του. Γιατί ο Ανυφαντάκης δεν θα κατονομάσει ποτέ (ούτε στην περίπτωση της Αννιας ούτε κάπου αλλού) τη φωτιά με την οποία κατακαίει και ερημώνει ο ερωτισμός του ήρωα το εσωτερικό του τοπίο: θα αφήσει, κόντρα στην οποιαδήποτε ευκολία, τον άσαρκο σκελετό του να κυνηγάει σαν φάντασμα την ψυχή του και στα τρία χρονικά επίπεδα του βιβλίου, συναιρώντας παρόν, παρελθόν και μέλλον σ’ ένα σχεδόν βουβό αδιέξοδο –το αδιέξοδο μιας υπαρξιακής ερωτογραφίας που δημιουργεί ιδιαιτέρως σοβαρές προσδοκίες για την επόμενη δουλειά του συγγραφέα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ