Francis Haskell
Η δύσκολη γέννηση του βιβλίου τέχνης
Μετάφραση Παναγιώτης Ιωάννου.
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013,
σελ. 112, τιμή 12 ευρώ

Ο Φράνσις Χάσκελ (1928-2000) άργησε να περάσει το κατώφλι της εκδοτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ο Ερικ Χομπσμπάουμ σε νεκρολογία για τον καθηγητή Ιστορίας Τέχνης στην Οξφόρδη τον χαρακτηρίζει «τον επιφανέστερο ιστορικό της δυτικής τέχνης στη Βρετανία, πιθανότατα και στον κόσμο, μετά τη γενιά των προσφύγων μεγάλων μελετητών της δεκαετίας του 1930». Ηταν ο ιστορικός ο οποίος πραγματεύτηκε το έργο τέχνης όχι ως μεταφυσικώς αυτοτελή αισθητική υπόσταση αλλά ως προϊόν δημιουργίας που εντάσσεται σε προσδιορισμένο τόπο, χρόνο και κοινωνικά συμφραζόμενα. Οι άοκνες έρευνές του απέφεραν τεκμήρια για την ανέκαθεν σχέση της τέχνης με το χρήμα και η εμβληματική μελέτη του για την εξάρτηση των καλλιτεχνών από μαικήνες και χορηγούς (Patrons and Painters: Art and Society in Baroque Italy, 1962) αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία και στην κοινωνιολογία της τέχνης. Μελέτησε τους θεσμούς των μουσείων και των ιδιωτικών συλλογών. Ερεύνησε τις μετατοπίσεις του αισθητικού γούστου και τις καλλιτεχνικές μόδες, χαρτογράφησε τα κανάλια μέσα από τα οποία η υψηλή τέχνη –περιορισμένη αρχικά στους κύκλους ηγεμόνων, εκκλησιαστικών αρχόντων και ευγενών –έφτασε στο ευρύ κοινό και εξέτασε τα δίκτυα διακίνησης και εμπορίας της τέχνης.

Η δεξίωση του Χάσκελ στην Ελλάδα έγινε με την εκτενέστατη μελέτη Η Ιστορία και οι εικόνες της (μτφ. Αλίκη Τσοτσορού, Δημήτρης Κοσμίδης, Νεφέλη, 2012). Κυκλοφορεί τώρα Η δύσκολη γέννηση του βιβλίου τέχνης (μτφ. Παναγιώτης Ιωάννου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013), μια διάλεξή του στο Birkbeck College του Λονδίνου για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του ιδρυτή των εκδόσεων Thames and Hudson, ενός οίκου που το λογότυπό του στολίζει εκδόσεις τέχνης υψηλών προδιαγραφών. Ο Χάσκελ, φημισμένος στους ακαδημαϊκούς κύκλους για την πολυμάθεια, τα ερεθιστικά θέματα, τον σαφή λόγο και το μαγευτικό αφηγηματικό ύφος του, αποκαλύπτει εδώ τη μακρά και κοπιώδη πορεία του βιβλίου τέχνης εξιστορώντας πώς άρχισαν όλα: με τη Recueil Crozat (Συλλογή Κροζά), του γάλλου μαικήνα Πιερ Κροζά, στο Παρίσι του 1720.
Γιος αγρότη από την Τουλούζη, ο Πιερ Κροζά (1661-1740) είχε εξελιχθεί στα τέλη του 17ου αιώνα σε πάμπλουτο τραπεζίτη, στενό φίλο του ζωγράφου Αντουάν Βατό και ξακουστό συλλέκτη ιταλικής και σύγχρονης τέχνης με ισχυρές διασυνδέσεις στην αυλή των Λουδοβίκων. To 1714 διαπραγματεύεται, για λογαριασμό του αντιβασιλέα Φίλιππου Β΄, δούκα της Ορλεάνης, την αγορά της εντυπωσιακής συλλογής ιταλικής ζωγραφικής της οικογένειας Οντελσκάλκι και τη μεταφορά της από τη Ρώμη στο Παρίσι. Οταν τελικά τα έργα φτάνουν στη γαλλική πρωτεύουσα επτά χρόνια αργότερα –διότι ο Πάπας εμπόδιζε την εξαγωγή τους από την Ιταλία –ο δούκας ανέθεσε στον Κροζά να φροντίσει την έκδοση τυπογραφικών αναπαραγωγών τους για να γίνουν γνωστά στο κοινό.
Πρόθεση του δούκα ήταν βεβαίως η εξύμνηση του ιδίου μέσω του πλούτου της συλλογής του –άλλωστε κυρίως αυτή τη σκοπιμότητα εξυπηρετούσαν οι αναπαραγωγές ζωγραφικών έργων εκείνη την εποχή. Η έκδοση όμως που οραματίστηκε ο Κροζά διέφερε από τις προηγούμενες συλλογές τυπωμάτων σε δύο σημεία: αφενός αποφάσισε να συμπεριλάβει έργα όλων των σχολών της ιταλικής ζωγραφικής (ρωμαϊκή, φλωρεντινή, βενετσιάνικη κτλ.) από την προσωπική συλλογή του ή από συλλογές φιλότεχνων στην Ιταλία, στην Αγγλία και αλλού, αφετέρου η έκδοση θα συνδύαζε την εικόνα με κείμενο (εισαγωγή για την τέχνη της χαρακτικής, περιγραφή κάθε πίνακα, πληροφορίες για την περίσταση κατά την οποία παρήχθη, στοιχεία για τον βίο και το έργο τον καλλιτέχνη, το ύφος του κτλ.). Ακριβώς αυτό το πάντρεμα, πρωτόγνωρο για τα εκδοτικά ήθη της εποχής, γέννησε μια νέα κατηγορία βιβλίου: το βιβλίο τέχνης.
Για την υλοποίηση της έκδοσης ο Κροζά συνεργάστηκε με τον κόμη Ντε Καϋλύς, λιμπερτίνο, συγγραφέα και ικανότατο στο σχέδιο, και τον Πιερ-Ζαν Μαριέτ, γιο του σημαντικότερου εμπόρου τυπωμάτων στο Παρίσι και ειδήμονα περί τέχνης. Ο πρώτος ανέλαβε να δημιουργήσει για τους χαράκτες σχέδια των πινάκων από τα πρωτότυπα και ο δεύτερος να συντάξει τα συνοδευτικά κείμενα. Εκατό έργα θα περιλάμβανε η Recueil Crozat σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, για τα οποία απασχολήθηκαν αρκετοί σχεδιαστές πέραν του Ντε Καϋλύς, 36 χαράκτες και αγοράστηκαν επί τούτου τέσσερις τυπογραφικές μηχανές.
Το έργο αντιμετώπισε σοβαρές καθυστερήσεις, στη διάρκεια των οποίων πέθανε ο χρηματοδότης του, δούκας της Ορλεάνης. Ο Κροζά αναγκάστηκε να επενδύσει χρήματα από την προσωπική του περιουσία και στο τέλος να καταφύγει στην πρακτική της προεγγραφής συνδρομητών. Ο πρώτος τόμος της Recueil Crozat κυκλοφόρησε τελικά το 1729 και ο δεύτερος το 1742 μετά τον θάνατο του Κροζά. Παρά την τελειομανία του Κροζά, λάθη δεν αποφεύχθηκαν και ορισμένα χαρακτικά αποδίδουν το εικονιζόμενο έργο σε αντίθετη κατεύθυνση από το πρωτότυπο.

Η πορεία προς τον Διαφωτισμό
Η ενδιαφέρουσα ιστορία της έκδοσης στην οποία καταλήγει ο Xάσκελ έπειτα από αποδελτίωση σχετικών δημοσιευμάτων στον Τύπο της εποχής και έρευνα στα αρχεία συλλεκτών και συντελεστών της έκδοσης αναδεικνύει κομβικά ζητήματα στη μελέτη της τέχνης: πώς η πρωτεύουσα των τεχνών μεταφέρεται από έναν τόπο σε έναν άλλον (στην περίπτωση, από τη Ρώμη στο Παρίσι), πώς ένας καλλιτέχνης αναγνωρίζεται και πώς συμβάλλουν οι εκδότες βιβλίων τέχνης σε αυτό, ποιος ο ρόλος των χορηγών, ποιος ο ρόλος των κριτικών τέχνης –όπως εδώ ο Μαριέτ –στην αξιολόγηση της εικαστικής παραγωγής και στην ταύτιση έργων αμφισβητούμενης πατρότητας βάσει υφολογικών χαρακτηριστικών. Η πορεία της Recueil Crozat συμπίπτει, εν τέλει με την πορεία προς τον Διαφωτισμό, γράφει ο Χάσκελ. Το εγχείρημα του Κροζά δεν είχε εμπορική επιτυχία και ο ίδιος χρεοκόπησε, αποτέλεσε όμως το παράδειγμα που ενέπνευσε μεταγενέστερες πολύ επιτυχημένες εκδόσεις χαρακτικών αναπαραγωγών αριστουργημάτων της τέχνης, εκδόσεις προσιτές σε ένα κοινό από το οποίο θα ανέβλυζαν «μερικές από τις πιο γόνιμες πηγές του Διαφωτισμού: ο κοσμοπολιτισμός, η ευχέρεια στην επικοινωνία, η απουσία υπερβολικά αυστηρής ιεραρχίας, η διανοητική υπεροχή, οι οφειλές στις επιταγές της εκάστοτε μόδας που επέβαλλε το Παρίσι».