Λευτέρης Καλοσπύρος
Η μοναδική οικογένεια
Εκδόσεις Πόλις,
σελ. 309, τιμή 14 ευρώ

Το πρώτο μυθιστόρημα (και πρώτο βιβλίο) του Λευτέρη Καλοσπύρου (γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980) είναι ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Στην οριζόντια γραμμή αυτού του μεταφορικού σταυρολέξου θα πρέπει να βάλουμε τα θέματα τα οποία απασχολούν τον συγγραφέα και στην κάθετη τα μέσα που μετέρχεται για να τα διαπραγματευτεί.

Στις συνάψεις των λευκών τετραγώνων θα παρακολουθήσουμε τη μέθοδο μέσω της οποίας συναντιούνται μέσα και θέματα, με τα θέματα να μπαίνουν στα πιο διαφορετικά καλούπια. Τα μαύρα τετράγωνα δεν αποτελούν, όπως σε ένα συνηθισμένο σταυρόλεξο, τυφλά και αδιαπέραστα σημεία, αλλά γκρίζες, ενδιάμεσες ζώνες: περιοχές όπου οι εσωτερικοί σύνδεσμοι του κειμένου παραμένουν εσκεμμένα εκκρεμείς, περιμένοντας το ξεκαθάρισμα και τον τελικό χρωματισμό τους από την αναγνωστική μας αντίδραση. Υπό αυτή την έννοια τα μαύρα τετράγωνα έχουν τη δυνατότητα να συμπληρωθούν, χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα και να μετακινηθούν στην επιφάνεια που απλώνεται μπροστά στα μάτια του λύτη, επιτρέποντας τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση άπειρες καινούργιες διατάξεις: σημασιολογικές και μορφολογικές.

Κεντρικός αφηγητής στο βιβλίο του Καλοσπύρου (αν υποθέσουμε ότι σε ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να ευδοκιμήσει κεντρικός αφηγητής) είναι ο νεαρός Ανδρέας Αριθμέντης, μέλος μιας οικογένειας αρχιτεκτόνων και γραφομανών. Ο Ανδρέας γράφει ένα θεατρικό έργο, παρεμβάλλοντας ως ιντερμέδια στην εξέλιξη της σκηνικής δράσης άλλα κείμενα, δικά του και τρίτων. Οι θεατρικοί πρωταγωνιστές περιβάλλονται από μια σειρά διηγημάτων και μυθιστορηματικών αποσπασμάτων που έχουν γράψει είτε ο Ανδρέας είτε ο πατέρας του και ο αδελφός του, που θα μείνουν από την αρχή μέχρι το τέλος σε σχέση αλληλοαμφισβήτησης και ανταγωνισμού μαζί του.
Μυθιστορήματα, όμως, γράφει και ο ένας εκ των ηρώων του θεατρικού έργου του Ανδρέα. Τους βασικούς ρόλους εδώ θα αναλάβει και πάλι μια οικογένεια όπου ο πατέρας στέκει διχασμένος ανάμεσα στα φτηνά ρομάντζα τα οποία παράγει αφειδώς προκειμένου να εξασφαλιστεί ο καθημερινός επιούσιος και στην υψηλή λογοτεχνία που φωλιάζει στα συρτάρια του, με τη γυναίκα του να αμφιβάλλει για τις πραγματικές καλλιτεχνικές του ικανότητες και τη μικρή τους κόρη να σαρώνει τους αντιπάλους της στο σκάκι για παιδιά, θριαμβεύοντας την ίδια ώρα και σε ένα ενήλικο τηλεπαιχνίδι γνώσεων.
Τα ζητήματα της παιγνιώδους γνωστικής δεινότητας, της καλλιτεχνικής αξίας, της διάκρισης ανάμεσα σε υψηλό και χαμηλό, της γραφομανίας και των ακανθωδών οικογενειακών δεσμών θα πλήξουν και τους ήρωες των λογοτεχνικών κειμένων που παρεμβάλλει ο Ανδρέας μεταξύ των σκηνών του θεατρικού του έργου. Κείμενα στα οποία θα χρειαστεί να προσμετρήσουμε και τα κείμενα που γράφουν και οι συγγενείς των θεατρικών πρωταγωνιστών (η κουνιάδα του Μιχάλη).
Ολα τα κείμενα (παρέμβλητα και μη) θα αποδεσμεύσουν και μιαν άλλη, δευτερογενή θεματική γκάμα, η οποία θα ξεκινήσει από τον συγγραφικό τρόμο απέναντι στο στοίχημα της γραφής, για να ενισχυθεί εν συνεχεία με ένα πλέγμα μοτίβων (δολοφονίες κατά συρροήν, κρίσεις κατάθλιψης, αυτοκτονικές εμμονές) τα οποία έχουν αντληθεί από κινηματογραφικά είδη όπως οι ταινίες τρόμου και το μελόδραμα. Από το τοπίο αυτό δεν θα απουσιάσουν και κάποιες πολύσημες αναφορές στην ιστορία των φυσικών επιστημών.
Ο Καλοσπύρος θα δείξει με τα διαδοχικά αντικριστά του σχήματα τον τρόπο με τον οποίο τέμνονται η οριζόντια και η κάθετη γραμμή του σταυρολέξου για το οποίο μιλούσα προεισαγωγικά. Το ίδιο θέμα μπορεί να γίνει θέατρο, αλλά και μυθιστόρημα ή διήγημα. Στο ενδιάμεσο (στις αδιάγνωστες ζώνες των μαύρων τετραγώνων) όλοι θα καθρεφτιστούν σε όλους: τα θέματα θα περάσουν μέσα από κάθε διαθέσιμη μορφή και οι μορφές θα ντύσουν όλα τα διαθέσιμα θέματα ενώ η λογοτεχνία θα μετατραπεί σε κυνήγι μιας μονίμως υπό εύρεση αλλά και υπό αίρεση αλήθειας.
Το μυθιστόρημα του Καλοσπύρου συνιστά μια προχωρημένη (και άκρως επιτυχημένη) άσκηση μεταμοντερνισμού. Δεν πρόκειται μόνο για την ανεύρετη λογοτεχνική αλήθεια και τα παραπλανητικά παιχνίδια των αντικατοπτρισμών, αλλά και για την υπόδειξη της εγγενούς αδυναμίας από την οποία υποφέρει ο λογοτεχνικός ήρωας: της ανικανότητάς του να εκφράσει κάτι από το πραγματικό, διεκδικώντας έστω και στοιχειωδώς την ταυτότητά του. Εγκιβωτισμένος σε έναν κόσμο διαρκών αντανακλάσεων και αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων, ο ήρωας είναι ένα άθυρμα στα χέρια του συγγραφέως ενόσω και ο συγγραφέας είναι πιθανόν ανά πάσα στιγμή να καταλήξει αντίγραφο ή παραπροϊόν του λογοτεχνικού του ήρωα.
Παρά τον αδιάπτωτο συγκερασμό θεατρικού λόγου και μυθιστορηματικής ή διηγηματικής πρόζας, ο συγγραφέας αποφεύγει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τις σοβαρές υφολογικές διαφοροποιήσεις, όχι γιατί δεν διαθέτει την τεχνογνωσία η οποία θα τις επιβάλει αλλά επειδή θέλει να αντιστοιχίσει το ομογενοποιημένο ύφος του με μια κατάσταση μόνιμης ερήμωσης, που διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον την εσωτερική ζωή των πρωταγωνιστών, ακυρώνοντας εν κατακλείδι όλες τις επιλογές τους.
Είναι η ερήμωση που τείνει να καταλάβει ένα ανθρωπολογικό σύμπαν το οποίο χάνει με ραγδαίους ρυθμούς την ανθρωπολογία του: τα πρόσωπα μπορούν όλο και λιγότερο να συγκροτήσουν χαρακτήρες και κάθε ψυχισμός (όσο περίπλοκος και αν εμφανίζεται) είναι έτοιμος να απορροφηθεί από ένα περιβάλλον το οποίο θα καταφέρει εντέλει να του αφαιρέσει και όσα υπολείμματα ατομικότητας έχουν διασωθεί.
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τους άλλους και τον εαυτό τους σαν ένα πελώριο ερώτημα και κανένας δεν είναι σε θέση να νιώσει πως ξέρει οτιδήποτε για κανέναν: ένας μηδενικός αγνωστικισμός, που δεν επικουρείται (όπως ο παλαιός αγνωστικισμός) από την απόσταση της κριτικής αμφιβολίας επειδή βασανίζεται από την εγγύτητα του τείχους το οποίο τον χωρίζει από την οιανδήποτε διέξοδο ή προοπτική.