Βασίλης Τσιαμπούσης
Γαλάζια Αγελάδα
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013,
σελ. 302, τιμή 14.40 ευρώ

Μια περιδιάβαση στη μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Ελλάδας με άτακτα πίσω-μπρος στον χρόνο και πολλαπλούς αφηγητές αντιπροσωπεύει το καινούργιο (δεύτερο κατά σειρά) μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιαμπούση, που έχει διακριθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας πρωτίστως ως διηγηματογράφος. Κέντρο του μυθιστορήματος αποτελεί η ζοφερή περίοδος του Εμφυλίου στην Ανατολική Μακεδονία, σημαδεμένη από έναν επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα για την περιοχή, που δεν είναι άλλος από τη βουλγαρική κατοχή. Η δράση, η οποία απλώνεται μεταξύ Δράμας και Σερρών, εκκινεί από τον Εμφύλιο, για να εξακτινωθεί ελλειπτικά τόσο προς το παρελθόν, το οποίο φτάνει μέχρι τα κινήματα των επιστράτων του 1916 και των βενιζελικών αξιωματικών του 1935, όσο και προς τα νεότερα χρόνια, που καλύπτουν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, περνούν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και ρίχνουν άγκυρα στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης.

Σπαραγμοί
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο του Τσιαμπούση θα αναλάβει ο Γιώργος Μούτσιος: παιδί του Εμφυλίου, θα δει τον γιατρό πατέρα του, ένθερμο οπαδό των Φιλελευθέρων, να σκοτώνεται από τους κομμουνιστές, που θα υιοθετήσουν τις κατηγορίες εναντίον του για συνεργασία με τις ένοπλες ομάδες της Δεξιάς, και θα ταχθεί εφ’ όρου ζωής στο πλευρό της νικητήριας παράταξης, την οποία και θα υπηρετήσει μεταπολιτευτικά ως βουλευτής και υπουργός, για να καταλήξει, ωστόσο, γρήγορα παρανάλωμα των ενδοκομματικών σπαραγμών. Την ιστορία του θα προσπαθήσει να αναδιηγηθεί ο ανιψιός του, που συγκεντρώνοντας μια σειρά γραπτών και προφορικών μαρτυριών (επιστολές, προσωπικές ενθυμήσεις ή αποσπάσματα από ρεπορτάζ, ιστορικές μελέτες και ποιητικές συλλογές) για τον αδίκως δολοφονημένο παππού του, θα μιλήσει μοιραία και για τα πεπραγμένα του θείου του.
Ανάμειξη
Καταφεύγοντας στην πολυδοκιμασμένη μέθοδο της ανάμειξης πραγματικών και πλασματικών ντοκουμέντων, την οποία εισηγήθηκε ο Θανάσης Βαλτινός με τα Στοιχεία για τη δεκαετία του 1960 (1989) και την Ορθοκωστά (1994), δημιουργώντας μιαν ολόκληρη σχολή για τους συγγραφείς των επόμενων γενεών, ο Τσιαμπούσης θα εγκαταλείψει το κλίμα της υπόγειας ειρωνείας και της διακριτικής φάρσας που προσδιορίζει τη διηγηματογραφία του για να συναντηθεί με τον Βαλτινό και σ’ ένα άλλο σημείο: στην αποκάλυψη του παραμερισμένου κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης δίκιου των νικητών του Εμφυλίου. Οπως και ο Βαλτινός, ο Τσιαμπούσης θα βγάλει την Αριστερά από το αγιογραφικό της κάδρο για να δείξει πως το αίμα έτρεξε άφθονο στο πεδίο της εμφυλιακής σύγκρουσης με δική της πρωτίστως υπαιτιότητα. Η Γαλάζια αγελάδα δεν είναι, όμως, η Ορθοκωστά. Τα πάντα εδώ θα ειπωθούν χωρίς τον παραμικρό υπαινιγμό. Τα διατρέξαντα δεν θα φωτιστούν από ποικίλες οπτικές γωνίες, η ανθρωπολογία των αφηγηματικών προσώπων δεν θα παρουσιάσει παρά ελάχιστη περιπλοκότητα (με την εξαίρεση του παππού Μούτσιου που θα αποδειχθεί ένας εξαιρετικά ατμοσφαιρικός και πολυεπίπεδος χαρακτήρας) και οι διαχωριστικές γραμμές δεν θα χάσουν τη μονομέρεια και το αδρό τους σχήμα. Γιατί είναι σίγουρο πως δεν αρκούν κάποιες ρηματικές δηλώσεις των ηρώων για το βάρος της ενοχής το οποίο οφείλει να βαρύνει και τους νικητές ή για το παιχνίδι που μπορεί να στήσει το οποιοδήποτε ντοκουμέντο με την ιστορική μνήμη προκειμένου να λειτουργήσει η σύνθεση των ευθυνών και να ξεκινήσει μια εκ των έσω επεξεργασία του τραύματος.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν έχει να κάνει με τον ποιον δικαιώνει ή ποιον καταδικάζει ο Τσιαμπούσης, αλλά με τη μέθοδο την οποία χρησιμοποιεί για να προσδώσει πειθώ και παλμό στη δικαίωση ή στην καταδίκη του, προσεγγίζοντας το καυτό ακόμη τετελεσμένο του Εμφυλίου. Και η Γαλάζια αγελάδα δεν διαθέτει ούτε πειθώ ούτε παλμό: όχι εξαιτίας της πολιτικής της θέσης, αλλά λόγω της αδυναμίας της να προικίσει με ζωντανή ανάσα το δράμα της ανθρώπινης περιπέτειας που φωλιάζει στο εσωτερικό της. Τι ακριβώς φταίει γι’ αυτό; Οχι τα τεκμήρια τα οποία συλλέγει επιμελώς ο ανιψιός Μούτσιος, που καταφέρνουν να παραστήσουν το δράμα μέσα στη σπαραγμένη καθημερινότητά του, αλλά ο ισοπεδωμένος λόγος του Γιώργου Μούτσιου, που θυμίζει άλλοτε έκθεση πολιτικής ορθοφροσύνης, επιμερίζοντας σαν λήμμα εγκυκλοπαίδειας τα σφάλματα και τις ευθύνες (όταν βάζει στην ιστορική του ζυγαριά τον Εμφύλιο) και άλλοτε χρονικό κοινοβουλευτικών παρασκηνίων (όταν περνά στην πολιτική γεωγραφία της Μεταπολίτευσης και στην κυριαρχική μορφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή), πασπαλισμένο με μια γενναία δόση ηθικολογίας και αισθηματολογικής καταγγελίας της οικονομικής και της κομματικής διαφθοράς.

Η μετωπική επαφή
Γιατί οι σύγχρονοι συγγραφείς, που δεν έχουν κανέναν βιωματικό δεσμό με τον Εμφύλιο, αποφασίζουν να επιστρέψουν στα πάθη του; Μα, όπως συμβαίνει πάντοτε με την προσφυγή στην Ιστορία, για να ενοφθαλμίσουν στο σώμα του τα προβλήματα και τις δυσπλασίες του καιρού τους. Ετσι, όσοι θα έρθουν σε μετωπική επαφή με τον Εμφύλιο, θα τον μετατρέψουν σε κληρονομιά μιας νέας αριστερής ιδεολογίας, θα μιλήσουν επί τη βάσει ενός μεταϊδεολογικού βλέμματος για την ηθική αποκατάσταση ή την ηθική απαξίωση της Αριστεράς ή θα τον υποδείξουν ως εμπρηστικό πολιτικό θεμέλιο της Μεταπολίτευσης. Οσοι πάλι θα καταπιαστούν με τις συνέπειές του στους τόπους της πολιτικής εξορίας ή στην Ελλάδα, θα τον εικονογραφήσουν ως προάγγελο σύγχρονων κοινωνικών παθολογιών, θα τον προβάλουν ως σκηνή λογοτεχνικού αναστοχασμού ή ως μαρτυρικό τόπο μιας δεύτερης μνήμης, της μνήμης των επιγόνων, θα τον παρουσιάσουν ως σύμπτωμα απόλυτου μηδενισμού ή θα τον αναπαραστήσουν με όρους αμιγούς ιστορικού μυθιστορήματος. Εκείνοι, τέλος, που θα μείνουν στον κόσμο των παιδιών και των παιδουπόλεων, θα ανιχνεύσουν τα εμφυλιακά παθήματα μιλώντας γι’ αυτά είτε διά μέσου μιας εμφανώς μετατραυματικής σκοπιάς είτε μέσα από την ψυχογράφηση του λούμπεν πληθυσμού ο οποίος ανέλαβε την εκτέλεση των σκοτεινών έργων του παρακράτους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ