Κώστας Κωστής
Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας:
η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους,
18ος-21ος αιώνας
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 894, τιμή 30 ευρώ

Τα τεκμηριωμένα βιβλία ιστορίας λειτουργούν μερικές φορές ως λεπίδι που κόβει πέπλα άγνοιας, σωρευμένα το ένα πάνω στο άλλο. Το πρώτο από αυτά τα πέπλα το φοράμε όταν διδασκόμαστε ιστορία στο σχολείο. Στη συνέχεια, προστίθενται νέα πέπλα δημιουργώντας ψευδείς βεβαιότητες, στο πλαίσιο της κυρίαρχης κάθε φορά εκδοχής της δημόσιας ιστορίας. Σε αυτή τη δημόσια και όχι την επιστημονική ιστορία θητεύουν πανεπιστημιακοί που δεν είναι ιστορικοί, πολιτικοί αρχηγοί, ερασιτέχνες ιστοριοδίφες, δημοσιογράφοι χωρίς ιστορική παιδεία, ιερείς και στρατιωτικοί, μεταξύ πολλών άλλων. Λαμβάνουν ως ιστορικό δεδομένο ό,τι ίσχυε ως ιστορικό συμπέρασμα προ πολλών δεκαετιών και το αναπαράγουν αδιαφορώντας για πρόσφατες έρευνες της ιστορικής επιστήμης.

Για να ξηλώσει κανείς τέτοια πέπλα απαιτείται μια θεωρητική αφετηρία, ειδικά μάλιστα στην πολιτική και κοινωνική ιστορία ένα ερμηνευτικό σχήμα για την εξέλιξη του κράτους. Ο Κώστας Κωστής, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στηρίζεται σε δοκιμασμένα επιστημονικά σχήματα που βρίσκονται στο κέντρο των σύγχρονων αναζητήσεων της ιστορίας, της ιστορικής κοινωνιολογίας και της πολιτικής ανάλυσης. Μας θυμίζει ότι κάθε νέο κράτος επιδιώκει να αποκτήσει νομιμοποίηση μεταξύ των υπηκόων του και ταυτόχρονα να τους ελέγξει, κυρίως μέσω των μηχανισμών της φορολογίας, του στρατού και της εκπαίδευσης. Το πώς ακριβώς μετασχηματίζεται το κράτος είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ αφενός των εγχώριων αντιδράσεων που προκαλούν οι ανωτέρω επιδιώξεις του νεοπαγούς κράτους και αφετέρου των πιέσεων που αυτό δέχεται από το διεθνές περιβάλλον του, στην περίπτωση της Ελλάδας των αρχών του 19ου αιώνα από τους κατά πολύ ισχυρότερους εταίρους της, τους νικητές της ναυμαχίας του Ναυαρίνου.

Κακομαθημένα παιδιά
Η ρευστή και ετεροβαρής σχέση της Ελλάδας με τις τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις χρωμάτισε και τη δημόσια εικόνα για την Ελλάδα της εποχής εκείνης. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο πώς έβλεπαν ορισμένοι δυτικοί σχολιαστές τους νεοέλληνες μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους (1830). Τους θεωρούσαν κατοίκους μιας πρώην επαρχίας του οθωμανικού κράτους οι οποίοι είχαν συνεγείρει αισθήματα συμπάθειας κατά τον απελευθερωτικό αγώνα τους, αλλά μετά την ανεξαρτητοποίησή τους συμπεριφέρονταν απαιτητικά, με αξιώσεις που, ακόμα και αν ανταποκρίνονταν στην αρχαία ελληνική κληρονομιά, πάντως δεν αντιστοιχούσαν καθόλου στο ειδικό βάρος της χώρας τους.
Η αδυναμία ρεαλιστικής ανάγνωσης της πραγματικότητας, αν όχι η σκόπιμη παραγνώρισή της προκειμένου να οικοδομηθεί το απαραίτητο για κάθε νέο κράτος εθνικό αφήγημα μεγαλείου και συνοχής των μελών του έθνους, υποκρύπτεται ακόμα και σήμερα σε πλήθος εσφαλμένων παραδοχών. Θεωρείται, για παράδειγμα, προφανές ότι ο ελληνικός λαός εξεγέρθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, στο Σύνταγμα, κατά του Οθωνα. Με βάση τις πηγές που παραθέτει ο Κωστής, ελάχιστοι συγκεντρώθηκαν εκείνη τη μέρα μπροστά στο τότε ανάκτορο, τη σημερινή Βουλή.
Βολικές θεωρίες
Τέτοια στοιχεία είναι οικεία στους ερευνητές της νεοελληνικής ιστορίας. Ομως ο Κωστής καταφέρνει να ανασυστήσει το παζλ του νεοελληνικού κράτους με συνθετική μαεστρία για χάρη του μη εξειδικευμένου αναγνώστη, ενώ παράλληλα, χωρίς να κατονομάζει προσωπικά τους μύστες μύθων μεταξύ των ομολόγων του ιστορικών και κοινωνικών επιστημόνων, τους εγκαλεί με πολλούς έμμεσους τρόπους. Πράγματι, δεν φορά πέπλα άγνοιας μόνο το ευρύτερο κοινό, δηλαδή ο καταναλωτής της δημόσιας ιστορίας, της ιστορίας που διαμεσολαβείται από αυτόκλητους ιστορικούς. Αναπόφευκτα, το ίδιο συμβαίνει και με τις επιστημονικές κοινότητες που είναι γειτονικές της ιστορίας, δηλαδή τις κοινότητες των υπόλοιπων κοινωνικών επιστημών.
Περισσότερες από τρεις δεκαετίες τώρα είναι διάχυτη, αν όχι κυρίαρχη, μεταξύ πολλών κοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημών η προσέγγιση που αντιλαμβάνεται το νεοελληνικό κράτος με όρους καπιταλιστικού κέντρου – περιφέρειας, που θεωρεί το κράτος ως εξαρτημένο από ισχυρότερα κράτη και γι’ αυτό αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτά και που παρουσιάζει το κράτος ως υπερμέγεθες σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό κατά τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Οπως καταδεικνύει ο Κωστής, τον 19ο αιώνα το κράτος ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από σημαντικός εργοδότης.
Θα έλεγε κανείς ότι τέτοιες διάχυτες, αλλά εσφαλμένες, βεβαιότητες υπήρξαν αποτέλεσμα του συνδυασμού ελλιπούς εμπειρικής έρευνας και προσαρμογής στις επιστημονικές «μόδες» της πρώτης εποχής της μεταπολίτευσης του 1974, όταν στους επιστημονικούς κύκλους μεσουρανούσε η κακοχωνεμένη «θεωρία της εξάρτησης» και η μάταιη αναζήτηση της κεφαλαιοκρατικής τάξης σε μια κοινωνία με ελάχιστους αυθεντικούς κεφαλαιοκράτες.
Τα άλλα παιδιά
Για τη μελέτη του 20ού αιώνα οι «μόδες» αυτές είναι ακόμα λιγότερο χρήσιμες από ό,τι για τη μελέτη του 19ου, καθώς, παρά τους πολέμους κάθε λογής, υπήρξαν ανορθωτικές προσπάθειες και μεταρρυθμίσεις, όπως και άνιση έστω οικονομική ανάπτυξη, οι οποίες εν τέλει έφεραν την Ελλάδα στον «σκληρό πυρήνα της Ευρώπης». Ο Κωστής παρατηρεί ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η χώρα θα παραμείνει εκεί. Μάλιστα μέμφεται τις πολιτικές ελίτ (εμείς θα προσθέταμε και τις ισχυρές, ακόμα και σήμερα ευημερούσες ομάδες πίεσης) γιατί «πίστεψαν ότι η συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα ήταν αρκετή για να λύσει όλα τα προβλήματα και, σαν ένας αυτόματος πιλότος, να κατευθύνει την Ελλάδα στη Γη της Επαγγελίας χωρίς μείζονος σημασίας μεταρρυθμίσεις».
Το ερμηνευτικό σχήμα του Κωστή είναι απεκδυμένο από τις συνήθεις ιδεολογικές και εθνικιστικές παρωπίδες και δεν έχει ιεραποστολικό χαρακτήρα. Δεν επιδιώκει να συνετίσει τους οπαδούς της συνηθέστατα εθνοκεντρικής δημόσιας ιστορίας, ούτε όμως να τους υπερασπίσει. Απλώς, καθώς περιγράφει και εξηγεί τους μετασχηματισμούς του κράτους, τεκμηριώνει ποιες διαδεδομένες αντιλήψεις για τη νεότερη Ελλάδα θα πρέπει να αμφισβητηθούν ριζικά και ποια ζητήματα απαιτούν περαιτέρω επιστημονική έρευνα. Κλείνοντας το βιβλίο, σκέπτεται κανείς ότι δεν υπήρξαν μόνο οι πολίτες του νεοελληνικού κράτους κακομαθημένα παιδιά έναντι των ευρωπαίων προστατών τους. Παιδιά, αν και όχι πάντοτε κακομαθημένα, υπήρξαμε και συνεχίζουμε να είμαστε όσοι ως μαθητές, φοιτητές και ενήλικοι καταναλώσαμε ευκολοχώνευτους, βολικούς μύθους για τη νεοελληνική ιστορία. Το βιβλίο αυτό μας προσφέρει μια ευκαιρία για ενηλικίωση.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ