Πωλ Βεν
Η ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία
Μετάφραση Ειρήνη Μητούση
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 2013,
σελ. 1.029, τιμή 49 ευρώ

Λέγεται ότι κάθε σημαντικό ιστορικό βιβλίο αποτελεί και μια νέα ερμηνεία της Ιστορίας. Στο έργο όμως των κορυφαίων ιστορικών, από τον Γίβωνα ως τον Τόινμπι και τον Χομπσμπάουμ, είναι κοινή η άποψη πως η ακτινοβολία των μεγάλων πολιτισμών συνιστά επακόλουθο της πολιτικοστρατιωτικής ισχύος. Αυτό εν τούτοις δεν ισχύει πάντοτε, υποστηρίζει ο διακεκριμένος γάλλος ιστορικός Πωλ Βεν, πολύ γνωστός στη χώρα μας και από άλλα έργα του που κυκλοφορούν μεταφρασμένα. Στο βιβλίο του Η ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία (εκδ. Εστία), στο κεφάλαιο «Η τέχνη της Παλμύρας», υποστηρίζει ότι στην Ιστορία «υπάρχει ένα άνυσμα προόδου», γι’ αυτό και η ανθρωπότητα, μολονότι «τείνει αδιάκοπα να γίνει πιο μοντέρνα, δεν εκδηλώνει την τάση να γίνει πιο ενάρετη».

Η θέση του αυτή είναι βασική σε ένα ογκώδες βιβλίο, που με τρόπο γοητευτικό και άλλο τόσο αφοπλιστικό μας δίνει σφαιρικά την εικόνα και το περιεχόμενο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από την οποία προέκυψε ό,τι αποκαλούμε δυτικό κόσμο. Η Αυτοκρατορία για τον Βεν δεν είναι ρωμαϊκή αλλά ελληνορωμαϊκή –καθ’ ότι ενιαία. Η Ρώμη, δηλαδή, δεν ήταν απλώς η συνέχεια της Ελλάδας αλλά ένας λαός «που αφομοίωσε τον πολιτισμό ενός άλλου λαού, της Ελλάδας».
Με την έννοια αυτή εδώ έχουμε την πρώτη μεγάλη παγκοσμιοποίηση. Και βασικό γνώρισμα της παγκοσμιοποίησης αποτελεί η διπλή ταυτότητα. Γι’ αυτό και, όπως ο πολιτισμός της Αυτοκρατορίας ήταν ελληνικός και η εξουσία ρωμαϊκή (συμπεριλαμβανομένου του Δικαίου), έτσι, λέει ο Βεν, προβαίνοντας σε ένα χρονικό άλμα 2.000 ετών, η σύγχρονη Ιαπωνία είναι μια δυτική χώρα στην οποία ωστόσο οι κάτοικοί της εξακολουθούν να παραμένουν Ιάπωνες.
Ελληνες και Ρωμαίοι
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου διαβάζεται σαν εξαίρετο συγκριτικό δοκίμιο. Προκειμένου να μας δώσει σε βάθος τη διαδικασία και το περιεχόμενο της αφομοίωσης του ελληνικού πολιτισμού από τους Ρωμαίους ο Βεν προβαίνει σε άκρως ενδιαφέρουσες συγκρίσεις όσον αφορά τα ήθη, τους θεσμούς και τα αισθητικά πρότυπα. Δεν είναι κατά συνέπεια συμπτωματικό που αφιερώνει πολλές σελίδες στον Πλούταρχο, τον πρώτο μεγάλο συγκριτολόγο, στο έργο του οποίου, παράλληλα με το αντίστοιχο του Σενέκα, θα βρούμε τις ρίζες του σημερινού δοκιμίου (και όχι λ.χ. στον Λούθηρο, όπως είχε υποστηρίξει στη δεκαετία του 1960 ο Τζορτζ Στάινερ).
Η pax Romana ήταν αποδεκτή από την ελληνιστική Ανατολή παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Ρωμαίοι δεν ήταν αγαπητοί αλλά παρέμεναν «ξένο έθνος». Οχι τόσο γιατί οι υπόλοιπες εθνότητες είχαν υποταχθεί στο ρωμαϊκό esprit de corps όσο επειδή «προτιμούσαν να διαβιούν σε καθεστώς ειρήνης». Πέρα από το ρωμαϊκό μεγαλείο, υπήρχε ο παγκόσμιος ελληνικός πολιτισμός. Γι’ αυτό και δύο ήταν οι λαοί με ισχυρότερο το αίσθημα ταυτότητας μέσα στην Αυτοκρατορία: οι Ελληνες και οι Εβραίοι. Ο πολιτισμός από τη μια και η θρησκεία (η μονοθεΐα) από την άλλη.
Κάθε αυτοκρατορία είναι πολυεθνική, επομένως τα στοιχεία της ταυτότητας ή της ετερότητας παρουσιάζονται κατά τόπους με διαφορετικό τρόπο. Στις ημέρες μας είναι αποδεδειγμένο, όπως γράφει ο Βεν, ότι κάθε θρησκεία είναι ολοκληρωτική, με εξαίρεση ωστόσο τον παγανισμό –τονίζει -, είτε πρόκειται για τον «συριακό πατριαρχικό παγανισμό» είτε για τον «ελληνορωμαϊκό αστικό παγανισμό». Και στις δύο περιπτώσεις είχαμε τους πιο διαφορετικούς μεταξύ τους θεούς, οι οποίοι όμως «συνυπήρχαν ειρηνικά». Γι’ αυτό και οι σημερινές θεωρίες περί ανεκτικότητας και των συναφών είναι αντίστοιχες με τα παραπάνω, τα οποία πέρα από το πεδίο της πίστης ή της λατρείας, συνιστούσαν και μια κατάσταση πραγμάτων. Στη σημερινή παγκοσμιοποίηση εν τούτοις η λεγόμενη επιστροφή του θρησκευτικού αισθήματος κατά τη δεκαετία του 1990 συνοδεύτηκε από μια νέα εποχή πολέμων, σε μεγαλύτερη κλίμακα από τους αντίστοιχους της ρωμαϊκής εποχής.
Εύποροι και ταπεινοί πληβείοι
Οι αναλογίες ή και οι ομοιότητες της Ρωμαϊκής με τη δική μας εποχή έχουν βεβαίως τα όριά τους. Στη Ρώμη δεν υπήρξαν τάξεις αλλά κοινωνικά στρώματα. Οι τάξεις διαμορφώθηκαν τον 18ο αιώνα και απέκτησαν πολιτικό περιεχόμενο με τη Γαλλική Επανάσταση. Γι’ αυτό και σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του ο Βεν δίνει τον ερωτηματικό τίτλο: «Υπήρχε μεσαία τάξη εκείνη την εποχή;». Οι πληβείοι, για παράδειγμα, δεν απάρτιζαν ενιαίο σύνολο, δεν ήταν δηλαδή αυτό που εννοούμε σήμερα: άτομα που ζουν σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας.
Υπήρχαν από τη μια οι λεγόμενοι «εύποροι πληβείοι» (δηλαδή ένα είδος σημερινής μεσαίας τάξης), οι πληβείοι του ρωμαϊκού όχλου «του άρτου και των θεαμάτων», αντίστοιχου με τον «επισιτιστικό» όχλο των άλλων πόλεων, και από την άλλη οι «ταπεινοί» πληβείοι, οι μεροκαματιάρηδες που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Και βεβαίως χάος μεσολαβούσε ανάμεσα στα δύο ολιγάριθμα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και τους πληβείους.
Το πώς λειτουργούσαν η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι οικονομικές σχέσεις και το εμπόριο καθοριζόταν από την κεντρική εξουσία, πυρήνας της οποίας ήταν οι οικογένειες των συγκλητικών, που «έθεταν σε κίνηση έναν ολόκληρο πληθυσμό». Η Ρώμη είχε σχεδόν 1 εκατ. κατοίκους εκείνη την εποχή, αριθμός εξωφρενικός, αν σκεφτεί κανείς ότι παρόμοιος συνωστισμός στις μεγάλες πρωτεύουσες (στο Τόκιο, στο Λονδίνο, στο Παρίσι) άρχισε να παρατηρείται πολύ αργότερα –τον 18ο αιώνα.
Ο αναγνώστης θα βρει πλήθος ομοιότητες και σε άλλες δραστηριότητες. Πώς η αριστοκρατία κερδοσκοπούσε ασύστολα εις βάρος των μεσοστρωμάτων και πώς εκείνοι ξεζούμιζαν τους κατώτερους πληβείους, τι ρόλο έπαιζε ο χρηματισμός (το μπαχτσίσι) και πολλά αντίστοιχα άκρως ενδιαφέροντα.
Ανατολή και Δύση
Μπορεί η αυτοκρατορία να ήταν μία (ελληνική και ρωμαϊκή) αλλά παρέμενε από την αρχή ως το τέλος της χωρισμένη σε δύο τμήματα: το ελληνικό και το ρωμαϊκό. Το διαζύγιο ανάμεσα στην ελληνική Ανατολή και τη λατινική Δύση οριστικοποιήθηκε το 395 με τον θάνατο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου. Η εξοικείωση των Ελλήνων με τη ρωμαϊκή εξουσία ήταν σημαντικότατος παράγοντας που καθόριζε την ενότητα αλλά και τις διαφορές στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας.
Ο Βεν βρίσκει αναλογίες στην πολύ κατοπινή Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των Αψβούργων, όπου ένας Ούγγρος θα παρέμενε βαθύτατα Ούγγρος αλλά και αφοσιωμένος στον αυτοκράτορα ως το τέλος της ζωής του, έχοντας τη δυνατότητα για λαμπρή σταδιοδρομία στον Στρατό ή στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια.
Το τέλος της Ρώμης σήμανε άραγε και το τέλος του παγανισμού; Οχι φυσικά. Παρά τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αργότερα μέσω της Ιεράς Εξέτασης, στοιχεία των παλαιότερων θρησκειών είχαν ενσωματωθεί στη χριστιανική θρησκεία, την οποία οι Ρωμαίοι της εποχής δεν καταλάβαιναν και τη φοβούνταν λόγω του οικουμενικού της περιεχομένου –μολονότι οι θεοί της Ελλάδας και της Ρώμης δεν έχουν εθνικότητα. Τα τριαδικά συστήματα (λ.χ. Πατήρ, Υιός, Αγιον Πνεύμα) ή η χρήση των κεριών στις εκκλησίες είναι κληροδοτήματα του αρχαίου κόσμου.

Παγανισμός και ηθική
Στην Ελλάδα του Πλάτωνα και του Ισοκράτη (αλλά και του Σενέκα και του Κικέρωνα αργότερα) η θρησκεία και η ηθική συνιστούν «το ίδιο και μοναδικό σύνολο συμβάσεων», δηλαδή ένα είδος κομφορμισμού. Που σημαίνει ότι όσοι αρνούνται τους θεούς δεν έχουν κανέναν δισταγμό να μη σεβαστούν τους νόμους, η ύπαρξη των οποίων αποτελεί τον ιστό της συγκροτημένης Πολιτείας και των δημόσιων πραγμάτων.
Την κλασική φωνή του λαού (vox populi), που την αποδίδουμε στους Ρωμαίους, ο Πωλ Βεν την εντοπίζει πολύ νωρίτερα, στον Ευριπίδη και στον Πλάτωνα, ακόμη και στον Αισχύλο. Η δημόσια έκφραση στη Ρώμη, όπως άλλωστε και στην αρχαία Ελλάδα, ήταν εξαιρετικά σημαντική. Στη Ρώμη λειτουργούσε ως ένα είδος μοναρχικής, δηλαδή αυτοκρατορικής, προπαγάνδας. Τα έργα τέχνης έπρεπε να ανταποκρίνονται στους τρεις ιδεατούς τύπους εξουσίας: στη θεσμική, στην παραδοσιακή και στη χαρισματική, όπως τονίζει ο Βεν παραπέμποντας στον Μαξ Βέμπερ. Αλλά ο ίδιος διαφωνεί με τη δημοφιλή άποψη στους κύκλους των ιστορικών, ότι μελετώντας την προπαγάνδα των δικτατοριών του 20ού αιώνα μπορούμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα για την αρχαία εποχή.
Ο Μαλρό χαρακτήριζε «καισαρικού τύπου» τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα. Ο Βεν όμως λέει πως η προσωπολατρία, η μυστική αστυνομία και οι ανώνυμες καταγγελίες των καθεστώτων αυτών δεν έχουν καμία σχέση με την «πομπώδη μεγαλοπρέπεια» των παλαιών μοναρχιών. Οι τιμές τότε αποδίδονταν στο αξίωμα και όχι στο πρόσωπο. Αυτό σημαίνει πως όσες ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα στην προπαγάνδα και στη μεγαλοπρέπεια άλλες τόσες είναι οι διαφορές μεταξύ τους.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ομοιότητες και οι διαφορές που εντοπίζει ανάμεσα στον παγανισμό και στην ηθική συνείδηση. Οι παρατηρήσεις του σχετικά με την Αντιγόνη του Σοφοκλή, λ.χ., είναι άκρως διεισδυτικές: πώς ο ιδιοφυής Σοφοκλής, αρχίζοντας από τη σύγκρουση των ιερών νεκρικών νόμων με τους ανθρώπινους, καταλήγει να μας δώσει το μεγαλύτερο έργο για την ατομική συνείδηση, δηλαδή το «καθήκον να ενεργεί κανείς κατά συνείδηση απέναντι στις δημόσιες αποφάσεις». Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι παρεμφερείς απόψεις του για τον Ευριπίδη.

Η Ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία
είναι ένα βιβλίο πολύπλευρο: πανόραμα μιας εποχής, κριτική ανάγνωση των απόψεων για την εποχή αυτή, συγκριτική μελέτη και αναλυτικό δοκίμιο, με άλλα λόγια Ιστορία στο ανώτερο δυνατό επίπεδο. Βιβλίο πολύ σημαντικό που, αναλύοντας το μακρινό παρελθόν, μας λέει παραβολικά πολύ περισσότερα για το παρόν από όσα διάφορες συμπιληματικές εκδοχές που κυκλοφορούν τελευταία. Και έχει μεταφραστεί πολύ ωραία από την Ειρήνη Μητούση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ