Δημήτρης Καλοκύρης
Τα σύνεργα της πλοιαρχίας,
ήτοι η άλλη όχθη του Ανδρέα Εμπειρίκου
Εκδόσεις Αγρα, 2013,
σελ. 122, τιμή 10 ευρώ

Το καλειδοσκοπικό σύμπαν του Μπόρχες και οι έλληνες υπερρεαλιστές της γενιάς του 1930 είναι οι απαραγνώριστες πηγές της λογοτεχνίας του Δημήτρη Καλοκύρη, ο οποίος ουδέποτε θέλησε να υψώσει διαχωριστικά τείχη ανάμεσα στην ποίηση, την πεζογραφία και το δοκίμιο. Το ίδιο θα κάνει και στο καινούργιο βιβλίο του για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που υπήρξε (μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη) ένας φωτεινός φάρος για τα ανήσυχα νιάτα του.

Χρησιμοποιώντας τα πιο διαφορετικά είδη λόγου (στίχο, πρόζα, χρονικό, φιλολογική, κριτική και ετυμολογική ανάλυση, αλλά και ζωντανή, δημόσια συνομιλία αποτυπωμένη στο χαρτί) και ανασυνθέτοντας τα διάσπαρτα μέσα στον χρόνο κείμενά του σε μιαν ενιαία αφήγηση, η οποία δεν καταστρατηγεί ποτέ την πολυμέρειά της, ο Καλοκύρης θα αποκαλύψει τον Εμπειρίκο σε αναπεπταμένο πεδίο: τις επιφυλάξεις του για τα αδημοσίευτα γραπτά του, που μετά τις τρεις πρώτες συλλογές θα χρονίσουν στα συρτάρια του χωρίς να καταλήξουν ποτέ στο τυπογραφείο, τον αμέριμνο μεγαλοαστικό βίο του στην Κυανή Ακτή και τις κατοπινές σφοδρές συγκρούσεις με τον πατέρα του, μέχρι να παραιτηθεί οριστικά από τον κόσμο του εφοπλισμού και των επιχειρήσεων, τη βαθιά πικρία και απογοήτευσή του όταν με τέτοιο ιστορικό (και με εγνωσμένη την αριστεροφροσύνη του) θα συλληφθεί και θα κινδυνέψει το 1945 από μέλη της ΟΠΛΑ (ο ένοπλος βραχίονας του ΚΚΕ), τις σχέσεις ζωής τις οποίες θα συνάψει με τον υπερρεαλισμό και την ψυχανάλυση.
Και ακόμη, τα χρόνια της συμβίωσης με την πρώτη γυναίκα του, την εκρηκτικού ταμπεραμέντου Μάτση Χατζηλαζάρου, που θα καταλάβει αργότερα μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους μεταπολεμικούς υπερρεαλιστές, το θρυλικό ταξίδι του στη Σοβιετική Ενωση εν έτει 1962, τη μανιώδη ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, αλλά και την καταθλιπτική κατάσταση (θα την περιγράψει αδρά στο εισαγωγικό του σημείωμα ο γιος του Λεωνίδας) στην οποία θα περιπέσει την εποχή των συνταγματαρχών αρνούμενος να φύγει από την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στην Αμερική, όπως θα του προτείνει ο Νάνος Βαλαωρίτης.
Η γνωριμία στην Αθήνα


Τα Σύνεργα της πλοιαρχίας (ένας τίτλος με σαφώς εμπειρίκιο και δραστικά λυρικό τόνο) θα ξεκινήσουν από το σημείο καμπής της δικτατορίας. Τον Οκτώβριο του 1971 ο Καλοκύρης θα κατέβει με τον Μίμη Σουλιώτη από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να μοιράσει στα βιβλιοπωλεία το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Τραμ» το οποίο είχε μόλις τυπωθεί. Τότε θα γίνει η γνωριμία με τον Εμπειρίκο, ο οποίος θα επιφυλάξει στους δύο νεαρούς ενθουσιώδη υποδοχή και δεν θα διστάσει να τους εμπιστευθεί για το επόμενο τεύχος του «Τραμ» τρία ποιήματα τα οποία θα φιλοξενηθούν στις μεταθανάτιες συλλογές του Οκτάνα (1980) και Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (1984).
Ο Καλοκύρης όμως δεν θα μείνει στα ποιήματα. Δύο χρόνια μετά, τον Μάιο του 1973, καταφέρνει να πείσει τον Εμπειρίκο να παραστεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου και να μιλήσει στους φοιτητές για το έργο του. Το πολιτικό κλίμα είναι βαρύ και νέοι όπως ο Καλοκύρης μπορεί να αντιστρατεύονται το κατεστημένο της δικτατορίας, αλλά εκείνο που τους καίει στην πραγματικότητα είναι η αναζήτηση ενός καινούργιου, ανατρεπτικού καλλιτεχνικού παραδείγματος.
Σκιαγραφώντας αυτό το παράδειγμα, το οποίο θα ενσαρκώσει κατά τον αμεσότερο τρόπο ο Εμπειρίκος, ο Καλοκύρης θα εγκαταλείψει τα σύνεργα του χρονικογράφου, του βιογράφου και του συνεντευξιαστή, βάζοντας εκ παραλλήλου στην άκρη τον στίχο και την πρόζα, και θα πιάσει τα εργαλεία του κριτικού: ένας κριτικός, παρ’ όλα αυτά, ο οποίος θα αποτιμήσει τον Εμπειρίκο αυτοβιογραφούμενος.
Νεανική ρώμη στο γερασμένο παρόν
Τι ζητούσαν οι φοιτητές της νεοελληνικής φιλολογίας όταν τίποτε ακόμη δεν έδειχνε ότι το δικτατορικό καθεστώς θα κατέρρεε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα έναν χρόνο μετά; Μα κάτι που να οδηγεί έξω από την πεπατημένη, ικανό να σπάσει τους σιδερένιους κανόνες της πολιτικής και της τέχνης οι οποίοι περιέσφιγγαν τους ανθρώπους από παντού. Ο Εμπειρίκος τα είχε όλα, μοιάζοντας ταυτοχρόνως πέρα για πέρα απρόβλεπτος: μια γλώσσα που τίναζε στον αέρα τόσο την καθαρεύουσα του σχολείου, της Εκκλησίας και του Στρατού όσο και τη δημοτικιστική ιδεολογία, ένα ελληνικό πνεύμα που εξοβέλιζε ευθύς εξαρχής την περηφάνια της φουστανέλας, ένα ερωτικό όραμα άκρως επίγειο και ταυτοχρόνως ονειρικό και υπερβατικό.
Μήπως αυτά δεν είναι που αναγνωρίζουν και σήμερα η φιλολογία και η κριτική στον Εμπειρίκο ενόσω υποδεικνύουν τους διαφόρους δρόμους μέσω των οποίων έφτασε στην κατάκτηση της διαχρονίας του; Και έτσι ο Καλοκύρης από αυτοβιογραφούμενος θα ξαναγίνει κριτικός, για να μεταφέρει τη νεανική ρώμη που διατήρησε αλώβητη ο Εμπειρίκος ως και λίγο πριν από τον θάνατό του (θα αφήσει την τελευταία του πνοή το 1975) στο δύσκολο και ποικιλοτρόπως γερασμένο παρόν μας.
Η εκδίκηση των αποσιωπητικών
Εκείνο που εντυπωσίασε τους νέους της δεκαετίας του 1970 στον Εμπειρίκο ήταν από τη μια μεριά ο τεράστιος όγκος του αδημοσίευτου έργου του, από την άλλη η ελευθεριότητα των κειμένων του: μια ελευθεριότητα που κόστισε τη λογοκρισία στις ελάχιστες περιπτώσεις κατά τις οποίες έκανε την παραχώρηση να δώσει κάτι για δημοσίευση. Με τη διαφορά ότι η λογοκρισία επέφερε εν τέλει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: τα αποσιωπητικά που χρησιμοποίησαν με πάσα επιμέλεια οι λογοκριτές προκειμένου να καλύψουν τις επίμαχες λέξεις και φράσεις επέσυραν αμέσως την προσοχή στο αποσιωπημένο περιεχόμενο, το οποίο συμπληρώθηκε νοερώς από τους αναγνώστες, κινητοποιώντας τους ενδεχομένως πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να τους κινητοποιήσει το αλογόκριτο.