Χέρτα Μύλερ
Το αγρίμι της καρδιάς
Μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου,
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 211, τιμή 13 ευρώ

Σε αυτή τη χώρα «ήμασταν αναγκασμένοι να περπατάμε, να τρώμε, να κοιμόμαστε και ν’ αγαπάμε κάποιον από φόβο». Σε αυτή τη χώρα παραμορφώθηκαν τα πάντα επειδή ο δικτάτορας ήταν το «κυρίαρχο λάθος». Σε αυτή τη χώρα έλεγαν «ψαλιδάκι για τα νύχια» και αυτό σήμαινε «ανάκριση», έλεγαν «παπούτσια» και οι άλλοι έπρεπε να καταλάβουν «έρευνα», ξεστόμιζαν τη λέξη «κρυολόγημα» αλλά εννοούσαν «παρακολούθηση». Στις συνθηματικές επιστολές τους, μετά την προσφώνηση, έπρεπε να βάζουν ένα θαυμαστικό, κόμμα έβαζαν μόνο όταν κινδύνευε η ζωή τους.

Κάπως έτσι επικοινωνούν ο Εντγκαρ, ο Κουρτ και ο Γκέοργκ με τη συντρόφισσά τους στο μυθιστόρημα Το αγρίμι της καρδιάς της νομπελίστριας (2009) συγγραφέως Χέρτα Μύλερ –η ανώνυμη αφηγήτρια είναι επί της ουσίας το alter ego της ιδίας. Κατά τα λοιπά είναι γνώριμος ο τόπος του μαρτυρίου, γνώριμο το τραύμα, γνώριμη και η κατάληξη. Η Ρουμανία του Νικολάε Τσαουσέσκου, η διάβρωση της ανθρώπινης υπόστασης από τον ολοκληρωτισμό και ο θάνατος περιχαρής στο τέρμα.

«Μέσα στη βαλίτσα μου βρήκα αργά το απόγευμα το τετράδιο της Λόλας. Η Λόλα το είχε κρύψει κάτω από τις κάλτσες μου, προτού πάρει τη ζώνη μου»
και κρεμαστεί στο εσωτερικό μιας ντουλάπας, σε έναν αποπνικτικό κοιτώνα θηλέων της φοιτητικής εστίας. Ποια ήταν όμως η επίσημη γνωμοδότηση του Κόμματος επί του τραγικού συμβάντος; «Η φοιτήτρια αυτοκτόνησε. Θεωρούμε την πράξη της ιδιαιτέρως απεχθή και την καταδικάζουμε. Αποτελεί όνειδος για ολόκληρη τη χώρα». Βεβαίως, ακόμη κι αν ήθελε η κοπέλα, όπως και τόσοι άλλοι, να δραπετεύσει από την αγκάλη της μητέρας πατρίδας, το ίδιο τέλος θα είχε.

«Ολοι ζούσαν με τη σκέψη της φυγής»
γράφει η Μύλερ, που τα κατάφερε τελικώς το 1987. Η διαβόητη Σεκουριτάτε, η σαδιστική Μυστική Υπηρεσία του καθεστώτος, διέδιδε ακόμη και φήμες για τις αρρώστιες του δικτάτορα «για να παρακινήσει τον κόσμο να το σκάσει και μετά να τους πιάσουν». Στην καλύτερη περίπτωση σε ξέσκιζαν τα λυκόσκυλα όπως αυτό του λοχαγού Πιέλε στο μυθιστόρημα, στη χειρότερη σου φύτευαν κάμποσες σφαίρες στην πλάτη οι πανταχού παρόντες φρουροί του απολυταρχισμού. Και αν βαριόντουσαν, φέρ’ ειπείν, να μαζέψουν το κουφάρι σου από το χωράφι, άφηναν ύστερα τις φρέζες να κάνουν τη δουλειά τους.
Μοδίστρες μανάδες και ναζί πατεράδες
«Κάθε φυγή ήταν μια πρόταση στον θάνατο. Γι’ αυτό και οι ψίθυροι είχαν τέτοια ελκτική δύναμη» σε μια χώρα όπου «όσο περισσότερο σκεπτόμασταν, τόσο λιγότερα καταλαβαίναμε». Η Λόλα όμως, που είχε έλθει στην πόλη από τον φτωχό Νότο της χώρας, εκτός από διακριτική αριβίστρια, ήταν και ατίθαση. Εκδιδόταν όταν έπεφτε η νύχτα σε άνδρες «από το εργοστάσιο απορρυπαντικών ή από το σφαγείο μετά τη νυχτερινή βάρδια» στο –ιδού ένα ψίχουλο από την ευφάνταστη δεινότητα της γερμανορουμάνας λογοτέχνιδος –«αναμαλλιασμένο πάρκο».
Ο γυμναστής, με τον οποίο επίσης συνευρισκόταν, την κατήγγειλε κάποια στιγμή στην κομμουνιστική καθηγεσία. Τα υπόλοιπα είναι μια θλιβερή ιστορία για όλους τους εμπλεκομένους, αυτή την ομάδα των νέων ανθρώπων «με μοδίστρες μανάδες και ναζί πατεράδες» από τη γερμανόφωνη μειονότητα της Ρουμανίας, οι οποίοι δεν αποδέχονται την εκδοχή της αυτοχειρίας και προσπαθούν παράλληλα να επιβιώσουν μέσα στην κρατική τρομοκρατία διαβάζοντας βιβλία, γράφοντας ποίηση, βγάζοντας φωτογραφίες, αντιστεκόμενοι τοιουτοτρόπως σε μια γκρίζα και βουβαμένη επικράτεια με «το προλεταριάτο των τενεκεδένιων προβάτων και των ξύλινων καρπουζιών». Οι περισσότεροι μπορεί να ξεφεύγουν από τον υπαρκτό ζόφο, δεν μπορούν όμως να λυτρωθούν από τους καταπιεσμένους εαυτούς τους –ο Γκέοργκ, επί παραδείγματι, φουντάρει από το παράθυρο ενός ξενοδοχείου μερικές εβδομάδες μετά την άφιξή του στη Φραγκφούρτη.
Η Μύλερ έχει δηλώσει σε συνέντευξή της ότι έγραψε αυτό το βιβλίο (Herztier, 1994) «στη μνήμη των φίλων μου που σκότωσε το καθεστώς Τσαουσέσκου». Μάλιστα η Τερέζα, η νεαρά που συνεργάζεται στο μυθιστόρημα με τους ασφαλίτες, προδίδει την αφηγήτρια και στο τέλος πεθαίνει από καρκίνο, είναι εμπνευσμένη από μια πρώην φίλη της συγγραφέως. «Στο εργοστάσιο μετέφραζα οδηγίες για υδραυλικές μηχανές. Για μένα οι μηχανές ήταν ένα μεγάλο λεξικό» γράφει η Μύλλερ αυτοβιογραφούμενη κρυστάλλινα σε τούτες τις αράδες, στο πλέον γνωστό και πολυδιαβασμένο μυθιστόρημά της.
Πράγματι, έχασε τη συγκεκριμένη δουλειά όταν αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις μυστικές υπηρεσίες που είχαν ανοίξει, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, έναν τρίτομο φάκελο για την ίδια που ξεπερνούσε τις εννιακόσιες σελίδες. «Δεν υπήρχε καμία ελπίδα, είπε με το δάχτυλο στο στόμα (ο γιατρός). Εννοούσε τον πατέρα, εμένα όμως το μυαλό μου πήγε στον δικτάτορα» σημειώνει με τρόπο συγκλονιστικό η ηρωίδα, όταν πληροφορείται το επικείμενο τέλος του πατέρα της που είχε υπηρετήσει στα SS κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκεί όπου ακριβώς διασταυρώνονται η προσωπική και η συλλογική πληγή.
Η Μύλερ αποσυναρμολογεί με ακρίβεια τον μηχανισμό ενός κόσμου που ακυρώνει το υποκείμενο και προσπαθεί, μέσω της ποίησης, να αποκαταστήσει την ψυχική του ακεραιότητα. «Το αγρίμι της καρδιάς» είναι η καλύτερη εισαγωγή στο έργο της. Σπαρακτικό μυθιστόρημα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ