Karim Miske
Arab jazz
Μετάφραση Αγγελική Τσέλιου.
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 342, τιμή 15 ευρώ

Ο 49χρονος Καρίμ Μισκέ από την Ακτή Ελεφαντοστού, γιος ενός Μαυριτανού και μιας Γαλλίδας, σκηνοθέτης ντοκυμαντέρ για τους σύγχρονους φονταμενταλισμούς –τον εβραϊκό, τον μουσουλμανικό, τον χριστιανικό -, στο πρώτο του μυθιστόρημα, το νουάρ Arab jazz, μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το θέμα: τους θρησκόληπτους εβραίους, μουσουλμάνους και χριστιανούς οι οποίοι ζουν σε μια γειτονιά του Παρισιού που αποτελεί ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Αχμέντ, με καταγωγή από το Μαρόκο, βιβλιόφιλος, λάτρης της ποίησης, θαυμαστής του Μποντλέρ, του Βαν Γκογκ, του Αρτό, του Ντεμπόρ, συλλέκτης αστυνομικών βιβλίων, πάσχων από χρόνια κατάθλιψη, ο οποίος ανακαλύπτει τη γειτόνισσα και φίλη του Λορά, αεροσυνοδό το επάγγελμα, νεκρή και κατακρεουργημένη, δεμένη με καλώδιο, να κρέμεται πάνω από το μπαλκόνι του.
Η Αστυνομία τον υποπτεύεται, αλλά ένα ζευγάρι αστυνομικών, διανοούμενων και σινεφίλ, η κοκκινομάλλα εβραία Ρασέλ και ο μελαχρινός Ζαν, γιος κομμουνιστή από τη Βρετάνη, αναγνώστης των Χάμετ, Τσάντλερ και Οράτιου Μακ Κόι, πιστεύουν στην αθωότητά του. Ειδικά η Ρασέλ, με το ένοχο παρελθόν (βοηθούσε τον πατέρα της στο πακετάρισμα χασίς), αισθάνεται συμπάθεια γι’ αυτόν τον ονειροπόλο που δεν έχει καμία σχέση με τους περιθωριακούς που γνωρίζει. Ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι το έγκλημα έγινε για θρησκευτικούς λόγους –οι γονείς της Λορά είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά –και θα αναζητήσει τον ένοχο στις παρέες του θύματος, τις μουσουλμάνες Μπεντού και Αϊσά και την εβραία Ρεμπεκά.
Ο συγγραφέας, εκτός από την περιγραφή της γειτονιάς των μεταναστών (κατοικείται από Αραβες, Τούρκους, Αρμένιους, Κινέζους) όπου περιπλανώνται οι ήρωές του, αλλά και άλλων παρισινών περιοχών, λ.χ. της Μονμάρτρης, κάνει συχνά αναδρομές στο παρελθόν τους, το γεμάτο στερήσεις και μιζέρια. Η ιστορία που αφηγείται περιέχει σκοτεινά μαγαζιά, παλαιοβιβλιοπωλεία, καφενεία, μπριζολάδικα, μασατζίδικα, κουρεία, αίθουσες προσευχής, αστυνομικά τμήματα, ψυχαναλυτές, καλούς και κακούς μπάτσους.
Αν και με αφρικανικές ρίζες, ο Μισκέ δεν θέλει να δείξει ότι στη Γαλλία οι πρώτης και δεύτερης γενιάς μετανάστες που δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν στην τοπική κοινωνία αισθάνονται αδικημένοι σε βαθμό που δυσκολεύεται η ζωή τους. Μπορεί σε πολλά παρόμοιου είδους μυθιστορήματα οι συγγραφείς να επιχειρούν να καταδείξουν τον ρατσισμό των Γάλλων (ας μην ξεχνάμε ότι στη χώρα δρα επί πολλά χρόνια το Εθνικό Μέτωπο των Λεπέν, το οποίο έχει αποκτήσει μια ευρεία λαϊκή βάση), εδώ όμως δεν συμβαίνει αυτό.
Ο ρατσισμός υφίσταται, φανερός και κρυφός, αλλά το παιχνίδι παίζεται μεταξύ θρησκευόμενων ατόμων –παράλληλα με ένα άλλο παιχνίδι, εκείνο του πλουτισμού, στο οποίο επιδίδονται διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μέσω ναρκωτικών και εκβιασμών. Ακριβώς αυτόν τον νοσηρό φανατισμό επιθυμεί να περιγράψει, να αναλύσει και τελικά να καταδικάσει ο Μισκέ. Διακηρύττει ότι το Καλό και το Κακό συνυπάρχουν στους ανθρώπους, ακόμη και σε αυτούς που διαβάζουν τον λόγο του Θεού στη Βίβλο ή στο Κοράνι, και κατακρίνει τα αποτρόπαια έθιμα, όπως η κλειτοριδεκτομή, που μεταφέρουν στη Γαλλία οι μετανάστες από διάφορες χώρες.
Το μυθιστόρημα, διαποτισμένο με μουσική και ειδικότερα με τζαζ (στο τέλος υπάρχει σχετική playlist), διαθέτει σελίδες με άρωμα ποίησης (για παράδειγμα, η σκηνή του αυτοερωτισμού της Ρασέλ στις σελίδες 112-113), όπως πρέπει να είναι οι νουάρ ιστορίες, κάτι που πετυχαίνει απόλυτα ο Τζέιμς Ελρόι –τον οποίο ο Μισκέ επικαλείται –στη Λευκή τζαζ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ