Τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου. Επιστροφή στην καυτή, άπνοη Αθήνα, με καθαρό μυαλό και καθαρά πνευμόνια. Πολύτιμα δώρα της διαμονής μας στα Κάτω Σουδενά (Πεδινά) του Ζαγοριού, γενέτειρα του αείμνηστου πατέρα μου. Μια από τις αγαπημένες μας πεζοπορίες, πρωί-πρωί, ήταν η διαδρομή Κάτω Σουδενά – Καλπάκι. Ανήφορος μέχρι την κορυφή του βουνού, ορόσημο το εξωκλήσι του Αϊ-Βλάση. Εύκολος κατήφορος μέσα από μονοπάτι ως το Καλπάκι. Πεζοπορία μιας ώρας, αφάνταστη ομορφιά από την εναλλαγή του κάμπου με τα τριγύρω βουνά. Το μονοπάτι άνοιξαν φέτος, από τα πουρνάρια και την πυκνή βλάστηση, σουδενόπουλα που ήρθαν να ξεκαλοκαιριάσουν στο χωριό. Μετά την πεζοπορία ερχόταν η επιβράβευση. Αχνιστός, μυρωδάτος πατσάς στο ταβερνείο του κυρ-Μήτσου. Ξαναπαίρναμε τις θερμίδες που χάναμε από την πρωινή βόλτα μας.
Στην Αθήνα μάς περίμενε πλούσιο ταχυδρομείο. Επιστημονικά περιοδικά, αποτελέσματα εξετάσεων ασθενών, εφορίες και ένας παχουλός φάκελος από τον εκλεκτό φίλο-συνάδελφο Ηλία Παπαδημητρακόπουλο. Τον άνοιξα πρώτο-πρώτο. Ηξερα ότι περιέχει πνευματική τροφή. Δεν είχα άδικο. Μπροστά-μπροστά φιγουράριζε το καλοκαιρινό του διήγημα «Αλκυονίδες». Το διάβασα χωρίς σταματημό. Αυτή είναι μια τέχνη που πολύ καλά κατέχει η γραφίδα του Ηλία: να τραβάει σαν μαγνήτης τον αναγνώστη. Ξανακοινώνησα με την απλή, διαπεραστική, κοινωνικά και οικολογικά ευαίσθητη γραφή του. Διδάχτηκα από τις γνώσεις που προσέφερε από την αρχαία ελληνική μυθολογία και γραμματεία. Ηταν ακόμη ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της διηγηματογραφίας του Ηλία.
Επιασα στη συνέχεια στα χέρια μου το πόνημα «Τόποι τέσσερεις συν τρεις» (εκδ. Στιγμή, 2001). Φιγουράριζε στην τρίτη σελίδα αφιέρωση «στον Ακη και τη Φωτεινή, για να με θυμούνται όταν περνάν από το Καλπάκι…». Δεν ξεχνιούνται, Ηλία, οι πολυτάλαντοι. Τους θυμούνται και τους θαυμάζουν οι αναγνώστες τους και μέσα σε αυτούς η ταπεινότητά μας. Το πρώτο διήγημα «Καλπάκι» αφηγείται τις μαύρες μέρες του ’50 ενός φερέλπιδος γιατρού με απέραντη διάθεση για γνώση. Βρέθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του –ποιος ξέρει γιατί… –σε ένα ψυχρό τολ χωρίς ιατρικά όργανα, χωρίς στοιχειώδεις υποδομές για τη θαλπωρή του πάσχοντος. Ενός νέου όμως με τεράστια διάθεση προσφοράς που στο προσκεφάλι του είχε για συμβουλάτορα το βιβλίο της Διαγνωστικής Μεθοδολογίας και Διαφορικής Διαγνωστικής του Δάμωνα Βασιλείου.
Περιγράφει μια θλιβερή εποχή. Τα παιδιά της Ελλάδας χωρισμένα στα δύο. Οι «καλοί» και οι «κακοί» Ελληνες. Φτώχεια, μιζέρια, απλυσιά, ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης. Τα κορμιά των ανθρώπων αγαπητικό καταφύγιο για ψείρες. Απόπατοι ήταν οι θάμνοι που κάλυπταν τα ευαίσθητα σημεία του σώματος, χαρτί τουαλέτας κάποιο πλατύφυλλο, δώρο της φύσης.
Το διήγημα μου ξανάφερε στη μνήμη δικές μου ανάμεικτες, τραυματικές και ευχάριστες, εμπειρίες του ’50 και του 1991. Ας αρχίσω από τις τραυματικές. Ο αείμνηστος πατέρας μου για να εκτελέσει τις υποχρεωτικές υπηρεσίες στην ύπαιθρο –ήταν ένας παθιασμένος γεωπόνος –έπρεπε να πάρει άδεια από την Ασφάλεια για να εξέλθει από τα όρια των Ιωαννίνων. Επρεπε να γνωρίζουν για πού το ‘βαλε ο «κακός» Ελληνας. Ετσι τον είχαν χαρακτηρίσει οι εθνικόφρονες – εθνικοκάπηλοι.
Αφού δούλευε νυχθημερόν για να διδάξει τους αγρότες, γύριζε γεμάτος ψείρες. Στο σπίτι πάντα η αστή μάνα μου ακολουθούσε την ίδια διαδικασία. Ξεψείρισμα και πλύσιμο εκτός της κυρίας οικίας, στο πλυσταριό. Καθαρός και ευδιάθετος, παρά την κούραση, είχε πάντα έναν καλό λόγο για όλους μας και αμέριστο ενδιαφέρον για την πορεία μας στο σχολείο. Το 1991, υπηρετώντας ως καθηγητής Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ανέλαβα με τους συνεργάτες μου τον έλεγχο υγείας των ταλαίπωρων Βορειοηπειρωτών που κατά ορδές έρχονταν, όπως τους είχαν υποσχεθεί, στον τόπο της Επαγγελίας.
Για τον ιατρικό έλεγχο χρησιμοποιούσαμε τα τολ του στρατοπέδου που χρόνια πριν είχε υπηρετήσει ο Ηλίας. Νομίζω ότι προσφέραμε κάποιο έργο. Οι Ελληνες της Βορείου Ηπείρου, λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης, είχαν μεγάλη συχνότητα από λοιμώξεις ιών της ηπατίτιδας αλλά και φυματίωση.
Οι δύσκολες μεταπολεμικές ημέρες για την Ελλάδα πέρασαν. Ακολούθησαν πλούτος, σπατάλη, ωχαδελφισμός, διαπλοκή… Φτάσαμε στο σήμερα. Το Καλπάκι τίποτα δεν θυμίζει το Καλπάκι του ’50. Είναι το Καλπάκι του 2013: άναρχη δόμηση, σουπερμάρκετ, φαρμακεία, ιατρικό κέντρο, βενζινάδικα και αέναη κίνηση από αυτοκίνητα. Βλέπετε, είναι κόμβος επικοινωνίας Ελλάδας – εξωτερικού.
Ηλία, είναι καιρός να επισκεφθείς πάλι το Καλπάκι. Αλήθεια, δεν ξέρω ποιο είναι καλύτερο: το Καλπάκι του ’50 ή το Καλπάκι του 21ου αιώνα;
Ο κ. Χαράλαμπος Μ. Μουτσόπουλος είναι καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ