Εκείνο τον Οκτώβριο η Σουηδική Ακαδημία τον αναζητούσε επί τρεις ολόκληρες ημέρες για να του ανακοινώσει ότι είχε βραβευθεί με το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για έργα λυρικής ομορφιάς και ηθικού βάθους, με τα οποία εξυμνούνται τα θαύματα της καθημερινής ζωής και το ζωντανό παρελθόν».
Ενα πρόβλημα υπήρχε: τον έψαχνε αλλά δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. ΟΣέιμους Χίνιδεν είχε χαθεί, απλώς βρισκόταν στην Ελλάδα. «Πρώτη φορά επισκέφθηκα την Πελοπόννησο το 1995 και καθώς περνούσαμε απ’ όλα αυτά τα μέρη με τις μυθικές ονομασίες –το Αργος, τη Νεμέα, όπου ο Ηρακλής πάλεψε με το λιοντάρι –δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ήταν αληθινά. Οταν μπήκαμε στην Αρκαδία, ο δρόμος ήταν σκεπασμένος από μήλα –θα είχαν πέσει από κάποιο φορτηγό –και εμείς τα πατήσαμε με το αυτοκίνητο, τα λιώσαμε. Αυτό μου φάνηκε σαν οιωνός, ένας καλός οιωνός, και κάτι σαν ευλογία –όχι όπου κι όπου, στην Αρκαδία! Στην Πύλο, μάθαμε ότι με έψαχνε όλος ο κόσμος, της Σουηδικής Ακαδημίας συμπεριλαμβανομένης. Το τέλος εκείνου του ταξιδιού με βρήκε σ’ ένα ελικόπτερο, να πετάω προς την Αθήνα, νιώθοντας μάλλον ταραγμένος, αλλά και ευγνώμων που είχα τον χρόνο να ανασυνταχθώ».
Ο μεγάλος ιρλανδός ποιητής, «ο πιο σημαντικός από την εποχή του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς» σύμφωνα με τονΡόμπερτ Λόουελ, πέθανε στις 30 Αυγούστου στο Δουβλίνο σε ηλικία 74 ετών. Λίγα λεπτά προτού αφήσει την τελευταία του πνοή πρόλαβε να στείλει ένα μήνυμα στη σύζυγο και μέλλουσα χήρα του. «Nolitimere» («μη φοβάσαι») τής έγραψε στην αγαπημένη του λατινική γλώσσα.
Το 2009, τη χρονιά δηλαδή που ο «εθνικός ποιητής» –των υψηλών ακαδημαϊκών κύκλων αλλά και των απλών ανθρώπων –γιόρταζε τα εβδομηκοστά του γενέθλια, η δημόσια ραδιοτηλεόραση της Ιρλανδίας (RTÉ) πρόβαλε ένα ντοκυμαντέρ για τη ζωή και το έργο του. Ρωτήθηκε τότε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, αν υπήρχε κάποια αποστροφή στο έργο του που θα τον ικανοποιούσε αύριο μεθαύριο και ως επιτύμβια επιγραφή. Απαντώντας ο ίδιος, θυμήθηκε τι είχε πει όταν πέθανε ένας από τους πολλούς ομότεχνους φίλους του, ο πολωνός νομπελίσταςΤσέσλαβ Μίλος. Ανακάλεσε τότε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, όπου ο αγγελιοφόρος, σύμφωνα με μια δική του εκδοχή, λέει μετά τον παράξενο αφανισμό του πρωταγωνιστή: «Oπου κι αν πήγε, μ’ ευγνωμοσύνη πήγε».
Αυτό, είπε οΣέιμους Χίνι, θα ήταν και για τον ίδιο ταιριαστό. Η συνείδηση της θνητότητας άλλωστε φόρτιζε τις σελίδες του και μεταμόρφωνε τα ποιήματά του σε μικρές, παρηγορητικές νίκες κατά της φθοράς.
Οι εικόνες από το τελευταίο, καθολικό κατευόδιό του στο Ντόνιμπρουκ ήταν συγκινητικές, ο θρήνος πάνδημος για τον άνθρωπο που απάλυνε με στίχους το πονεμένο σώμα μιας πατρίδας διχασμένης από τη βίαιη –πολιτική και θρησκευτική –ιστορία της. Δεν παρέστη μονάχα σύσσωμη η πολιτική ηγεσία για να τιμήσει τον «μεγάλο δημοκράτη», αλλά τον αποχαιρέτησαν και διάσημοι θαυμαστές του όπως οΜπόνο και τα υπόλοιπα μέλη των U2.
Η σχέση του Σέιμους Χίνι με την Ελλάδα, των αρχαίων μύθων αλλά και της νεότερης ιστορίας, υπήρξε πολλαπλώς δημιουργική, εσώτερη και περιπετειώδης. «Πρέπει να πω ότι στους Δελφούς νιώθω σαν στο σπίτι μου. Ο τόπος με βάζει στον πειρασμό να τον θεωρήσω γενέθλιο –ίσως γιατί ένας από τους πρώτους ήχους που άκουσα στη ζωή μου προερχόταν από μια παλιά νεραντλία που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού μας. Κάθε φορά που κάποιος αντλούσε νερό, ανεβοκατεβάζοντας τη μανιβέλα, εγώ άκουγα την πανάρχαιη λέξη «ομ-φα-λός», «ομ-φα-λός». Ομως και στην Ελλάδα νιώθω σαν στο σπίτι μου, ίσως γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ποιητικό γιο του Ησίοδου, αφού στην πραγματική ζωή πατέρας μου ήταν ένας αγρότης κι ένα από τα πρώτα μου ποιήματα είχε τον τίτλο «Ο προσωπικός μου Ελικώνας»» είχε πει το 2004 ως εισηγητής στο Διεθνές Λογοτεχνικό Συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε εκεί, στην πλαγιά του Δυτικού Παρνασσού, και είχε θέμα την «Ελληνική εμπειρία» (Νεφέλη, 2006).
Η τελευταία υπήρξε «μαγική» για τον ίδιο. «Οσα κατά καιρούς έχω διαβάσει και έχω γράψει μου έχουν αποδείξει ότι από τη λογοτεχνία, την τέχνη και την ιστορία της κλασικής περιόδου μπορεί να αντληθεί μεγάλη ψυχική, πολιτική και καλλιτεχνική δύναμη· ότι εκεί εδρεύουν η ενέργεια και η έμπνευση. Με άλλα λόγια: η πρόκληση του ανθρωπισμού διατηρεί την ισχύ της» είχε υπογραμμίσει ο Χίνι, ο οποίος με το πολυσχιδές έργο του κατέλιπε, μεταξύ άλλων, και δύο θεατρικές διασκευές του «Φιλοκτήτη» (The Cure of Troy,1990) και της «Αντιγόνης» (The Burial at Thebes, 2004), τις δικές του «εκδοχές» για αυτές τις δύο τραγωδίες του Σοφοκλή.
Εμπνευση από την κλασική αρχαιότητα
Το 2012 η Χέλεν Βέντλερ, καθηγήτρια του Χάρβαρντ και σεσημασμένη μελετήτρια του Χίνι, συγκέντρωσε σε έναν τόμο (Stone from Delphi, Arion Press) 49 ποιήματά του εμπνευσμένα από την κλασική αρχαιότητα, «η οποία είναι θεμελιώδης στο έργο του», τα οποία πήρε από 17 βιβλία –αρχής γενομένης από το 1966, χρονιά που εξέδωσε την πρώτη του συλλογή «Θάνατος ενός φυσιογνώστη» όπου δεσμεύεται στο πρώτο ποίημα να «σκάψει» τον κόσμο επί της ουσίας με την πένα του. «Oσο περνούν τα χρόνια» προσέθεσε τότε ο Χίνι «με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο η προσπάθεια των σύγχρονων ελλήνων ποιητών να γεφυρώσουν το χάσμα, να συνδέσουν την αρχαία Ελλάδα με το ελληνικό έθνος που αναδύθηκε μετά το 1821».
Ο ιρλανδός φίλος γνώριζε πολύ καλά τη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας από την άνοδο και την πτώση της Μεγάλης Ιδέας ίσαμε τη δικτατορία των συνταγματαρχών. «Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο οι απογοητεύσεις της σύγχρονης εποχής διαθλώνται στα ποιήματα που έγραψε ο Σεφέρης στην Κύπρο τη δεκαετία του ’50, όπου το ενδιάμεσο υλικό αντλείται όχι μόνο από την Ευριπίδη αλλά και από τα χριστιανικά απόκρυφα· ευγνωμοσύνη για ανάλογες διαθλάσεις στα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια χρόνια πριν, για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρίτσος ξαναδουλεύει τους μύθους επιχειρώντας μια κριτική του σύγχρονου πολιτικού βίου· ευγνωμοσύνη για την αρκούδα του Σικελιανού στην Ιερά Οδό και για την κατσίκα του Ελύτη στον βραχώδη λόφο. Και πρέπει να πω ότι πάνω απ’ όλα ευγνωμονώ τον Eντμουντ Κήλυ γιατί έκανε αυτούς τους αναγκαίους ποιητές προσιτούς στα αγγλικά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ