T. Σ. ΕΛΙΟΤ
Οι φωνές της ποίησης

Μετάφραση Αρης Μπερλής
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013,
σελ. 263, τιμή 16 ευρώ

Κανείς ποιητής του 20ού αιώνα δεν τιμήθηκε όσο ο Τόμας Στερνς Ελιοτ και κανείς επίσης δεν δέχθηκε τόσες επιθέσεις –μετά τον θάνατό του, ωστόσο.

Στη χώρα μας υπήρξε ο δημοφιλέστερος σύγχρονος ποιητής. Ολα τα ποιήματά του μεταφράστηκαν, όπως και τα θεατρικά του έργα και τα δοκίμιά του, και μάλιστα από πολλούς μεταφραστές. Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν πως ο Σεφέρης αποτελεί μιαν, ας πουμε, μεσογειακή εκδοχή του Ελιοτ –άποψη κάπως υπερβολική.
Το άστρο του Ελιοτ στην Ευρώπη δεν έχει σβήσει, όχι όμως και στις ΗΠΑ. Οταν ο Καρλ Σαπίρο δημοσίευε στις 27 Φεβρουαρίου 1960 στο περιοδικό Saturday Review (ο Ελιοτ ζούσε ακόμη) το κατεδαφιστικό δοκίμιό του T.S. Eliot: The Death of Literary Judgment (Τ.Σ. Ελιοτ: Ο θάνατος της λογοτεχνικής κρίσης) προκλήθηκε ένα μικρό σοκ, που όμως δεν στάθηκε ικανό να αμαυρώσει τη φήμη του ποιητή. Αλλά μετά τον θάνατο του Ελιοτ (το 1965) η αμφισβήτηση άρχισε να παίρνει διαστάσεις. Οσα θεωρούνταν δευτερεύοντα (λ.χ., οι φιλομοναρχικές ιδέες του ή ο δηλωμένος, μια εποχή τουλάχιστον, αντισημιτισμός του) χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον προκειμένου οι επικριτές να «καταρρακώσουν» το έργο του.
«Αποκηρύξτε τον αντιδραστικό Ελιοτ»
Αυτά στα δικά μας λογοτεχνικά και εκδοτικά πράγματα δεν έπαιξαν ουσιαστικά κανέναν ρόλο. Στην επέτειο των εκατό χρόνων (1988) από τη γέννηση του ποιητή γράφτηκαν στη χώρα μας, τηρουμένων των αναλογιών, πολύ περισσότερα από όσα στην πατρίδα του, τις ΗΠΑ. Εκεί, τον επόμενο χρόνο, η Σίνθια Οζικ δημοσίευσε στις 20 Νοεμβρίου 1989 στον New Yorker ένα εκτενέστατο –και εμπαθέστατο –δοκίμιο με τίτλο T.S. Eliot at 101, όπου λέει ανάμεσα στα άλλα: «Είναι επιτακτικό καθήκον μας να αποκηρύξουμε τον αντιδραστικό Ελιοτ». Η επίθεσή της βεβαίως κατευθυνόταν και εναντίον της Νέας Κριτικής και της υψηλής κουλτούρας, αφού από το δοκιμιακό έργο του Ελιοτ προέκυψε εν πολλοίς η Νέα Κριτική. Κι όσο για την υψηλή κουλτούρα, δύο είναι οι φυσιογνωμίες που την υπερασπίστηκαν με πάθος, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετικές αφετηρίες: στον γερμανόφωνο κόσμο ο Τέοντορ Αντόρνο και στον αγγλόφωνο ο Τ. Σ. Ελιοτ.
Η έκδοση επομένως οκτώ βασικών δοκιμίων του Ελιοτ για την ποίηση, μεταφρασμένων εξαίρετα από τον Αρη Μπερλή, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί, εκτός των άλλων, υπερβαίνει το κατά περίπτωση αντικείμενό τους, δηλαδή την ποιητική λειτουργία, τις σχέσεις της ποίησης με τη στιχουργική και τις άλλες τέχνες (λ.χ., τη μουσική), τη θρησκεία και την κοινωνία.
Η οργανικότητα της κουλτούρας
Μολονότι τα δοκίμια γράφτηκαν για το αγγλόφωνο κοινό και τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Ελιοτ αντλούνται κυρίως από την αγγλική λογοτεχνία, οι απόψεις και τα συμπεράσματά του αφορούν αυτό που λέμε ευρωπαϊκό πολιτισμό, κύριο γνώρισμα του οποίου είναι ο οργανικός χαρακτήρας του καλλιτεχνικού έργου. Αυτό, το θεμελιώδες, αμφισβητείται στη σημερινή μεταμοντέρνα εποχή με το επιχείρημα ότι αποδεχόμενοι τον οργανικό χαρακτήρα είναι σαν να απορρίπτουμε τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, πόσω μάλλον όταν τον οργανικό χαρακτήρα τον υποστήριξε ένας εκπρόσωπος του κατεστημένου, φιλομοναρχικός, αντιδραστικός και αντισημίτης.
Για εμάς όμως έχει ιδιαίτερη σημασία και το πώς, από ιστορικής πλευράς, αντιλαμβάνεται ο Ελιοτ την οργανικότητα αυτή: ο πολιτισμός μας είναι συνέχεια και προέκταση του ελληνορωμαϊκού κόσμου, αλλά την Ελλάδα στη Δύση την προσλάβαμε μέσω της Ρώμης, λέει –και σωστά. Εδώ επιπλέον θα πρέπει να προσθέσουμε και τη χριστιανική παράδοση. Στο παραπάνω σχήμα είναι αναγκαίο να εντάξουμε κάποιες απόψεις του που σήμερα θεωρούνται αυτονόητες, όπως λ.χ. το ότι ο κριτικός κρίνεται, ή την περίφημη αναφορά του περί αντικειμενικής συστοιχίας, δηλαδή, με άλλα λόγια, της συνάφειας μορφής και περιεχομένου, που κάποτε εθεωρείτο θέσφατο.

Κρίνοντας την κριτική
Για όποιον γνωρίζει το ελιοτικό έργο στο σύνολό του, το συμπέρασμα είναι αυτονόητο: τα ποιήματα και τα δοκίμιά του συνιστούν αδιάσπαστη ενότητα. Το δοκίμιό του Ας κρίνουμε τον κριτικό, για παράδειγμα, γραμμένο με απόλυτη καθαρότητα, μας λέει κατά προέκταση για την ποίησή του όσα και για την κριτική του. Αλλά και απαντά σε μεταγενέστερα ερωτήματα που «βασανίζουν» και σήμερα πολλούς: λ.χ., τι είναι, τι δεν είναι ή πόσο είναι κριτική μια κριτική. Δεν νομίζω πως υπάρχουν κατηγορίες κριτικών και κριτικής που να μην τις εξετάζει. Και ό,τι αναλύει συνοψίζεται στον αφορισμό του πως «κριτικός είναι αυτός που διορθώνει το γούστο».
Απαντήσεις θα βρει κανείς και σε άλλα ερωτήματα: ποιο έργο και ποιον συγγραφέα θεωρούμε κλασικό, πόσο σχετική είναι η έννοια του κλασικού ή ποιες οι διαφορές ανάμεσα στον μείζονα και στον ελάσσονα ποιητή. Σε αντίθεση με τον μεταμοντερνιστικό σχετικισμό ότι όλα κρίνονται αναλόγως του πώς ερμηνεύονται, ο διαχωρισμός μείζων και ελάσσων ήταν θεμελιώδης για κάποιον ο οποίος υπερασπιζόταν σε όλη του τη ζωή τις αξίες της υψηλής κουλτούρας, που προϋποθέτει φυσικά ένα σύστημα ιεραρχήσεων –και κατά συνέπεια έναν Παρνασσό. Το ότι εμμανώς –και ενίοτε εξοργιστικά –ο Ελιοτ μετέφερε το σύστημα αυτό και σε άλλα πεδία (το κοινωνικό και το πολιτικό) δεν αναιρεί τη σημασία του οργανικού περιεχομένου της τέχνης η οποία έδωσε σημαντικά έργα ακριβώς σε εποχές που η οργανικότητα εθεωρείτο αυτονόητη.
Κλείνοντας θα πρέπει να τονίσω την αξία του παραδείγματος που υποβάλλει το έργο του Ελιοτ: ακολουθώντας το να διαβάσουμε με κριτικό τρόπο και τα δικά του κριτικά κείμενα (οκτώ από τα πιο καίρια περιέχουν οι Φωνές της ποίησης). Ετσι θα αφήσουμε κατά μέρος αφενός τις αγιογραφίες του από τους συγχρόνους του και αφετέρου τις καρικατούρες κάποιων φανατικών μεταγενέστερων, και θα εκτιμήσουμε τα επιτεύγματά του, κορυφαίο εκ των οποίων είναι το καταστατικό ποίημα του μοντερνισμού –και μεγάλο επίτευγμα της παγκόσμιας ποίησης: η Ερημη χώρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ