Joseph Roth
Ιώβ – Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Εκδόσεις Αγρα, 2013,
σελ. 230, τιμή 15,50 ευρώ

Ο Μέντελ Σίνγκερ «ήταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας εβραίος σαν όλους» που ζούσε στο Τσούχνοβο. Ενας κοντούλης μαυριδερός δασκαλάκος που είχε δώδεκα εξάχρονους μαθητές και τους μάθαινε να διαβάζουν και να αποστηθίζουν τη Βίβλο για λίγα μόνο καπίκια. Ηταν φτωχός αλλά αυτάρκης, μουρμούριζε όλη την ημέρα προσευχές λικνιζόμενος κατά τον ουρανό και η καρδιά του ήταν πάντα γεμάτη είτε από ευγνωμοσύνη είτε από φόβο προς τον Υψιστο.

Η ταλαίπωρη και μονίμως παραπονούμενη Δεβώρα, η σύζυγός του, που έκανε αιματηρές οικονομίες κρύβοντας λεφτά κάτω από μια σανίδα στο πάτωμα, έφερε κάποια στιγμή στον κόσμο το τέταρτο παιδί τους, τον σακάτη, καθυστερημένο και άλαλο Μενουχίμ, το πρώτο σημάδι των επερχόμενων κακών –τα άλλα δύο αγόρια ήταν ο Γιόνας, «ο μεγαλύτερος, δυνατός σαν αρκούδα», και ο Σεμάργια, «ο μικρότερος, πονηρός σαν αλεπού». Η Μύριαμ ήταν η μοναχοκόρη τους που ήταν «κοκέτα και επιπόλαιη σαν γαζέλα».
Τα παιδιά, κατά πως λέμε, είναι ευλογία. Στην περίπτωση όμως του Μέντελ Σίνγκερ ενεπλάκησαν με το έναν ή τον άλλον τρόπο στο ψυχοφθόρο κατρακύλισμα που συμπαρέσυρε στον πάτο την πίστη του προς τον Θεό, ό,τι δηλαδή τάιζε μυσταγωγικά την ύπαρξή του ως τότε. Η μάνα, βλέποντας τον φιλάσθενο πλην άκακο καρπό της κοιλίας της να μην καλυτερεύει, κατέφυγε στον ραβίνο του Κλουστσίκ και του γύρεψε συμβουλή. «Ο πόνος θα τον κάνει σοφό, η ασχήμια καλό, η πίκρα γλυκό και η αρρώστια δυνατό» της είπε εκείνος και την προέτρεψε να μην τον εγκαταλείψει ποτέ.
Η Ιστορία μέσα στην αφήγηση
Το παρήγορο μελοδραματικό τέλος τούτης της ιστορίας θα τον δικαιώσει. Ηρθαν νωρίτερα όμως δύο περιστατικά που δρομολόγησαν τις φοβερές ανατροπές. Οι δυο υγιείς γιοι έπρεπε πλέον να στρατευθούν σύμφωνα με τον νόμο, ενώ σύμφωνα με την παράδοση των προγόνων τους έπρεπε να αποφύγουν με κάθε τρόπο τη θητεία –είχε μόλις τελειώσει ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ιαπωνία (1904-1905). Μέσω του Καπτουράκ, ενός συγγενούς με «πεινασμένο πουγκί», οι γονείς κατορθώνουν να φυγαδεύσουν τον Σεμάργια, ο οποίος καταλήγει τελικώς στη Νέα Υόρκη. Ο Γιόνας, που δεν άντεχε ούτως ή άλλως το σπίτι, πήγε αρχικά να δουλέψει σταβλίτης στον αμαξά Σαμέσκιν και μετά κατετάγη στον στρατό υπηρετώντας τον τσάρο στο Πσκοβ –αργότερα μπήκε στην κατηγορία των «αγνοουμένων».
Τα πράγματα στράβωσαν ακόμη περισσότερο όταν ο Μέντελ Σίνγκερ ανακάλυψε τυχαία σε έναν νυχτερινό περίπατο ότι η κόρη του «πάει μ’ έναν κοζάκο». Ο έρωτάς της «άνθησε αργά, κρυμμένος μέσα στις ψηλές καλαμποκιές κι η Μύριαμ φοβόταν, έτρεμε τον θερισμό» γράφει τόσο όμορφα ο Ροτ για να περιγράψει στην ουσία ότι η μικρή συνευρισκόταν ανελλιπώς στις καλαμποκιές με το έμψυχο δυναμικό ενός ολόκληρου στρατοπέδου και όχι μόνο με τον Στεπάν –ήταν πράγματι ατίθαση.
Λογαριάζοντας λοιπόν ο πατέρας ότι «μεγάλη συμφορά θα πέσει πάνω στα κεφάλια μας, αν μείνουμε εδώ», ανακοινώνει στη γυναίκα του ότι «θα φύγουμε για την Αμερική», όπου ο Σεμάργια –που εν τω μεταξύ έγινε «Σαμ» και ζει το αμερικανικό όνειρο –έχει βγάλει πολλά κολλαριστά δολάρια. Ο Μέντελ Σίνγκερ πηγαίνει για τα προβλεπόμενα «χαρτιά» στο Ντούμπνο και έρχεται αντιμέτωπος με την καχύποπτη γραφειοκρατία –«οι αναρχικοί μασκαρεύονται, ποτέ δεν ξέρεις» ψυχανεμίζεται ένας φρουρός, ενώ ο αμαξάς αναρωτιέται: «Τι σας πιάνει, αλήθεια, κι όλο τρέχετε από το ένα μέρος στο άλλο; Μου λες; Ο Διάβολος ο ίδιος σάς καβαλάει και τριγυρίζετε αδιάκοπα από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη!». Με αυτόν τον έμμεσο και έντεχνο τρόπο ενσωματώνει ο Ροτ την Ιστορία στην αφήγησή του, ανεπιτήδευτα και σαρκαστικά.
Ολοφυρμός αρχαίας τραγωδίας
Στο δεύτερο μέρος αυτού του συναρπαστικού και ποιητικού ως προς το ύφος μυθιστορήματος ο ήρωας βρίσκεται πλέον στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και βιώνει μια αβυσσαλέα κρίση ταυτότητας. Η μοναξιά τον κυκλώνει ασφυκτικά, υφαίνει το σάβανο της νοσταλγίας σε σημείο παθολογικό αναπολώντας την παλιά ζωή και τα χώματά της. Θέλει να ξαναδεί το παιδί που άφησε πίσω και μετατρέπεται, εξαιτίας των νέων συμφορών που ενσκήπτουν, σε μια σκεβρωμένη σκιά του ίδιου του εαυτού του. Επιπλέον, διαπιστώνει ότι «η Αμερική είναι πατρίδα, αλλά πατρίδα θανάσιμη».
Ο Θεός τον δοκιμάζει όπως τον βιβλικό Ιώβ, του ανταποδίδει μίσος, όπως παραπονιέται σαν μικρό παιδί, για την τυφλή αφοσίωση τόσων χρόνων. Ο Μέντελ Σίνγκερ αγανακτεί από τα τρίσβαθα της ψυχής του, φθάνει στο σημείο να κραυγάσει «θέλω να κάψω τον Θεό!» και κατακρημνίζεται σε ένα κενό νοήματος που προστίθεται σε ένα μόνιμο υπαρξιακό πένθος. Η σκηνή όπου η Δεβώρα μαθαίνει τα θανατηφόρα μαντάτα είναι κυριολεκτικώς νευραλγική. Ο ολοφυρμός της έχει τη δύναμη της αρχαίας τραγωδίας, που όμως μεγαλύνεται από τη μελαγχολική ευαισθησία του Ροτ, καθώς «τα δυο της χέρια μοιάζουν με χλωμά ζωάκια με πέντε πόδια, που τρέφονται από τα μαλλιά της». Ενας συνταρακτικός συγγραφέας σάς περιμένει.

Λογοτεχνικό μνημείο του Μεσοπολέμου
Ενας φίλος, έμπλεος ανησυχίας για την κατάστασή του που χειροτέρευε, τον ρώτησε σε ανύποπτο χρόνο: «Μα γιατί πίνεις τόσο πολύ;». Ο Γιόζεφ Ροτ τού αντιγύρισε: «Εσύ γιατί έχεις την εντύπωση ότι θα γλιτώσεις;» προεξοφλώντας δυσοίωνα –καθώς εκκολαπτόταν ακόμη το φίδι του ναζισμού –ότι «και εσύ θα αφανιστείς». Υπήρξε βεβαίως αλκοολικός μέχρι θανάτου, πλην όμως τραγικά εύστοχος ως προφήτης των δεινών που μαύρισαν την Ευρώπη και την εποχή του.
Ο Ροτ ήταν πρωτίστως ένας κοσμοπολίτης ουμανιστής, ένας σπουδαίος γερμανόφωνος συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής, που με το έργο του κατέστη λογοτεχνικό μνημείο του Μεσοπολέμου. Οταν δούλευε Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ –την αριστουργηματική αποχαιρετιστήρια ελεγεία για «τη μόνη πατρίδα που γνώρισα», την αυτοκρατορική Αυστρία των Αψβούργων -, λέγεται ότι αναγκάστηκε να ξαναγράψει από την αρχή το τέταρτο κεφάλαιο επειδή ξέχασε, έτσι όπως ήταν μεθυσμένος, το δακτυλογραφημένο κείμενο μέσα σε ένα ταξί. Ο,τι τον έκανε ευρέως γνωστό ως μυθιστοριογράφο ωστόσο εκδόθηκε το 1930, δύο χρόνια προτού κυκλοφορήσει το magnum opus του.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα Ιώβ –Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου, το οποίο έγραψε πίνοντας ασταμάτητα, όπως παραδέχθηκε: ένα έργο που γνώρισε διεθνή επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, διασκευάστηκε για το θέατρο, ενώ μεταφέρθηκε και στον χολιγουντιανό κινηματογράφο. Μόλις κατέφθασε στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Αγρα (και αυτό) σε γάργαρη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ