Cas Mudde, Cristobal Rovira Kaltwasser (επιμ.)
Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική.
Απειλή ή διόρθωση για τη Δημοκρατία;
Πρόλογος – μετάφραση Πάρις Ασλανίδης.
Εκδόσεις Επίκεντρο, 2013,
σελ. 416, τιμή 27 ευρώ

Μπορεί ο λαϊκισμός να επηρεάσει θετικά τη δημοκρατία ή αποτελεί υπό προϋποθέσεις μια απειλή γι’ αυτήν; Μπορεί η φιλελεύθερη δημοκρατία να διορθώσει δικές της ελλείψεις που της υποδεικνύει ένα λαϊκιστικό κίνημα και πόσο κινδυνεύει από αυτό; Στον συλλογικό τόμο που επιμελήθηκαν οι Cas Mudde καιCristοbal Rovira Kaltwasser Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική (εκδ. Επίκεντρο) δημοσιεύονται μελέτες μιας ομάδας επιστημόνων οι οποίοι συναντήθηκαν στο Βερολίνο στο πλαίσιο ενός εργαστηρίου και μελέτησαν με παραδείγματα από διάφορες χώρες το κατά πόσον ο λαϊκισμός και τα λαϊκιστικά κινήματα και κόμματα επηρεάζουν ή μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά τη (φιλελεύθερη) δημοκρατία.

Οι μελέτες τους αφορούν ένα μεγάλο φάσμα ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, όπως τα φλαμανδικά λαϊκιστικά κόμματα στο Βέλγιο, την πολιτική του Εβο Μοράλες στη Βολιβία, του Βλαντιμίρ Μετσιάρ στη Σλοβακία, του Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα, το πρόγραμμα του Κόμματος της Ελευθερίας στην Αυστρία, την πολιτική του Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραντόρ στο Μεξικό, του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος στον Καναδά, την πολιτική του Φουτζιμόρι στο Περού κ.ά.
Οι μελετητές θα δώσουν μια συνοπτική εννοιολογική προσέγγιση του λαϊκισμού που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο σύνθημα «όλα για τον λαό». Βεβαίως, τονίζεται ότι όλοι οι λαϊκιστές και όλοι οι λαϊκισμοί δεν είναι ίδιοι. Για παράδειγμα οι «δεξιοί» λαϊκιστές ορίζουν τον λαό με εθνοτικούς όρους (Βέλγιο, Τσεχία, Αυστρία κ.ά.) και ως συνέπεια δέχονται την πολιτική να την ασκούν μόνον οι αυτόχθονες, ενώ οι «αριστεροί» λαϊκιστές (Μεξικό, Βενεζουέλα κ.ά.) ορίζουν ως λαό τα φτωχότερα, μη προνομιούχα στρώματα και επιδιώκουν την ενσωμάτωση στην πολιτική ομάδων περιθωριοποιημένων κοινωνικά. (Περίπτωση που παραπέμπει ευθέως στη δεκαετία του ’80 και στην ελληνική περίπτωση.)
Οι συγγραφείς τονίζουν ότι και οι δύο ομάδες ταυτίζονται στην έλλειψη σεβασμού που έχουν προς τον δημόσιο διάλογο και τους συνταγματικούς θεσμούς μιας και έχουν μια μονιστική αντίληψη για την κοινωνία καθώς αντλούν δυνάμεις αναφερόμενες πάντα στην αντίθεση μεταξύ «αγνού λαού» και «διεφθαρμένης ελίτ».
Μελετώντας τα εμπειρικά δεδομένα οι συντάκτες του τόμου διαπιστώνουν ότι οι λαϊκιστές στην αντιπολίτευση μπορεί και να βοηθούν πιέζοντας τα κυβερνητικά κόμματα να λάβουν μέτρα υπέρ των περιθωριοποιημένων τμημάτων της κοινωνίας και συνεπώς να τα ενσωματώνουν σε αυτήν.
Κίνδυνο για τη δημοκρατία αποτελεί ο λαϊκισμός όταν η δημοκρατία είναι «χαμηλής» ποιότητας, δηλαδή με μη εδραιωμένους θεσµούς και συνταγματικές ασφαλιστικές δικλίδες. Τέτοιο παράδειγμα ήταν ο πρόεδρος Φουτζιμόρι στο Περού, ο οποίος εκλέχτηκε δημοκρατικά αλλά τελείωσε την καριέρα του με ένα προεδρικό πραξικόπημα. Γενικά στις επιπτώσεις του λαϊκισμού καταγράφονται η εναντίωσή του στη διάκριση των εξουσιών, η αγνόηση των δικαιωμάτων των μειοψηφιών, η αδυναμία επίτευξης κοινωνικών συμμαχιών, η ηθικοποίηση της πολιτικής, η μετατροπή της πολιτικής αντιπροσώπευσης σε δημοψηφισματική πολιτική κ.ά. Τα εμπειρικά παραδείγματα, όμως, δείχνουν ότι στη Λατινική Αμερική η δημοκρατία –πλην του Περού –δεν κινδύνευσε αλλά και δεν εδραιώθηκε η φιλελεύθερη δημοκρατία με τους θεσμούς της.
Στα θετικά του λαϊκισμού οι μελετητές καταγράφουν ότι δίνει φωνή σε ομάδες που είναι περιθωριοποιημένες, δίνει έδαφος για κοινωνικές συμμαχίες, μπορεί να αυξήσει τη δημοκρατική λογοδοσία μεταφέροντας ζητήματα και πολιτικές στη σφαίρα του πολιτικού πεδίου –αντί του οικονομικού ή του δικαστικού -, μπορεί να επαναφέρει τη «συγκρουσιακή» διάσταση της πολιτικής και να βοηθήσει στην αναζωογόνηση της κοινής γνώμης και έτσι εμμέσως της δημοκρατίας.
Βεβαίως, οι μελετητές τονίζουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία θα έπρεπε να έχει δει τα σφάλματά της πολύ προτού της τα επισημάνουν οι λαϊκιστές. Και ίσως αυτό είναι και το μειονέκτημα της μελέτης: θεωρεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία άψογη ενώ σε πολλές δυτικές χώρες έχει φανεί ότι, παρά τη λειτουργία των θεσμών και του Συντάγματος, δεν αποφεύχθηκαν η κρίση, οι απάτες (βλέπε Siemens στη Γερμανία, σκάνδαλο Ραχόι στην Ισπανία), η καταπάτηση των θεσμών (βλέπε Μπερλουσκόνι στην Ιταλία) κτλ.
Το ελληνικό παράδειγμα
Οι δύο επιμελητές ασχολούνται στον πρόλογό τους και με τον λαϊκισμό στην Ελλάδα. Εξηγούν ότι δεν τον συμπεριέλαβαν στη μελέτη γιατί είχε «ιδιαίτερο χαρακτήρα και ιστορία», μια δικαιολογία ανεπαρκής, κατά τη γνώμη μου, αφού καταλήγουν σε εκτεταμένα συμπεράσματα στο προλογικό τους κεφάλαιο. Για την Ελλάδα σημειώνουν ότι ο λαϊκισμός ξεδιπλώνεται από το 1974 με κορύφωση την αρχή της δεκαετίας του ’80 και μετά, σε μια μη εδραιωμένη με σαφή χαρακτηριστικά δημοκρατία.
Ταυτίζουν κυρίως την περίοδο του λαϊκισμού με την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία θεωρούν ανάλογο παράδειγμα με εκείνα του Μετσιάρ στη Σλοβακία και του Φουτζιμόρι στο Περού λέγοντας ότι ναι μεν το ΠαΣοΚ σταθεροποίησε την κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά αντιστάθηκε στη δημιουργία μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μερικοί μελετητές μάλιστα (Takis Pappas) τονίζουν ότι η ΝΔ, διαδεχόμενη το ΠαΣοΚ, υιοθέτησε τον λαϊκισμό του προηγούμενου κόμματος και τον ανέδειξε σε βασικό στοιχείο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Οι δύο μελετητές επισημαίνουν τον νεότερο λαϊκισμό που έχει ενσκήψει στη χώρα, ο οποίος διατρέχει το σώμα των Αγανακτισμένων, τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Ελληνες, τη Χρυσή Αυγή, διατυπώνοντας το ερώτημα κατά πόσον οι παλαιοί λαϊκιστές θα επιβιώσουν των προκλήσεων των νέων λαϊκιστών.
Βιαστικά συμπεράσματα
Ο έλληνας μεταφραστής Πάρις Ασλανίδης στον πρόλογό του επισημαίνει ότι στην Ελλάδα έχουν εμφανιστεί πολλά στοιχεία λαϊκισμού χαρακτηρίζοντας τη χώρα «ζωολογικό κήπο του λαϊκισμού». Αναφέρεται ειδικότερα στον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ και στο σύνθημά του «Εμείς ή αυτοί», που συνοδεύεται με μια ηθική πρόσληψη της πραγματικότητας καθώς θεωρεί ότι κάθε πολιτική του αντιπάλου είναι «εχθρική προς τον λαό», δηλαδή ότι η θέση του εχθρού δεν αποτελεί νόμιμη πολιτική άποψη, αλλά «ύπουλο σχέδιο κατάλυσης της δημοκρατίας».
Επισημαίνει και αυτός ότι στην Ελλάδα η αξία του λαϊκισμού είναι εργαλειακή, δηλαδή πολιτικοί όλων των αποχρώσεων εκτιμούν την αξία του στην πολιτική καθημερινή ρητορική, γι’ αυτό και τον χρησιμοποιούν. Τονίζει ακόμη τη διαφοροποίηση της Ελλάδας από άλλες χώρες του μνημονίου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) στις οποίες δεν υπήρχε τέτοιας έκτασης κατάρρευση του κομματικού συστήματος προς όφελος αναδυόμενων λαϊκιστικών δυνάμεων. (Η μελέτη δεν είχε προλάβει το φαινόμενο Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία και αγνοεί το φαινόμενο Μπερλουσκόνι.)
Προχωρεί μάλιστα λίγο παρακάτω εκτιμώντας ότι οι συνθήκες ίσως ήταν ώριμες για να εμφανιστεί ο έλληνας Τσάβες. Αλλά ο Πάνος Καμμένος ήταν πολύ δεξιός για να διεμβολίσει τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, ενώ η προϋπηρεσία του Τσίπρα σε ένα μικρό αριστερό κόμμα δεν του έδινε τον χρόνο για να διευρύνει το ακροατήριό του. Ο μελετητής υποεκτιμά τη διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στο εκλογικό κοινό του ΠαΣοΚ και προεξοφλεί την αποτυχία του, κάτι που το μέλλον δεν μας έχει δείξει ακόμη.
Το σύνολο των κειμένων του βιβλίου διατρέχει το ερώτημα κατά πόσο η λαϊκιστική πολιτική μπορεί να συμπληρώσει ή να βλάψει τη φιλελεύθερη δημοκρατία και σε ποιον τομέα οι λαϊκιστικές εξάρσεις μπορούν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες. Το υλικό που παρουσιάζουν οι μελετητές του τόμου δεν δίνει απαντήσεις –περισσότερο τροφοδοτεί με ερωτήματα που έχουν προκύψει από τις κατά τόπους λαϊκιστικές εξουσίες ή αντι-εξουσίες. Σημειώνω ότι οι επιμελητές όσον αφορά το ελληνικό παράδειγμα καταλήγουν σε συμπεράσματα χωρίς εκτεταμένη έρευνα, όπως στα υπόλοιπα παραδείγματα. Τα ερωτήματα όμως που έχουν θέσει αποτελούν πολύτιμο και προκλητικό υλικό για παραπέρα επεξεργασία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ