Μαρία Κουγιουμτζή
Κι αν δεν ξημερώσει;
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 263, τιμή 14,90 ευρώ

Η κρίση τροφοδοτεί τους συγγραφείς με τις πιο διαφορετικές εμπνεύσεις. Στο πρώτο της μυθιστόρημα (έχουν προηγηθεί δύο συλλογές διηγημάτων) η Μαρία Κουγιουμτζή διαλέγει τον δρόμο της δυστοπίας. Τοποθετώντας τη δράση της σε μια πολιτεία όπου άνθρωποι και καταστάσεις έχουν περάσει σε μια περίοδο εξωφρενικής παρακμής, δοκιμάζει να μιλήσει εις ήχον πλάγιον για τα φαινόμενα εξαχρείωσης που τείνουν να παραλύσουν την Ελλάδα και την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.

Η Κουγιουμτζή αφήνει στην άκρη το μελλοντολογικό μυθιστόρημα ή το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, προτιμώντας να μείνει αποκλειστικά στο δυστοπικό σκέλος. Η πλοκή της δεν ταξιδεύει σε κάποιο μακρινό μέλλον. Ο,τι κι αν συμβαίνει στο Κι αν δεν ξημερώσει; συμβαίνει εδώ και τώρα. Με τη διαφορά ότι μια τέτοια εγγύτητα παρουσιάζει κάτι το εξαιρετικά ανοίκειο: όχι γιατί η μυθιστορηματική πραγματικότητα υπερβαίνει την πραγματικότητα που αναγνωρίζουμε στην καθημερινή μας εμπειρία, αλλά επειδή αυτό που επιδιώκει η συγγραφέας είναι να προβάλει αυτή την πραγματικότητα στις ακραίες της συνέπειες, στην οριακή (αν όχι και εσχατολογική) προοπτική της.
Πρωταγωνιστές είναι τρεις στρατιωτικοί που υπηρετούν σε ένα σώμα κάτω από την μπότα του οποίου στενάζει ολόκληρη η χώρα. Πρόκειται για μια απρόσωπη Αρχή η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό την επ’ άπειρον αναπαραγωγή της εξουσίας: εξουσία η οποία ασκείται σε έναν έκπτωτο πληθυσμό φτωχών, αστέγων, πεινασμένων και παραμερισμένων που δεν διαθέτουν την οποιαδήποτε δύναμη για αντίσταση και τείνουν να αφεθούν παντελώς ανυπεράσπιστοι στη βούληση των καταπιεστών τους. Το σύστημα, παρ’ όλα αυτά, ρημάζει από τα μέσα, αφού οι τρεις στρατιωτικοί θα αποδειχθούν ανίκανοι και απρόθυμοι υπερασπιστές του. Οι δύο νεότεροι θα καταρρεύσουν υπό το βάρος των άτεγκτων εντολών του ενώ ο γηραιότερος θα στραφεί ανοιχτά εναντίον του. Κανένας δεν θα νικήσει. Μοναδική ελπίδα και απαντοχή ο έρωτας: τα πάθη του θα αποκαθάρουν τους ήρωες από την εμπλοκή τους με τους εγκληματικούς μηχανισμούς του καθεστώτος και θα τους παραδώσουν ενανθρωπισμένους σε έναν κόσμο ο οποίος δεν αποκλείεται να βρει κάποτε το κουράγιο να αλλάξει τη μοίρα του.
Η Κουγιουμτζή εκθέτει με σαφήνεια τις συγγραφικές της προθέσεις και όλα αυτά θα ήταν πολύ ωραία αν μπορούσε να τις ενσταλάξει στη δουλειά της. Η σύνθεση, όμως, πάσχει στον ίδιο τον θεμέλιο λίθο της: το δυστοπικό μυθιστορηματικό της σύμπαν. Δεν υπάρχει δυστοπία που να είναι σε θέση να λειτουργήσει χωρίς την αλληγορία και το σύμβολο. Η Κουγιουμτζή, εν τούτοις, δείχνει από την αρχή ως το τέλος να μην ξέρει πώς γίνεται κάτι τέτοιο. Η σκοτεινή και ζοφερή πολιτεία την οποία επιζητεί να χτίσει δεν είναι παρά μια πέρα για πέρα ρεαλιστική Θεσσαλονίκη, που περιγράφεται με όλες τις γεωγραφικές και τις χωροταξικές της λεπτομέρειες.
Οσο για τις βίαιες σκηνές δρόμου, που θα μπορούσαν με κάποιες αφαιρετικότερες γραμμές να ντύσουν τα δρώμενα με ένα αλληγορικό νόημα, ελάχιστα διαφέρουν από τις εικόνες ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ για μια συγκέντρωση Αγανακτισμένων. Και το εξουσιαστικό δίκτυο, ωστόσο, που εμφανίζεται ως υπαίτιο για την πρόκληση τόσου ανθρώπινου πόνου, δεν έχει την ικανότητα να αποκτήσει το παραμικρό εφιαλτικό βάθος εφόσον η ανάπτυξή του παραμένει εμβρυακή και δεν του επιτρέπει να καταλήξει σε κάτι παραπάνω από μια ξεχαρβαλωμένη στρατιωτική παράγκα.
Να περιμένουμε πως η λύση θα προκύψει από τη διαγραφή της προσωπικότητας των ηρώων; Μα, το μόνο που θα παρεισφρήσει εν προκειμένω είναι ένας ασυγκράτητος μελοδραματισμός, ο οποίος θα τινάξει με τις αδεξιότητές του στον αέρα το οποιοδήποτε δράμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ