Τζον Τσίβερ
Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες
Μετάφραση – Εισαγωγή Κωστής Καλογρούλης.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013,
σελ. 224, τιμή 14 ευρώ

Το λογοτεχνικό ζητούμενο στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι διαχρονικά και –δικαιολογημένα ως έναν βαθμό –το επόμενο «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα». Το ανεξάντλητο χρυσωρυχείο όμως της αμερικανικής παράδοσης, από τον 19οαιώνα ακόμη, είναι το διήγημα. Ο βοστωνέζος συγγραφέας Τζον Τσίβερ (1912-1982) συνιστά μια περίπτωση ξεχωριστή, βραβευμένη στα αμερικανικά γράμματα κατά τον 20ό αιώνα, και κατέχει μια εξέχουσα θέση μεταξύ των μεγάλων μαστόρων της μικρής φόρμας παγκοσμίως –πολλοί ήταν αυτοί που χρίστηκαν ελαφρά τη καρδία καλλιτεχνικοί επίγονοι του ρώσου πατριάρχη του είδους, πλην όμως ο χαρακτηρισμός «Τσέχοφ των προαστίων» στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι καθόλου υπερβολικός. Ο Τζον Τσίβερ, ο οποίος αναδείχθηκε από κοινού με τον Τζον Απντάικ σε έναν αφοσιωμένο χρονικογράφο, έναν παθιασμένο ανατόμο των ηθών και των παθών της ανώτερης μεσαίας τάξης στη Βορειοανατολική Ακτή των ΗΠΑ, μεταφράστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα το μακρινό 1984. Κυκλοφόρησε τότε από τις εκδόσεις Aquarius το τέταρτο, εξαίσιο μυθιστόρημά του «Φάλκονερ» (1977), όπου ο ήρωας, ένας τοξικομανής καθηγητής πανεπιστημίου, φυλακίζεται για τη δολοφονία του αδελφού του και εν συνεχεία αναπτύσσει μια ερωτική σχέση με έναν συγκρατούμενό του. Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα οι εκδόσεις Καστανιώτη επανασυστήνουν επί της ουσίας στο αναγνωστικό κοινό τον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα ανθολογώντας εννέα από τα πιο γνωστά διηγήματά του σε έναν αρκετά αντιπροσωπευτικό για το έργο του τόμο «Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες», όπου περιλαμβάνονται οι πιο σκοτεινές ιστορίες που έγραψε όσο ζούσε στη Νέα Υόρκη αλλά και οι πλέον πολυδιαβασμένες που εκτυλίσσονται στο Σέιντι Χιλ, το επινοημένο –εμπνευσμένο από την περιοχή του Γουέστσεστερ –προάστιο που κατέστη έκτοτε ένα μυθοπλαστικό αρχέτυπο. Στη διασημότερη εξ αυτών η οποία προκρίνεται και στον τίτλο ο Νέντι Μέριλ, ένας σύγχρονος Νάρκισσος –τον υποδύθηκε ο Μπαρτ Λάνκαστερ στην ομώνυμη ταινία (1968) του Φρανκ Πέρι –φθάνει στο σπίτι του αντισυμβατικά, κολυμπώντας σαν «προσκυνητής» μέσα σε ένα νοητό ποτάμι, μια υδάτινη αλυσίδα που σχηματίζουν οι πισίνες των φίλων και των γειτόνων του, για να αντικρίσει κατάματα τις αυταπάτες του. Στο «Καψουροτράγουδο», μεταξύ άλλων, συναντάμε μια σύγχρονη Εκάτη που κατοικεί στο Βίλατζ και ξεπαστρεύει τους εραστές της με τη θανατερή της αύρα, ενώ «Ο διαρρήκτης του Σέιντι Χιλ», ο άφραγκος Τζόνι Χέικ, βιώνει την κλοπή σαν έναν ηθικό θάνατο κυνηγημένος από τις Ερινύες. Μαθαίνουμε πώς «Το τεράστιο ραδιόφωνο» των Γουέσκοτ μετατρέπεται, με έναν τρόπο σουρεαλιστικό, σε αδιάκριτο ωτακουστή των γειτόνων, ενώ στην τραγελαφική ιστορία «Ω πόλη των τσακισμένων ονείρων» παρακολουθούμε τους κυνικούς προαγωγούς του «αμερικανικού ονείρου» που ξεφτίζει αλλά δεν πεθαίνει. «Ο εξοχικός σύζυγος» είναι η ιστορία μιας καταφυγής, ενός έρωτα στη μέση ηλικία με άλλα λόγια, η μοχθηρία του κόσμου αναδεικνύεται στο «Μονάχα πες μου ποιος ήταν», ενώ η ταπείνωση ενός άνδρα από μια πληγωμένη γυναίκα που εκδικείται μετουσιώνεται σε ένα θρίλερ μικρού μήκους στο διήγημα «Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ». Η απαράμιλλη πρόζα του Τζον Τσίβερ, του αμφισεξουαλικού συντηρητικού οικογενειάρχη που πάλεψε με το αλκοόλ και τις επιθυμίες του, υμνεί τον πόνο και τη γλύκα της ζωής, άλλοτε πυκνώνει σιβυλλικά, γίνεται μια αμφίσημη σκοτεινιά και άλλοτε διαχέεται, μοιάζει με έναν λυρικό καλπασμό προς το φως. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό όραμα που θα σας συναρπάσει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ