Νίκος Κ. Αλιβιζάτος
Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση;
Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 163, τιμή 12 ευρώ

Ενώ είναι σαφές ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο αντιλήψεις για τη λειτουργία της δημοκρατίας μετά την κρίση, καμία δημόσια συζήτηση δεν γίνεται για αυτές. Η μία αντίληψη επιθυμεί ο πολιτικός αγώνας να διεξάγεται μέσα και έξω και από τη Βουλή, στους δρόμους. Η κοινοβουλευτική λειτουργία και η αντιπαράθεση στους δρόμους και στους εργασιακούς χώρους, αν χρειαστεί και με τη χρήση βίας, είναι εξίσου αποδεκτές. Οσοι απορρίπτουν νόμους ψηφισμένους από τη Βουλή ή αποφάσεις των δικαστηρίων έχουν το δικαίωμα να διαλέξουν τα μέσα των διεκδικήσεών τους, εκτός των ανωτέρω θεσμών, όπου και για όσο χρόνο κρίνουν οι ίδιοι ή τα κόμματα που τους υποστηρίζουν. Εάν τη συνοψίζω σωστά, αυτή η αντίληψη, απαραίτητη στον αντιδικτατορικό αγώνα, αναδύεται σπάνια στις σύγχρονες δημοκρατίες, όπως πρόσφατα στην Τουρκία, στη Βραζιλία και στη Βουλγαρία, και χάρη στη σπανιότητά της λειτουργεί ευεργετικά. Αντίθετα σε μας είναι μια οικεία, «φυσική» αντίληψη της δημοκρατίας, γιατί αποτελεί σχεδόν καθημερινό βίωμα.

Η άλλη αντίληψη αναλύεται εξαιρετικά από τον Νίκο Αλιβιζάτο στο τελευταίο σημαντικό βιβλίο του, με αναφορές στην Αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία είναι δυνατή με τη συμπλήρωση πενταετίας από την προηγούμενη, του Μαΐου 2008. Η αντίληψη αυτή θεωρεί ότι η δημοκρατία λειτουργεί μέσω των θεσμών και της ισορροπίας μεταξύ τους. Οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες προστατεύονται, εφόσον η άσκησή τους δεν οδηγεί στη συστηματική χρήση βίας «με στόχο το πολίτευμα, το κράτος και τον καθημερινό βιορυθμό», όπως κομψά το θέτει ο Αλιβιζάτος. Εχει άλλωστε το θάρρος να γράψει ότι οι «οπαδοί της βίας, όσοι τη μετέρχονται και όσοι την καλύπτουν πολιτικά, δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί ως συνομιλητές σε μια συζήτηση για τη δημοκρατία, την οποία βδελύσσονται και πάντως περιφρονούν».
Κατά τον Αλιβιζάτο, τα αντίβαρα προς τη Βουλή και την κυβέρνηση δεν μπορούν να είναι ούτε ένας ισχυρός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκλεγμένος απευθείας από τον λαό, ούτε οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις, δημοψηφίσματα). Αν θυμηθεί κάποιος τον σφοδρό αντικοινοβουλευτισμό ορισμένων «αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος (με τις αυτοσχέδιες κρεμάλες για τους πολιτικούς) θα συμφωνήσει με τους δισταγμούς του συγγραφέα για την άμεση δημοκρατία. Θα μπορούσε ωστόσο ο Αλιβιζάτος να δεχθεί τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, την οποία άλλωστε αναφέρει. Αυτή είναι διαθέσιμη στους ευρωπαίους πολίτες χάρη στη Συνθήκη της Λισαβόνας (2009). Εφόσον συγκεντρωθούν υπογραφές από τουλάχιστον ένα εκατομμύριο υπηκόους σημαντικού αριθμού κρατών-µελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να διαμορφώσει νέες προτάσεις πολιτικής πάνω στο θέμα της πρωτοβουλίας των πολιτών.

Πρωθυπουργο-κεντρικό μοντέλο


Σε συχνές, καίριες παρεμβάσεις του, ο Αλιβιζάτος έχει επικρίνει το «πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο» που χαρακτηρίζει τη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης, ζήτημα που τον απασχολεί και σε αυτό το βιβλίο. Μερικοί προτείνουν την εγκαθίδρυση προεδρικής δημοκρατίας, α λα γαλλικά ή α λα αμερικανικά. Ο συγγραφέας την απορρίπτει εύλογα, αλλά δέχεται ότι προκειμένου να καμφθεί ο ακραίος πρωθυπουργοκεντρισμός θα μπορούσε, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να διαλύει τη Βουλή, αρμοδιότητα που του είχε αφαιρεθεί με τη Συνταγματική Αναθεώρηση του 1986.
Αυτή όμως θα ήταν μία προβληματική λύση. Ελάχιστες κυβερνήσεις εξάντλησαν την τετραετία, καθώς διαδοχικοί πρωθυπουργοί προκήρυξαν αιφνιδιαστικές εκλογές. Είναι αμφίβολο αν αυτή η κατάχρηση θα καταπολεμηθεί με την παροχή δυνατότητας και σε άλλον θεσμικό παράγοντα να προκηρύσσει εκλογές. Από την άλλη μεριά, αν αληθεύει η είδηση ότι αυτό το καλοκαίρι η ηγεσία της Δικαιοσύνης θα επιλεγεί από την κυβέρνηση, χωρίς ακρόαση ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, όπως συνηθιζόταν από το 2010, τότε σωστά ο Αλιβιζάτος προτείνει η ηγεσία αυτή να επιλέγεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Εντοπισμένη Αναθεώρηση


Ο συγγραφέας είναι υπέρ μιας δραστικής αλλαγής του εκλογικού συστήματος και υπέρ μιας «εντοπισμένης», όπως την αποκαλεί, Συνταγματικής Αναθεώρησης. Ο κατατεμαχισμός των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, η δημιουργία μονοεδρικών κατά το «γερμανικό σύστημα», καθώς και η μείωση του αριθμού των βουλευτών, είναι κινήσεις απαραίτητες προκειμένου να περιοριστούν οι υπερβολικές και αδιαφανείς εκλογικές δαπάνες.
Συγκρατώ, τέλος, από τις πολλές λεπτομερώς τεκμηριωμένες προτάσεις του Αλιβιζάτου, τις σκέψεις του για κατάργηση του ακαταδίωκτου των βουλευτών, παράταση της αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση δίωξης κατά υπουργών, αναβάθμιση των πολιτικών (όχι των δικαστικών) ελέγχων της διοίκησης, αλλαγή της σύνθεσης του οργάνου που ελέγχει τις δαπάνες των πολιτικών ώστε οι τελευταίοι να μην ελέγχουν ανεμπόδιστα τους εαυτούς τους και αποσυμφόρηση των ανώτατων δικαστηρίων με πρόβλεψη να τίθενται στο αρχείο ένδικα μέσα που ασκούνται προδήλως αβάσιμα.
Συνοπτικά, όπως το θέτει ο Αλιβιζάτος με τη διαύγεια που τον διακρίνει, ο πήχης της Συνταγματικής Αναθεώρησης δεν πρέπει να τεθεί «ούτε όσο ψηλά επιθυμούν οι δημαγωγοί όλων των αποχρώσεων, οι οποίοι δεν πιστεύουν τελικά στην κανονιστικότητα του Συντάγματος, ούτε όσο χαμηλά θέλουν οι απαισιόδοξοι και οι κυνικοί, για τους οποίους θεσμοί και Σύνταγμα τελικά δεν μετρούν».

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ