ΑΜΟΣ ΟΖ
Εικόνες από τη ζωή στο χωριό

Μετάφραση Λουίζα Μιζάν
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013, σελ. 186
τιμή 10,65 ευρώ

Επικρατεί η άποψη ότι το διήγημα είναι είδος αντιεμπορικό, ότι οι αναγνώστες προτιμούν μυθιστορήματα με σύνθετη πλοκή και χαρακτήρες με τους οποίους μπορούν να ταυτιστούν. Πίσω από αυτή τη διαδεδομένη εκτίμηση κρύβεται μια αλήθεια δυσάρεστη για πολλούς συγγραφείς: ελάχιστα διηγήματα αξίζει τον κόπο να εκδοθούν.

Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι το διήγημα δεν είναι εύκολο είδος όταν πέφτουν στα χέρια του κείμενα που χειρίζονται υποδειγματικά την τέχνη του «λέω περισσότερα γράφοντας λιγότερα», όπως τα πρόσφατα διηγήματα του Ισραηλινού Αμος Οζ Εικόνες από τη ζωή στο χωριό (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Επτά ιστορίες, επτά εικόνες από τη ζωή σε ένα φανταστικό χωριό κοντά στο Τελ Αβίβ, στο Τελ Ιλάν. Είναι ένα χωριό μαγευτικό, με αμπέλια και οπωρώνες, με σπίτια γραφικά με τις αυλές φορτωμένες βουκαμβίλιες, με πάρκα και πουλιά και τρεχούμενα νερά, όπου οι κάτοικοι γνωρίζουν ο ένας τον άλλον.
Στοιχεία σπαρμένα εδώ κι εκεί στα διηγήματα υποβάλλουν μια ζοφερή πραγματικότητα πίσω από το ευφορικό σκηνικό: τσακάλια αλυχτούν στα βουνά, μακριά αντηχούν πυροβολισμοί. Το φεγγάρι φωτίζει δυσοίωνα πυκνά δάση και ελαφριά ομίχλη αιωρείται πάνω από τους έρημους δρόμους. Δυσάρεστες μυρωδιές απλώνονται μέσα στη σκόνη αποπνικτικών υγρών καλοκαιριών. Το μάγκανο σκουριάζει στο πηγάδι ενός παρατημένου αγροκτήματος.
Το υπερφυσικό εισβάλλει προκαλώντας ρωγμές στη ρεαλιστική αφήγηση: παράξενοι ήχοι ακούγονται καταμεσής στη νύχτα. Μυστικές φωνές απευθύνουν κάλεσμα σε πρόσφορες ψυχές. Μια αλλοπρόσαλλη οδοιπόρος εμφανίζεται από το πουθενά. Μια εκκρεμότητα, μια αίσθηση επείγοντος, μια δυσάρεστη προσμονή πλανάται πάνω από το χωριό.
Ιστορίες μοναξιάς, φόβου, οδύνης, εγκατάλειψης, αποκαρδίωσης και παραίτησης εκτυλίσσονται σιωπηλά, τυλιγμένες στη μυρωδιά των γιασεμιών. Ο Αριέ Τσέλνικ ζει μόνος με τη γριά μητέρα του αφότου τον παράτησε η γυναίκα του. Ο κοινοτάρχης του χωριού αναζητεί τη δική του που έφυγε αφήνοντας ένα αινιγματικό σημείωμα. Ενας μοναχικός έφηβος τρέφει απελπισμένο έρωτα για τη χωρισμένη υπάλληλο της βιβλιοθήκης.
Ενα ζευγάρι προσπαθεί να συνεχίσει να ζει μετά την αυτοκτονία του γιου τους. Απομονωμένη σε ένα παλιό αγρόκτημα με τον ηλικιωμένο πατέρα της, πρώην βουλευτή, και έναν άραβα εργάτη, φοιτητή του Πανεπιστημίου, ζει η όμορφη χήρα φιλόλογος του χωριού. Ο Γιόσι Σασόν, ο μεσίτης, παρασύρεται στα σκοτεινά δαιδαλώδη έγκατα του γηραιότερου σπιτιού του χωριού από την ελκυστική εγγονή του ιδιοκτήτη. Μια βουβή λαγνεία, ένας υφέρπων αισθησιασμός καταπνίγεται από την ενόρμηση του θανάτου προτού εκδηλωθεί. Η απουσία και η απώλεια αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστικό.
Διδακτέα ύλη
Μάστορας της τέχνης της συμπύκνωσης και του υπαινιγμού, ο Οζ δίνει επτά αριστουργηματικά διηγήματα που διατηρούν την αυτοτέλειά τους ενώ ταυτόχρονα συμπλέκονται σε ένα σπονδυλωτό αφήγημα με ανεξάντλητες ερμηνείες. Από το σύνολο ξεχωρίζει το τελευταίο, το «Σε τόπο μακρινό σε άλλους καιρούς», ένα καφκικό αφήγημα τοποθετημένο σε ένα δυστοπικό μέλλον ή παρελθόν, όπου κάθε ελπίδα έχει πεθάνει και «δυσοσμία θανάτου αναδίδεται εδώ ακόμα κι από τους ζωντανούς».
Ισως ο Οζ σχολιάζει την κατάρρευση των κιμπούτς, ως ιδεολογία και ως πράξη, στα οποία έζησε μεγάλο μέρος των νεανικών του χρόνων. Ισως πάλι, όταν γράφει για τα εκατόχρονα σπίτια που γκρεμίζονται για να ανεγερθούν στη θέση τους εξοχικές βίλες και για τους αγρότες που μετατρέπουν τα παλιά αγροκτήματα σε γκαλερί και κομψές μπουτίκ για τους επισκέπτες του Σαββατοκύριακου από την πόλη, επικρίνει την αποξένωση που συνοδεύει το πέρασμα από την παραδοσιακή στη μοντέρνα κοινωνία. «Κάποτε, πολύ παλιά, μπορεί κάποιος εδώ κι εκεί ν’ αγαπούσε λιγάκι. Τώρα πια οι καρδιές βουβάθηκαν» θρηνεί ο πρώην βουλευτής.
Οπαδός της σιωνιστικής Αριστεράς, ο Οζ έχει αφηγηθεί εξαίσια τη γέννηση του ισραηλινού κράτους στο μυθιστόρημα Ιστορία αγάπης και σκότους (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004) και έχει ταχθεί δημόσια υπέρ της αραβοϊσραηλινής ειρήνης. Τις πολιτικές θέσεις του αποκαλύπτουν νύξεις σε τούτη τη συλλογή. Στο «Τραγουδώντας» μια παρέα τραγουδά νοσταλγικά εβραϊκά τραγούδια την ώρα που αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας βομβαρδίζουν εχθρικούς στόχους και προσπαθούν με τις φωνές τους να αντιπαλέψουν την απελπισία που πλέον τους έχει κουράσει.

«Μας μισούν. Κι εγώ στη θέση τους θα μας μισούσα»
λέει ο γέρος Πέσαχ στους «Σκαφτιάδες» ενώ πέρα από τα υψώματα αντηχούν πυροβολισμοί. Παρατηρεί καχύποπτα τον νεαρό Αραβα που ζει στην αυλή τους, γοητεύεται όμως από το μελαγχολικό παίξιμο της φυσαρμόνικάς του και αρχίζει να τον συμπαθεί. Μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες, τις ίδιες ενοχές. Στο τέλος συμφωνούν ότι μοιράζονται και την ίδια μιζέρια, και συμμαχούν.
Επαναλήψεις με απόηχους μπεκετικούς υπογραμμίζουν τον παραλογισμό, στο Ισραήλ και παντού, το παράλογο της ανθρώπινης κατάστασης: «Μια φευγαλέα σκιά. Αυτό είμαστε. Μια φευγαλέα σκιά. Το χθες που πέρασε». Με μια μονοκοντυλιά το τοπικό χαράσσεται πάνω στο παγκόσμιο.
Χαρακτήρες με βάθος ζωντανεύουν μέσα από τη λεπτομέρεια ενός ξεχειλωμένου πουλόβερ. Τέσσερις λέξεις σε ένα πρόχειρο σημείωμα αφηγούνται δεξιοτεχνικά μια συζυγική σχέση δεκαετιών.
Μέσα στην ένταση της γραφής προσπερνάμε τα γλωσσικά παραστρατήματα στο ελληνικό κείμενο. Το παράξενο χωριό και οι κάτοικοί του στοιχειώνουν τον αναγνώστη και οι ιστορίες τους τον ακολουθούν για μέρες αφότου κλείσει το βιβλίο. Αν η τέχνη του διηγηματογράφου διδάσκεται, τότε τούτα τα διηγήματα του Αμος Οζ συνιστούν διδακτέα ύλη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ