Γεώργιος Μόρμορης
Αμύντας του Τάσσου – Ποίημα ωραιότατον
Κριτική έκδοση, εισαγωγή, σχόλια, γλωσσάριο Σπύρος Ευαγγελάτος.
Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, 2012,
σελ. 230, τιμή 25,23 ευρώ

Αύρα μιας περασμένης εποχής, βενετσιάνικης και κρητοεπτανησιακής, αναδύεται από την κομψή κριτική έκδοση της ελεύθερης διασκευής-ανάπλασης του ποιμενικού δράματος του Τορκουάτο Τάσο Αμίντα, από τον Κυθήριο Γεώργιο Μόρμορη, πόνημα που φιλοτέχνησε με επιστημονική γνώση, ερευνητικό μεράκι και ευαισθησία ο σκηνοθέτης, ακαδημαϊκός και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Α. Ευαγγελάτος.

Η έκδοση, γνωστή μας βιβλιογραφικά, εντασσόταν, παρ’ όλο το ανακόλουθο του αισθητικού ρεύματος που εκπροσωπεί (όψιμη Αναγέννηση), στην εκδοτική παραγωγή του πρώιμου Διαφωτισμού, ο ανώνυμος όμως συγγραφέας κρυβόταν ερμητικά πίσω από τους αστερίσκους της σελίδας τίτλου. Η επίμονη έρευνα με τη συνεργία της θεάς Τύχης έφερε τον Σπύρο Ευαγγελάτο κοντά στο αντίτυπο της Βιβλιοθήκης του Μπέργκαμο με τη σημείωση: «Autore della presente Traduzzione fu Giorgio Mormori di Cerigo, Medico illustro». Ποιος ήταν αυτός ο «επιφανής ιατρός» Γεώργιος Μόρμορης στον οποίο οφείλουμε το μοναδικό θεατρικό κείμενο του 18ου αιώνα που σχετίζεται με το νησί της Αφροδίτης;
Ηδη το 1969 ο Σπ. Ευαγγελάτος δημοσίευσε στο περιοδικό «Ελληνικά» («Γεώργιος Μόρμορης, ο ποιητής του «Αμύντα»») τα πρώτα θελκτικά πορίσματα της έρευνάς του. Σαράντα τρία χρόνια μετά επανέρχεται και σκιαγραφεί με γοητεία ιστορικού μυθιστορήματος την περιπλάνηση της παλαιάς οικογένειας Μόρμορη (Μόρμουρη ή Μούρμουρη) –το οικόσημο parlante των Μόρμορη είναι άλλωστε το ψάρι μουρμούρα -, της οποίας τα ίχνη ανάγονται στον 16ο αιώνα, περνώντας από το Ναύπλιο στην Κρήτη και, μετά την πτώση της στους Τούρκους, στα Επτάνησα.
Η οικογένεια ανήκει μεν στην «κρητική ευγένεια», είναι όμως, όταν καταφεύγει στα Κύθηρα, κατεστραμμένη οικονομικά. Ο παππούς του ποιητή Γεώργιος Μόρμορης-Βιτσαμάνος (Vizzamano) εντοπίζεται στην απογραφή του 1721 και είναι πλέον 80 ετών. Ο πατέρας του ποιητή, Ιούλιος, ασκεί το επάγγελμα του νοταρίου (συμβολαιογράφου). Ο Γεώργιος γεννιέται στα 1720 στη Φορτέτσα (Κάστρο) των Κυθήρων.
Το πρώτο τμήμα της Εισαγωγής εξιστορεί με πληρότητα, με τη βοήθεια της έρευνας και των νέων στοιχείων που ήρθαν στο φως από την αναδίφηση στο Τοπικό Αρχείο Κυθήρων, την ιστορία της οικογένειας, τις σπουδές του Γ. Μόρμορη στην Πάντοβα, τη διαμονή του στη Βενετία και τη μετέπειτα δράση του στα Κύθηρα. Παρακολουθούμε τη διαμόρφωση, μέσα από υπαρκτές δυσκολίες, ενός λογίου επιστήμονα, με καλές σπουδές στην Ιταλία και επαφές με τους εκεί πνευματικούς κύκλους και τις Ακαδημίες (φέρεται ως μέλος Ακαδημίας στη Φλωρεντία, ενδεχομένως αντεπιστέλλον), και τη μετέπειτα σταδιοδρομία στη γενέτειρά του ως «κρατικού» γιατρού (διορισμένος από τη Γαληνοτάτη).
Από τον γάμο του με την κατά πολύ νεότερή του Ελένη Καλούτση-Μαχαιριώτη γεννήθηκαν δέκα παιδιά από τα οποία επέζησαν μόνο τα δύο, ενώ είχε και ένα νόθο. Απέκτησε συν τω χρόνω μεγάλο κύρος και μια σημαντική περιουσία σε ακίνητα και κτήματα. Πέθανε το 1790 και τάφηκε στον Ναό του Παντοκράτορα, στο Κάστρο των Κυθήρων.
Η ελεύθερη διασκευή του Aminta είναι νεανικό του πόνημα και παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Ηδη το 1969 ο Σπύρος Ευαγγελάτος είχε επισημάνει ότι η διπλάσια έκταση του έργου σε σχέση με το κείμενο του Tάσο συνεπάγεται αισθητικές αποκλίσεις. Το δεύτερο τμήμα της Εισαγωγής επανατοποθετεί το έργο στην εποχή του και προσφέρει μια νέα, φρέσκια ανάγνωση. Γλωσσικώς διατηρείται η κρητοεπτανησιακή παράδοση, εμβολιασμένη με λόγια στοιχεία και αρκετές ιδιοτυπίες. Μετρικώς κυριαρχεί ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος με χρήση επτασυλλάβων στα χορικά. Εναλλάσσονται και συμπλέκονται ίαμβοι και ανάπαιστοι και, κατά τον δεινό γνώστη της μετρικής Νάσο Βαγενά, έχουμε ένα μετρικά ρευστό αποτέλεσμα που ασκεί μια παράξενη γοητεία.
Δεν είμαστε ασφαλώς εμπρός σε έναν Γεώργιο Χορτάτση ή έναν Βιντσέντσο Κορνάρο, έχουμε ωστόσο έναν καλό ποιητή του καιρού του, έναν «πολύτιμο ελάσσονα συνεχιστή», που μαζί τον Πέτρο Κατσαΐτη δίνει το στίγμα της επτανησιακής παράδοσης. Είναι μία ακόμη απάντηση στο αίτημα της επανεξέτασης του αξιωματικού αποφθέγματος για τον «αντιποιητικό 18ο αιώνα».
Η σχέση του με το ιταλικό πρότυπο είναι χαλαρή, τόσο που θα μπορούσε να εκλάβει κανείς το πόνημα, σε συνάρτηση μάλιστα με τις επικρατούσες από την Αναγέννηση συνήθειες, ως ποιητικό καρπό του Μόρμορη. Η σχετικά πρόσφατη διεξοδική συγκριτική μελέτη του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου έδειξε ότι 1.690 στίχοι αποτελούν μετάφραση του πρωτοτύπου, 922 στίχοι αποτελούν ανάπλαση και πλατειασμούς του Μόρμορη με βάση το ιταλικό κείμενο και, τέλος, 1.200 στίχοι ανήκουν στον κυθήριο ποιητή.

«Και τάζω σας διαβάζοντας πολλά να σας αρέσει»
Αξίζει να σταθούμε στον γρίφο των ναξιακών τοπωνυμίων. Ο σκηνικός χώρος του έργου είναι δάση και τόποι κυνηγιού και η αναφορά πέντε τοπωνυμίων της Νάξου, ξακουστού κυνηγότοπου της εποχής, κεντρίζει τον ερευνητή. Οι διάφορες εικασίες είναι γοητευτικές αλλά δεν είναι δυνατόν να δοθεί ακόμη μια τελική απάντηση. Αναφερόμενος κανείς στο θεατρολογικό πρόβλημα, εύκολα γίνεται κατανοητό – το επικαλείται άλλωστε και ο ποιητής στον Πρόλογό του («Και τάζω σας διαβάζοντας πολλά να σας αρέσει») – ότι το εγχείρημά του δεν στόχευε σε παράσταση, πράγμα άλλωστε αδύνατο στην εποχή του, αλλά ενείχε σαφή αναγνωστική λειτουργία.Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, δωρίζοντας στους μελετητές την εξαιρετική αναστήλωση της πρώτης έκδοσης, αφήνει μετέωρο, ανοιχτό το εγχείρημα μιας σκηνοθετικής προσέγγισης, όπως έκανε με λαμπρά αποτελέσματα και ευρηματικό τρόπο με τόσα άλλα «άπαιχτα» δραματικά κείμενα της νεοελληνικής παράδοσης (ας θυμηθούμε τον Ερωτόκριτο, τον Φορτουνάτο, την Ιφιγένεια [εν Ληξουρίω], την Ευγένα κ.λπ.). Το ευχόμαστε και το περιμένουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ