Λίνα Βεντούρα – Λάμπρος Μπαλτσιώτης
Το έθνος πέραν των συνόρων –
«Ομογενειακές» πολιτικές του ελληνικού κράτους
Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2013,
σελ. 510, τιμή 26 ευρώ

Εδώ και δύο αιώνες τα περισσότερα κράτη του κόσμου υλοποιούν πολιτικές με τις οποίες προσπαθούν να σφυρηλατήσουν μια κοινότητα ιδανικών, προσλήψεων, συμφερόντων και αξιών με πληθυσμούς εκτός της επικράτειάς τους με τους οποίους μοιράζονται κοινή εθνική κληρονομιά ή τουλάχιστον διεκδικούν αμοιβαία κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα ανήκει κατ’ εξοχήν σε αυτή την κατηγορία κρατών καθώς η ίδια η διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κράτους ευθύς εξαρχής παρέπεμψε σε προνομιακές σχέσεις με το κομμάτι του εθνικού ιστού που βρισκόταν εκτός της αρτισυσταθείσας πολιτείας, ενώ τα αποδημητικά ελληνικά ρεύματα του 19ου και του 20ού αιώνα έθεταν σταδιακά εκτός επικράτειας διογκούμενα τμήματα του ελληνικού λαού. Εξαιτίας αυτών το ελληνικό έθνος ανήκει σήμερα στα αρχετυπικά «διασπορικά» και «ομογενειακά» έθνη.

Ο συλλογικός αυτός τόμος, πέμπτος στη Σειρά Μελετών του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων στις εκδόσεις Βιβλιόραμα, παρέχει μια σφαιρική παρουσίαση των πολιτικών του ελληνικού κράτους έναντι αυτών των πληθυσμών δίνοντας μια από κοινού ανάλυση των ομογενειακών και διασπορικών πολιτικών της Ελλάδας από την ίδρυση του κράτους ως τις μεταψυχροπολεμικές αβεβαιότητες των καιρών μας.
Υπό την έννοια αυτή, το αντικείμενο του βιβλίου είναι οι ιστορικές μειονότητες και οι μετανάστες υπό την οπτική γωνία του κράτους-πατρίδας ή του κράτους αποστολής τους. Ενώ, δηλαδή, η ελληνική βιβλιογραφία των τελευταίων ετών παρέχει πλέον, σε ικανοποιητικό αριθμό, μελέτες που διαφωτίζουν τις πολιτικές του ελληνικού κράτους σχετικά με τη μετανάστευση στην Ελλάδα και –δευτερευόντως, είναι αλήθεια –σχετικά με τις ιστορικές μειονότητες στην επικράτεια, το βιβλίο που παρουσιάζεται υλοποιεί μια τομή: παρουσιάζει και αναλύει κριτικά τις πολιτικές του ελληνικού κράτους για την ομογένεια και τη διασπορά του μέσα από το πρίσμα ενός έθνους πέραν των συνόρων του. Ενός έθνους υπερεδαφικού, που υπερβαίνει την επικράτεια, σε μια αντιφατική, όπως τεκμηριώνεται, κρατική προσπάθεια συμπερίληψης όσων, παρ’ ότι ζουν στο εξωτερικό, θεωρεί ότι του ανήκουν ή ότι δικαιούνται να υπαχθούν στην ελληνική κοινότητα.
Αυτό που κατ’ εξοχήν προκύπτει από το βιβλίο είναι οι διαρκείς ανανοηματοδοτήσεις της ομογένειας και της Διασποράς με ευρήματα που ξαφνιάζουν ακόμη και τον πιο εξοικειωμένο αναγνώστη: Πώς να έβλεπαν άραγε οι εκπρόσωποι του νεοελληνικού Διαφωτισμού την πολιτειακή προσπάθεια συμπερίληψης στο ελληνορθόδοξο γένος των αραβόφωνων ορθοδόξων της Αντιόχειας στις αρχές του 21ου αιώνα; Πώς εξηγείται η αμφιθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων έναντι των διευκολύνσεων άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων από απόδημους Ελληνες; Πώς ερμηνεύονται οι διαρκείς παλινδρομήσεις στον ορισμό του «εθνικού συμφέροντος» στις ομογενειακές πολιτικές του ελληνικού κράτους έναντι των ελληνικών παροικιών της Μεσογείου, των Βαλκανίων, της Τουρκίας και της πρώην ΕΣΣΔ;
Για αρχάριους και για μυημένους
Το βιβλίο αποτελείται από την Εισαγωγή των επιμελητών, ένα πολύ προσεγμένο κείμενο που εισάγει στην προβληματική της εξωεδαφικότητας μέσω των ελληνικών πολιτικών. Το κείμενο αυτό ανοίγει δρόμους στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία αξιοποιώντας την ελληνική ιστορική εμπειρία μέσω των πορισμάτων των πλέον σύγχρονων ερευνών αναφορικά με τα διασπορικά έθνη και τις εξωεδαφικές αναφορές τους.
Η δομή του τόμου είναι ιστορική. Το πρώτο μέρος αφουγκράζεται τα διλήμματα του «μακρού» 19ου αιώνα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους ως και τις ανταλλαγές πληθυσμών με την Τουρκία. Θέματα που απασχολούν εδώ τους συγγραφείς είναι η συνταγματική δυναμική του εκτός συνόρων Ελληνισμού (Χ. Παπαστυλιανός), οι σχέσεις που διαπλέκονται μεταξύ Ελλάδας και ομογενών κεφαλαιούχων (Λ. Λούβη), οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί των ελληνικών προξενικών πολιτικών σε Ηπειρο και Αλβανία (Η. Σκουλίδας), οι ελληνικές κοινότητες στη Βουλγαρία και οι εποικισμοί στη Δυτική Θράκη (Μ. Κοτζάμπαση, Β. Κουτσούκος) και, τέλος, το ζήτημα των ανταλλαχθέντων της Μικράς Ασίας που δεν μετοίκησαν στην Ελλάδα (Λ. Κορμά).
Το δεύτερο μέρος εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ κράτους, συλλόγων, Εκκλησίας και ελληνικής Διασποράς με ειδικότερη αναφορά στην περίπτωση των Ελλήνων στη Γαλλία του 19ου αιώνα (Δ. Παπαδοπούλου), τις απόπειρες ελέγχου των ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα (Γ. Παπαδόπουλος) και τους μηχανισμούς εδραίωσης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στις παροικίες της Αιγύπτου (Κ. Τρίμη – Κύρου).
Το τρίτο μέρος αναφέρεται στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η ανάλυση της ελληνικής κοινότητας της Αιγύπτου συνεχίζεται (Α. Νταλαχάνης), ενώ ειδική μνεία γίνεται για την αποδημία των «αλλογενών» μειονοτικών της Θράκης διά της αφαίρεσης της ιθαγένειάς τους (Γ. Μαυρομμάτης). Μελετάται επίσης η ελληνική ομογενειακή πολιτική στις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου και οι σχέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων συνολικά με τον «έξω Ελληνισμό» (Λ. Βεντούρα, Ε. Βόγλη).
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος μελετά τις μεταψυχροπολεμικές εξελίξεις. Παρουσιάζονται οι κρατικές πολιτικές έναντι των Ελλήνων του Καυκάσου (Ε. Σιδέρη), η αναζήτηση και ως έναν βαθμό επινόηση νέων ομογενειακών πληθυσμών στην Τουρκία (Λ. Μπαλτσιώτης), η επικοινωνιακή πολιτική της Ελλάδας απέναντι στη Διασπορά μέσω της ΕΡΤ (Λ. Διβάνη) και οι αντιφάσεις των ελληνικών πολιτικών σχετικά με το δικαίωμα ψήφου της ελληνικής Διασποράς (Δ. Χριστόπουλος).
Εν κατακλείδι, Το έθνος πέραν των συνόρων αποτελεί μια πρωτότυπη συστηματική δουλειά: μια ευκαιρία για εξοικείωση με τις δαιδαλώδεις διαδρομές των ελληνικών ομογενειακών πολιτικών για τους αρχάριους αναγνώστες αλλά και βοήθημα για την προσέγγιση κρίσιμων περαιτέρω ερωτημάτων για τους μυημένους.
Η μητέρα-πατρίδα και οι «συγγενείς» της
Το έθνος πέραν των συνόρων
εισάγει την ελληνική εμπειρία στον χάρτη των σύγχρονων διασπορικών σπουδών με τρόπο που διαφοροποιείται από τις ως σήμερα μελέτες. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη εστίαση, το βιβλίο προσπαθεί να αποδώσει τις εννοιολογήσεις, νοηματοδοτήσεις και πολιτικές της Ελλάδας ως μητέρας-πατρίδας έναντι «συγγενών» πληθυσμών που ζουν εκτός της επικράτειάς της με τρόπο που δεν διστάζει να είναι κριτικός αντί να ακολουθήσει την πεπατημένη του εγκωμιασμού και της ρομαντικής μυθοποίησης των διασπορικών και ομογενειακών πληθυσμών. Εν πολλοίς, τα περισσότερα κείμενά του αποδεικνύουν γλαφυρά πώς οι περισσότερες από τις «ομογενειακές» πολιτικές ουσιαστικά παραμένουν στη σφαίρα του ανικανοποίητου μη μπορώντας, εξαιτίας της αφόρητης ιδεοληψίας που τις διακατέχει, να υλοποιηθούν έστω κατ’ ελάχιστον.
Ο συλλογικός αυτός τόμος συγκεντρώνει μερικούς από τους πιο εξειδικευμένους έλληνες ερευνητές που έχουν εντρυφήσει στο ζήτημα των εν λόγω πολιτικών, πρωτίστως μέσα από μια ιστορική διαδρομή που ακολουθούν όλα τα κείμενά του. Ωστόσο η ανθρωπολογική ματιά φαίνεται να υφέρπει σε αρκετές από τις συμβολές του βιβλίου, ενώ η συγκριτική πολιτική και νομική ανάλυση δείχνει να επικυριαρχεί σε άλλες. Στα μειονεκτήματά του θα έβλεπε κανείς την άνιση κατανομή του βάρους της ύλης, καθώς οι αναφορές σε πληθυσμούς που προήλθαν από υπερπόντιες μεταναστεύσεις στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αυστραλία είναι ελλιπείς, ενώ ακόμη πιο αισθητή είναι η παντελής αναφορά στην ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, η οποία μαζί με τους λεγόμενους «παλιννοστούντες» από την πρώην ΕΣΣΔ αποτέλεσε την πρώτη ύλη της κατ’ εξοχήν «ομογενειακής» πολιτικής κυρίως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και κατά τη διάρκειά του.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ