Κωνσταντίνος Ασώπιος
Τα Σούτσεια
Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς.
Εκδόσεις Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2013,
σελ. 120+323, τιμή 20 ευρώ

Με την ονομασία «Σούτσεια» έμεινε γνωστή στην Ιστορία η έντονη γλωσσική διαμάχη ανάμεσα στον φαναριώτη ποιητή Παναγιώτη Σούτσο (1806-1868) και τον γιαννιώτη καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Ασώπιο (1790-1872), η οποία επανέφερε στην πρώτη γραμμή της δημόσιας συζήτησης το γλωσσικό ζήτημα, που είχε υποχωρήσει μετά τον θάνατο του Κοραή το 1833. Αφορμή στάθηκε η θέσπιση του πρώτου ποιητικού διαγωνισμού από τον πλούσιο ομογενή Αμβρόσιο Ράλλη το 1851. Ο διαγωνισμός καλούσε εμμέσως την κριτική επιτροπή (καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών) να αποφασίσει ποια πρέπει να είναι η μορφή της ενδεδειγμένης γλώσσας για τα διαγωνιζόμενα έργα και τον νέο ελληνισμό: η λόγια ή η αρχαΐζουσα, η δημοτική ή η μεικτή.

Ο Παναγιώτης Σούτσος, ο ρομαντικός ποιητής του δημοφιλούς δραματικού έργου Ο Οδοιπόρος (1831), που έχαιρε του θαυμασμού των νέων μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο, διανοούμενος, εκδότης εφημερίδων και πρόσωπο με δημόσια παρουσία και δράση –είχε διατελέσει μάλιστα σύμβουλος Επικρατείας ωσότου απολύθηκε ως ετερόχθων μετά το ψήφισμα του 1844 περί αυτοχθόνων –τοποθετείται στο ζήτημα με το σύγγραμμά του Νέα σχολή του γραφομένου λόγου ή Ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοούμενης υπό πάντων (1853): Κατακρίνοντας την «πενιχρά», «κολοβή» και γεμάτη απειράριθμους γαλλικούς ιδιωτισμούς «νεογραικική» γλώσσα της «μέσης οδού» του Κοραή και των υποστηρικτών του όπως ο Ασώπιος, προτείνει την προοδευτική υιοθέτηση της αττικής διαλέκτου, αφού πρώτα οι Νεοέλληνες εξοικειωθούν βαθμηδόν με τα κείμενα του Ηροδότου και του Ξενοφώντα και άλλες απλούστερες μορφές της αρχαίας ελληνικής.
Εργο-καταπέλτης


Το κείμενο, πέραν του ότι βρίσκει επιστημονικά αντίθετο τον Ασώπιο, περιέχει και προσωπικές αιχμές στις οποίες βιάζεται να απαντήσει. Σχεδόν ταυτόχρονα με τη Νέα Σχολή γράφει ένα έργο-καταπέλτη, που δημοσιεύεται ανώνυμα, με τίτλο Τα Σούτσεια, ήτοι ο κύριος Παναγιώτης Σούτσος εν γραμματικοίς, εν φιλολόγοις, εν σχολάρχαις, εν μετρικοίς και εν ποιηταίς εξεταζόμενος (1853-1854). Ο Ασώπιος υπερασπίζεται τον Κοραή και αποδύεται σε μια πολεμική της «ανάστασης» της αρχαίας ελληνικής με επιχειρήματα επιστημονικά και ειρωνεία τσουχτερή που σε σημεία καταλήγει λίβελος. Ψιλολογώντας τα έργα του Σούτσου καταγράφει ανορθογραφίες, γραμματικά και συντακτικά σφάλματα και τον ελέγχει ανακόλουθο προς τη θεωρία του.
Πρόκειται περί αδαούς, λέει, που δεν γνωρίζει την αρχαία ελληνική και τις διαλέκτους της, ούτε τις απόψεις του Φαλμεράιερ στις οποίες επιτίθεται αλλά ούτε καν στιχουργική. Τον κατακεραυνώνει με παραθέματα από τον Ομηρο, τον Ευριπίδη, τον Αριστοτέλη και από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή βιβλιογραφία, τον κρίνει παντελώς αναρμόδιο να φιλολογεί και τον απαξιώνει ως ποιητή, υποβαθμίζοντάς τον σε στιχοπλόκο.
Σπουδασμένος στο Βερολίνο κοντά στον ομηριστή Φ. Α. Βολφ και γνώριμος του Κοραή στο Παρίσι, επί εικοσαετία καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα και από το 1842 καθηγητής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στιβαρός γνώστης της αρχαιοελληνικής, της μεσαιωνικής, της νεοελληνικής και της ευρωπαϊκής γραμματείας, ο Ασώπιος ήταν ένας σοφός δάσκαλος με πλήθος μαθητών. Οι τελευταίοι έσπευσαν να συστρατευθούν μαζί του απέναντι στον «αυτάρεσκο», «οιηματία» και αμφιλεγόμενο Σούτσο, ο οποίος ενώ ευαγγελιζόταν μια χριστιανική σοσιαλδημοκρατία την ίδια στιγμή προκαλούσε την αθηναϊκή κοινωνία με τις εμπορικές του δραστηριότητες ως δανειστή και μεσίτη.
Τα δύο κείμενα, καταστατικά έργα της νεοελληνικής κριτικής και επί χρόνια ανέκδοτα, κυκλοφορούν τώρα, με τη φιλολογική επιμέλεια του νεοελληνιστή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λάμπρου Βαρελά, στη σειρά «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη» του Ιδρύματος Ουράνη, που διευθύνει ο Γιάννης Παπακώστας, φωτίζοντας σημαντικές πτυχές της πνευματικής ζωής του 19ου αιώνα.
Αντιπαλότητες


Στην εξαντλητική εισαγωγή του ο επιμελητής της έκδοσης ανασυστήνει από τα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής το ιστορικό, το ιδεολογικό και το φιλολογικό περιβάλλον των δύο κειμένων και αφηγείται γλαφυρά το χρονικό της υποδοχής τους. Τη φιλολογική διένεξη φαίνεται ότι τροφοδοτεί παλαιά προσωπική αντιπαλότητα των δύο «μονομάχων». Ο Σούτσος μέμφεται το 1836 τον Ασώπιο επειδή δεν αποδέχεται την πρόσκληση να διδάξει στο υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο Αθηνών και να συμβάλει στην παιδευτική ανοικοδόμηση του νεοσύστατου βασιλείου. Ο Ασώπιος, με τη σειρά του, στο σημαίνον φιλολογικό έργο του Ιστορία των Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων (1851) φωτογραφίζει τους αδελφούς Σούτσους με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς.
Υποστηρικτές του Σούτσου και του Ασώπιου λαβαίνουν μέρος στη διαμάχη τους με δηκτικά και σατιρικά σχόλια και στίχους έχοντας ορμητήρια, αντίστοιχα, τις εφημερίδες «Αιών» και «Αθηνά». Η προσωπική και φιλολογική φιλονικία τους μετατρέπεται σε ιδεολογική σύγκρουση των φιλορώσων αντιδυτικών Φαναριωτών με τους φιλοκοραϊκούς, φιλοδυτικούς Διαφωτιστές, των ετεροχθόνων με τους αυτόχθονες αλλά και σε σύγκρουση δύο συντεχνιών –του λογοτεχνικού και του πανεπιστημιακού κατεστημένου –για την πρωτοκαθεδρία στην πνευματική ζωή.
Σημειωτέον ότι βρισκόμαστε στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες, όπου αυτό που διακυβεύεται είναι ο βαθμός του αρχαϊσμού της γλώσσας. Ο Ασώπιος αναγνωρίζει την αξία του Ερωτόκριτου, του δημοτικού τραγουδιού και του Σολωμού, δίνει όμως μάχη για την επικράτηση της καθαρεύουσας και όχι της δημοτικής. Στον ρυθμιστικό εξαρχαϊσμό του Σούτσου αντιτείνει μια δημοκρατικότερη προσέγγιση. Ολες οι διάλεκτοι και οι μορφές μιας γλώσσας έχουν τις χάρες τους, υποστηρίζει, και είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς τον δρόμο που θα πάρει η γλώσσα: «Μόνον αι επερχόμεναι γενεαί… έχουσι το δικαίωμα, εκλέξασαι ει τι καλόν των προγενεστέρων, αποδοκιμάσασαι τα μη καλά και άλλα αντί τούτων τιθείσαι, να δώσωσι τύπον οριστικόν εις την γλώσσαν».

Μια έριδα με διαχρονική σημασία
Η κρησάρα του χρόνου απέδωσε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι: ο Σούτσος κατέλαβε περίοπτη θέση στις γραμματολογίες ως εισηγητής του ρομαντισμού στην Ελλάδα και συγγραφέας του πρώτου νεοελληνικού μυθιστορήματος (Λέανδρος, 1834) και ο μεθοδικός Ασώπιος θεωρείται, με τα λόγια του Κ. Θ. Δημαρά, η απαρχή του «βασιλικού δρόμου της νεοελληνικής κριτικής».
Η γλωσσική τους έριδα δεν έχει χάσει τη σημασία της. Διότι, μπορεί μεν το ζήτημα της ελληνικής διγλωσσίας να έλαβε την οριστική λύση του το 1976, με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους, η σχέση όμως της τελευταίας με την αρχαία πρόγονό της αναδύεται κάθε φορά που φόβοι για τη γλωσσική πενία των Νεοελλήνων οδηγούν σε προτάσεις για την ενίσχυση των αρχαίων ελληνικών στην εκπαίδευση και κάθε φορά που αναζητούμε στις αρχαιοελληνικές μας καταβολές τη νομιμοποίηση της θέσης μας στην παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ